ἠλίβατος: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> escarpé, très élevé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> grand, gros, énorme.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> escarpé, très élevé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> grand, gros, énorme.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[towering]], [[lofty]], Od. 9.243, Il. 15.273. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Dor. ἀλ-, ον,
A high, steep, always in Hom. as epith. of πέτρη or πέτραι, Il.15.273, al., cf. Hes.Th.675, 786, Thgn.176, Pi. O.6.64, A.Supp.352 (lyr.), E.Supp.80 (lyr.), Theoc.26.10, etc.; ὄρος, ἄκρη, ἐρίπναι, A.R.2.169, 361, 1248; of the Olympian throne of Zeus, Ar.Av.1732; of trees, h.Ven.267 (so prob. in Hes.Sc.422).—Also in X. and later Prose, πέτραι ἠ. An.1.4.4; τόποι Plb.4.41.9; πέτρος Str.17.1.50; δένδρα Agatharch.97; πῦρ Hanno Peripl.16; σταυρός Epigr. ap. Plu.Flam.9. II deep, abysmal, ἄντρῳ ἐν ἠ. Hes.Th. 483; Τάρταρος ἠ. Stes.83; ἠ. ὑπὸ κευθμῶσι E.Hipp.732 (lyr.); πελάγεσσιν ἐν ἠ. Opp.H.3.171: metaph., κακὸν ἠ. Damox.2.22; εὐηθεια Porph.Abst.1.12. III in later Poets (perh. from a misunderstanding of [Κύκλωψ] ἠ. πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν Od.9.243), huge, enormous, μέλεα Opp.H.5.66; σχεδίη Q.S.11.312; so in Prose, κῦμα, σκιαί, Plu.2.163c,935f. (Etym. dub., cf. ἄλιψ· πέτρα, Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1161] jäh, schroff, steil ansteigend, hoch, πέτρη, Il. 15, 273. 619. 16, 33 Od. 9, 243. 10, 88. 13, 196, immer von einem hohen, steilen, schwer zu erklimmenden Felsen; Od. 9, 243 von dem ungeheuren Felsstücke, mit welchem der Kyklop den Eingang zu seiner Höhle verschließt. So mit πέτρη verbunden auch Hes. Th. 675. 786 Sc. 422; Theogn. 176; Pind. Ol. 6, 64 in dorischer Form ἀλίβατος, die auch bei Eur. Suppl. 91 sich findet; Aesch. Suppl. 331 u. sp. D., wie Ap. Rh., der auch ὄρος ἠλίβατον sagt, 2, 169. Selten in Prosa, wie Xen. ὕπερθεν δὲ ἦσαν πέτραι ἠλίβαται, An. 1, 4, 4; τόποι ἠλίβατοι Pol. 4, 41 u. Strab. XII, 560, an die hervorgehobene Stelle der Od. erinnernd; von einzelnen Felsstücken, πέτρος ἠλίβατος στρογγύλος XVII, 1, 118; κρημνοί Luc. merc. cond. 17. Uebertr. nur die Höhe bezeichnend, von Bäumen, H. h. Ven. 267; θρόνοι, der Thron des Zeus, Ar. Av. 1728; bes. sp. D., μέλεσσιν ἠλιβάτοις, ungeheure, gewaltige Glieder, Opp. Hal. 5, 66; σχεδίη Qu. Sm. 11, 312; in sp. Prosa, κύματος ἠλιβάτου αἰρομένου, von hoher Brandung, Plut. sept. sap. conv. 20; τὰς σκιὰς ἡμῶν τοῦ ἡλίου ποιοῦντος ἠλιβάτους fac. in orb. lun. 22. – Aber auch in der Bdtg tief, ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης Hes. Th. 483, wie Eur. Hipp. 732 ἠλιβάτοις ὑπὸ κευθμῶσι γενοίμαν, wo der Schol. βαθυτάτοις erkl., u. so vom Tartarus; auch Stesichor. frg. inc. 10; πελάγεσσιν ἐν ἠλιβάτοις Opp. Hal. 3, 171, wie Nonn. D. 1, 285; übertr., κακὸν ἠλίβατον Damoxen. bei Ath. III, 102 c; auch εὐήθεια, Porphyr. – Die Ableitung der Alten von ἀλιτεῖν, ὅ ἐστιν ἀποτυχεῖν βάσεως, also für ἠλιτόβατος (vgl. ἠλιτόμηνος, ἠλιτοεργός), von jäher Höhe u. Tiefe, oder übh. unzugänglich, hat mehr Wahrscheinlichkeit für sich, als die von ἥλιος u. βαίνω, von der Sonne beschritten, beschienen, also freiliegend, oder etwa so hoch, daß nur der Sonnenstrahl hinausgelangt, himmelhoch, welche Erkl. auf die letzten Beispiele nicht paßt, vgl. Buttmann Lexil. II p. 182.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλίβᾰτος: Δωρ. ἀλίβ-, ον, ὑψηλός, ἀπόκρημνος, ἀείποτε παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀποκρήμνων βράχων (πέτρη ἢ πέτραι) Ἰλ. Ο. 273, 619, Π. 35, Ὀδ. Κ. 88, Ν. 196∙ οὕτως ἐν Ἡσ. Θ. 675, 786, Ἀσπ. 422, Θέογν. 176, Πινδ. Ο. 6. 110, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 80, Θεοκρ. 26. 10, κτλ.∙ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ. τοῦ ὄρος, ἄκρη, ἐρίπναι, πύργος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 169, κτλ.∙ ἐπὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ θρόνου τοῦ Διός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1732∙ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 268, ἂν τὸ χωρίον ἔχῃ ὀρθῶς, καὶ ἐπὶ ὑψηλῶν δένδρων∙ ἐν Ὀδ. Ι. 243, ὁ Κύκλωψ ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν, ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν τεράστιον ὄγκον τοῦ βράχου∙ ὁπόθεν μεταγ. ποιηταὶ ἤχθησαν εἰς τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως ἁπλῶς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὑπέρογκος, μέγας, μέλεα ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 66∙ σχεδίη Κόϊντ. Σμ. 11. 312. - Ἡ λέξις εἶναι ποιητ., ἀλλ’ ὅμως ἐνίοτε εὕρηται καὶ παρὰ πεζοῖς, ὑψηλός, πέτραι ἠλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4∙ τόποι Πολύβ. 4. 41, 9∙ πέτρος Στράβων 818∙ κρημνοὶ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 10∙ δένδρα Ἀγαθαρχ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 61∙ ἐνίοτε δὲ καὶ ἐνταῦθα ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπέρογκος, παμμεγέθης, κῦμα, σκιαὶ Πλούτ. 2. 163C, 935F. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. altus, βαθύς, ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ Ἡσ. Θ. 483∙ Τάρταρος ἠλ. Στησίχ. 81∙ ἠλ. ὑπὸ κευθμῶσι Εὐρ. Ἱππ. 732∙ πελάγεσσιν ἐν ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 171∙ κακόν ἠλ. Δαμόξ. Συντρ. 1. 22∙ εὐήθεια Πορφ. π. Ἀποχ. 1. 12. (Ἡ λέξις κοινῶς θεωρεῖται ὡς σύνθετος ἐκ τοῦ ἥλιος, βαίνω, μόνον, ὑπὸ τοῦ ἡλίου πατούμενος, δηλ. ἀπάτητος, ἄβατος, δυσπρόσιτος, ἀπόκρημνος∙ ἀλλὰ τότε ἡ χρῆσις αὐτῆς ὡς ἐπιθέτου τῆς λέξεως πέτρη ἐν Ὀδ. Ι. 243, καὶ τῶν λέξεων ἄντρον, Τάρταρος, κευθμὼν εἶνε βεβιασμένη καὶ ἀπίθανος. Ὁ Βουττμ., Λεξιλ. ἐν λέξ. ἀναφέρει αὐτὴν ὡς τὸ ἠλεὸς (ἀλιτεῖν), συνώνυμ. τῷ ἄβατος ἢ δύσβατος, δύσβατος, δυσπρόσιτος, εἴτε ἐπὶ βάθους (ὁπότε τὸ ἠλίβατος εἶνε συντετμημένος τύπος τοῦ ἠλιτόβατος, πρβλ. ἠλιτόμηνος, ἠλιτοεργός). - Ἡ Ἡσύχ. ὅμως ἀναφέρει τὴν λέξιν ἄλιψ =πέτρα, καὶ ἴσως ἡ πρώτη σημασία τοῦ ἠλίβατος εἶνε ἁπλῶς: βραχώδης, κρημνώδης∙ πρβλ. ἠλιβάτας).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 escarpé, très élevé;
2 p. ext. grand, gros, énorme.
Étymologie: orig. inconnue.