ἀγαπάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[welcome]] [[affectionately]], Od. 23.214; ‘be [[content]],’ Od. 21.289.
|auten=[[welcome]] [[affectionately]], Od. 23.214; ‘be [[content]],’ Od. 21.289.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰγᾰπάω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[love]], [[pass]]. καὶ [[ξένων]] εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων.) (I. 6.70)
}}
}}

Revision as of 14:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαπάω Medium diacritics: ἀγαπάω Low diacritics: αγαπάω Capitals: ΑΓΑΠΑΩ
Transliteration A: agapáō Transliteration B: agapaō Transliteration C: agapao Beta Code: a)gapa/w

English (LSJ)

The entry for "agapao" from the Oxford 1996 edition

(Dor. ἀγαπ-έω Archyt. ap. Stob.3.1.110), Ep. aor.

   A ἀγάπησα Od.23.214: pf. ἠγάπηκα Isoc.15.147, etc.    I greet with affection (cf. foreg.), once in Hom., Od.l.c.:—in Trag. only show affection for the dead, ὅτ' ἠγάπα νεκρούς E.Supp.764, cf.Hel.937:—Pass., to be regarded with affection, ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται Pi.I.5(6).70:— generally, love, ὥσπερ . . οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι Pl.R.330c, cf. Lg.928a; ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσ' Poet. ap. Phdr.241d; ἀ. τοὺς ἐπαινέτας ib.257e; ἐπιστήμην, τὰ χρήματα, etc., Id.Phlb.62d, al.; τούτους ἀγαπᾶ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει D.2.19; ὁ μέγιστον ἀγαπῶν δι' ἐλάχιστ' ὀργίζεται Men.659; esp. of children, αὐτὸν ἐτιθηνούμην ἀγαπῶσα Id.Sam.32, etc.:—Pass., Pl.Plt.301d, etc.; ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι D.61.9; ὑπὸ τοῦ φθᾶ OGI90.4 (Rosetta, ii B. C.); so in LXX of the love of God for man and of man for God, Is.41.8, De.11.1, al., cf. Ev.Jo.3.21, Ep.Rom.8.28:—as dist. fr. φιλέω (q. v.) implying regard rather than affection, but the two are interchanged, cf. X.Mem.2.7.9 and 12; φιλεῖσθαι defined as ἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι' αὑτόν Arist.Rh.1371a21:—seldom of sexual love, for ἐράω, Arist.Fr.76, Luc.JTr.2; ἀ. ἑταίραν Anaxil.22.1 (but ἀ. ἑταίρας to be fond of them, X.Mem.1.5.4; ἐρωτικὴν μέμψιν ἡ ἀγαπωμένη λύει dub. in Democr.271):—of brotherly love, Ev.Matt.5.43, al.    2 persuade, entreat, LXX 2 Ch.18.2.    3 caress, pet, Plu.Per.1.    II of things, to be fond of, prize, desire, Pl.Ly.215a, 215b, etc.; τὰ χρήματα R. 330c; μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς Ev.Jo.3.19; prefer, τὰ Φιλίππου δῶρα ἀντὶ τῶν κοινῇ τοῖς Ἕλλησι συμφερόντων D.18.109:—Pass., λιθίδια τὰ ἀγαπώμενα highly prized, precious stones, Pl.Phd.110d.    III to be well pleased, contented, once in Hom., οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος . . μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι; Od.21.289; freq. in Att., ἀγαπᾶν ὅτι . . Th.6.36; more commonly, ἀ. εἰ . . to be well content if... Lys.12.11, Pl.R.450a, al.; ἐὰν . . ib.330b, cf. Ar.V.684, Pl.Grg.483c, al.    2 c. part., ἀ. τιμώμενος Pl.R.475b, cf. Isoc.12.8, Antiph.169: c. inf., οὐκ ἀ. τῶν ἴσων τυγχάνειν τοῖς ἄλλοις Isoc.18.50, cf. D.55.19, Hdn.2.15.4, Alciphr. 3.61, Luc.DMort.12.4, etc.    3 c. dat. rei, to be contented with, ἀ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys.2.21; τοῖς πεπραγμένοις D.1.14.    4 c. acc. rei, tolerate, put up with, μηκέτι τὴν ἐλευθερίαν ἀ. Isoc. 4.140; τὰ παρόντα D.6.15; τὸ δίκαιον Pl.R.359a (Pass.), cf. Arist. Rh.1398a23.    5 rarely c. gen., ἵνα . . τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν may be content with the proper price, Alex.125.7.    6 abs., to be content, ἀγαπήσαντες Lycurg.73, cf. Luc.Nec.17.    7 c. inf., to be fond of doing, wont to do, like φιλέω, τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας τὸ τρίχωμα φορεῖν Arist.Oec.1348a29, cf. LXX Ho.12.7.

German (Pape)

[Seite 9] (vgl. αγαμαι), eigtl. achten u. lieben. Hom. nur Od. 23, 214 ᾡδ' ἀγάπησα, in der Bdtg bewillkommnen, u. 21, 282, s. unten; Pind. I 5, 76, ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται, wegen seiner Wohlthaten wird er geliebt. In Prosa 1) lieben, Plat. oft, z. B. ὥςπερ οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι Rep. I, 336 c; neben φιλέω Lys. 215 b, welches die sinnliche Liebe ausdrückt, vgl. Xen. Mem. 2, 7, 9 u. 12; doch auch ἀγαπᾶν ἑταίραν Anaxil. Ath. XIII, 558 a; ἠγάπων καὶ ἐφιλοφρονοῦντο ἀλλήλους Plat. Legg. III, 678 e; τοὺς παρασίτους Diphil. Ath. VI, 247 b; τινά τινος, Einen wegen einer Eigenschaft, τῆς εὐμενείας Plut. de cap. ut. ex host. p. 281; ἵνα τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν Alex. Ath. VI, 226 a. – 2) mit etwas zufrieden sein, es billigen, loben, τὰ ῥήματα ὥς του ἄξια Plat. Crat. 391 c; τὰ λιθίδια ἀγαπώμενα, die geschätzten, Phaed. 116 d; περὶ πλέονος ἀγαπᾶν Ep. VII, 327 b; vgl. Isocr. 4, 46. – 3) zufrieden sein, sich begnügen, Hom. Od. 21, 283 οὐκ ἀγαπᾷς, ὃ ἕκηλος μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι; VLL. ἀρκεῖσθαί τινι καὶ μηδὲν πλέον ἐπιζητεῖν; τι, z. B. τὴν ἐν τῷ παρόντι ἡσυχίαν Thuc. 6, 18; τὴν ἐν τῷ παρόντι σωτηρίαν Plat. Men. 249 c; τὰ ἀποβαίνοντα Rep. III, 399 c; Xen. Cyr. 3, 3, 18; Dem. τα παρόντα 6, 19; τινί, οὐκ ἀγαπῶν τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys. 2, 41 u. 44. Am häufigsten folgt εἰ oder ἐάν, z. B. Plat ἀγαπῶσι ἂν τὸ ἴσον ἕχωσι Gorg. 483 c; ἀγαπῶν εἴ τις ἐάσοι Rep. V, 450 a; Xen. ἀγαπᾷ ἢν καὶ οὕτω λαμβάνῃ Cyr. 8, 2, 4; ἀγαπήσω, εἰ Lys. 12, 11; ἀγαπήσει ἐὰν μετρίῳ τιμήματι περιπέσω Aesch. 1, 174. Auch mit dem partic., ἠγάπησεν ἄν τὸ ῥῆμα τοῦτο παραλαβών Antiphan. Ath. VII, 223 e; ἢ οὐκ ἀγαπήσεις τούτων τυγχάνων Plat. Rep. V, 473 b; Xen. Cyr. 4, 3, 4; οὐκ ἀγαπῶσιν ἐκ πενήτων πλούσιοι γενόμενοι Dem. 24, 124; häufig bei Luc., z. B. Tim. 12; Thuc. ἀγαπῶσι ὅτι οὐχ ἡμεῖς ἐπ' ἐκείνους ἐρχόμεθα 6, 36, wie Xen. An. 5, 5, 8, u. Hom. a. a. O. Theophr. u. Hp. auch mit dem inf; – ἀγαπώμενος, η auch von sinnlicher Liebe bei Luc. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγᾰπάω: μέλ. -ήσω, παρακ. ἠγάπηκα, Ἰσ. Ἀντιδ. § 158: Ἐπ. ἀόρ. ἀγάπησα, Ὀδ. Ψ. 214. - πρβλ. ὑπερ-ἀγαπάω. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἄδηλος). Ι. ἐπὶ προσώπων, μεταχειρίζομαι μετὰ στοργῆς, ὑποδέχομαι μετ’ ἐξωτερικῶν ἐνδείξεων ἀγάπης, ἀγαπῶ, στέργω τινά, ὅμοιον τῷ Ἐπικ. ἀγαπάζω, ἐν χρήσ. παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σπάνιον ὡσαύτως παρὰ τοῖς τραγικ., καὶ μόνον ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ δεικνύω στοργὴν πρὸς τοὺς νεκρούς: ὅτ’ ἠγάπα νεκρούς, Εὐρ. Ἱκ. 764 (οὕτω νέκυν παιδὸς ἀγαπάζων ἐμοῦ, ὁ αὐτ. Φοίν. 1327), ἀλλὰ συχνάκις παρὰ Πλάτωνι, κτλ., ἐπί τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὥσπερ ... οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι, Πλάτ. Πολ. 330C, πρβλ. Νόμ. 928Α, ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσ’, Ποιητ. Παρὰ Φαίδρ. 241D, ἀγ. τοὺς ἐπαινέτας, αὐτ. 257Ε, ἐπιστήμην, τὸ δίκαιον, τὰ χρήματα, κτλ., ὁ αὐτ. Φίληβ. 62D, Πολ. 359Α, καὶ ἀλλ., τούτους ἀγαπᾷ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει, Δημ. 23. 23: -Παθ. ἀγ. καὶ οἰκεῖν εὐδαιμόνως, Πλάτ. Πολ. 30D, ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι, Δημ. 1404. 4· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λιθίδια ταῦτα τὰ ἠγαπημένα, Πλάτ. Φαίδ. 110D. 2) ἐπιθυμῶ, Πλάτ. Λυσ. 215Α, Β. 3) ἐν τῇ Κ. Δ. Καὶ παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφ., αἰσθάνομαι ἀδελφικὴν στοργὴν πρός τινα, ἴδ. ἀγάπη: -ἡ λέξις ἔχει σχεδὸν ταύτην τὴν σημασίαν ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Μενάνδρ., ὁ μέγιστον ἀγαπῶν δι’ ἐλάχιστ’ ὀργίζεται, Ἄδηλ. 113, πρβλ. 215. 4) τὸ ἀγαπῶ διαφέρει τοῦ φιλέω, καθ’ ὅσον ὑπονοεῖ στοργὴν καὶ φροντίδα μᾶλλονπάθος ἀγάπης, πρβλ. τὰ Λατ. diligo, amo, ἀλλ’ ἐνίοτε σχεδὸν ἀδύνατος καθίσταται ἡ διάκρισις, ὅρ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 7, 9 καὶ 12, φιλεῖσθαι = ἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι’ αὑτόν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 17. 5) Καταχρηστικῶς περὶ τῆς μεταξὺ τῶν δύο φύλων ἀγάπης, τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτος, ὡς τὸ ἐράω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 2, ἐν τοῖς χωρίοις Πλάτ. Συμ. 180Β, Φαῖδρ. 253Α, δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ παραλάβωμεν τὴν τοιαύτην σημασίαν· καὶ ἐν Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 4, πόρνας ἀγαπᾶν δὲν εἶναι = ἐρᾶν, ἀλλ’ ἁπλῶς, ἥδεσθαι αὐταῖς, προσφιλῶς ἔχειν αὐταῖς, οὕτως, ἀγαπ. ἑταίραν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι.» ΙΙ. Κατ’ ἀναφορὰν πρὸς πράγματα = εὐχαριστοῦμαι εἴς τι, ἐπαναπαύομαι· ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. ἅπαξ: οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος... μεθ’ ἡμῖν δαίνυσαι, Ὀδ. Φ, 289· ἀλλ’ ἡ τοιαύτη σημασία εἶναι συχνὴ παρ’ Ἀττ., ἀγαπῶσιν ὅτι οὐχ ἡμεῖς ἐπ’ ἐκείνους ἐρχόμεθα, Θουκ. 6. 36, 4· συνηθέστερον, ἀγ. εἰ ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἂν ..., Ἀριστοφ. Σφῆκ. 684, Πλάτ. Γοργ. 483C, καὶ ἄλλ. 2) μετὰ μετοχ. ἀγ. τιμώμενος, Πλάτ. Πολ. 475Β, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· μετ’ ἀπαρ. Ἡρωδιαν. 2. 15, Ἀλκίφρ. 3. 61, Λουκ., κτλ. 3) μ. δοτ. πράγματος, εἶμαι εὐχαριστ. εἰς πρᾶγμά τι, ὡς τὸ στέργω, ἀσπάζομαι· ἀγ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς, Λυσ. 192. 26· τοῖς πεπραγμένοις, Δημ. 13. 11. 4) ὡς τὸ στέργω, μετ’ αἰτ. πράγμ., μηκέτι τὴν ἐλευθερίαν ἀγ., Ἰσοκρ. 69D, τὰ παρόντα, Δημ. 70. 20· πρβλ. Ἀριστ. Ῥητορ. 1. 2, 23. 5) σπανίως μ. γεν., ἵνα ... τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν, ἵνα ὦσιν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν προσήκουσαν ἀξίαν (τιμήν), Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3.7. 6) ἀπολ., εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀγαπήσαντες, Λυκούργ. 157. 5· πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 17. 7) μετ’ ἀπαρ., εὐχαριστοῦμαι νὰ πράττω τι, συνηθίζω νὰ πράττω τι, ὡς τὸ φιλέω, τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας τρίχωμα φέρειν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14· ὡσαύτ. Παρὰ τοῖς Ο΄.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀγαπήσω, ao. ἠγάπησα, pf. ἠγάπηκα;
Pass. pf. ἠγάπημαι;
1 accueillir avec amitié, traiter avec affection;
2 aimer, chérir;
3 avoir une préférence pour ; ἀγ. τι ἀντί τινος, πρό τινος, préférer une chose à une autre ; être satisfait de : τι, τινί de qch ; ὅτι ou ὅ OD être satisfait que, de ce que.
Étymologie: apparenté à ἄγαμαι.

English (Autenrieth)

welcome affectionately, Od. 23.214; ‘be content,’ Od. 21.289.

English (Slater)

ᾰγᾰπάω
   1 love, pass. καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων.) (I. 6.70)