εύκολος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(15)
 
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, [[χωρίς]] κόπο, ο [[ευκατόρθωτος]] («δεν [[είναι]] εύκολο [[πράμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]] (α. «ὁ δ' [[εὔκολος]] μὲν ἐνθάδ', [[εὔκολος]] δ' ἐκεῑ» — [[καλόβολος]] εδώ, [[καλόβολος]] κι [[εκεί]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — [[φιλικός]] [[προς]] τους πολίτες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῑ ταῑς ὀργαῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο [[ευνόητος]] («αυτό το [[πρόβλημα]] [[είναι]] πολύ εύκολο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την [[τροφή]] του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῡ τῆς διαίτης» — η [[αυτάρκεια]], η [[μετριότητα]] στο [[φαγητό]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>3.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[ευκίνητος]] («[[εὔκολος]], [[ὑγρομελής]]» — για πυρρίχιο στίχο, <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>5.</b> επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον<br /><b>6.</b> επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόλως</i> και <i>εύκολα</i> (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, με [[ευκολία]], με [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[επιμέλεια]], απερίσκεπτα, [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πραότητα]], με [[ησυχία]] («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία [[σύνδεση]] του β' συνθετικού της λέξεως με το [[κόλον]] «[[τροφή]]» όσο και η [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] [[είναι]] αμφίβολες (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δύσκολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκολία]], [[ευκολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευκολίνη</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευκολότητα]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ. λ.</b> <i>ευκολο</i>-)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, [[χωρίς]] κόπο, ο [[ευκατόρθωτος]] («δεν [[είναι]] εύκολο [[πράμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]] (α. «ὁ δ' [[εὔκολος]] μὲν ἐνθάδ', [[εὔκολος]] δ' ἐκεῖ» — [[καλόβολος]] εδώ, [[καλόβολος]] κι [[εκεί]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — [[φιλικός]] [[προς]] τους πολίτες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῖ ταῖς ὀργαῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο [[ευνόητος]] («αυτό το [[πρόβλημα]] [[είναι]] πολύ εύκολο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την [[τροφή]] του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η [[αυτάρκεια]], η [[μετριότητα]] στο [[φαγητό]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>3.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[ευκίνητος]] («[[εὔκολος]], [[ὑγρομελής]]» — για πυρρίχιο στίχο, <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>5.</b> επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον<br /><b>6.</b> επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόλως</i> και <i>εύκολα</i> (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, με [[ευκολία]], με [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[επιμέλεια]], απερίσκεπτα, [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πραότητα]], με [[ησυχία]] («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία [[σύνδεση]] του β' συνθετικού της λέξεως με το [[κόλον]] «[[τροφή]]» όσο και η [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] [[είναι]] αμφίβολες ([[πρβλ]]. και [[δύσκολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκολία]], [[ευκολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>[[Εὐκολίνη|ευκολίνη]]</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευκολότητα]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ. λ.</b> <i>ευκολο</i>-)].
}}
{{trml
|trtx====[[easy]]===
Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل‎; Egyptian Arabic: سهل‎; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: [[makkelijk]], [[gemakkelijk]]; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: [[facile]], [[simple]], [[fastoche]], [[aisé]]; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: [[leicht]], [[einfach]]; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: [[εύκολος]]; Ancient Greek: [[εὐμαρής]], [[εὐπετής]], [[εὔκολος]], [[εὐχερής]], [[ῥᾴδιος]], [[ῥῄδιος]]; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל‎, פָּשׁוּט‎; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: [[facile]]; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: [[facilis]]; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای‎‎; Persian: آسان‎, راحت‎; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: [[fácil]]; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: [[лёгкий]], [[простой]]; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: [[fácil]]; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان‎, سرل‎; Uyghur: ئاسان‎, ئوڭاي‎; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג‎; Zazaki: rehat
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 31 October 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκολος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ' εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ» — καλόβολος εδώ, καλόβολος κι εκεί, Αριστοφ.
β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — φιλικός προς τους πολίτες, Αριστοφ.)
3. (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα προς κάτι, ο επιρρεπής («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῖ ταῖς ὀργαῖς», Πλούτ.)
4. αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευνόητος («αυτό το πρόβλημα είναι πολύ εύκολο»)
μσν.
πρόσφορος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την τροφή του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η αυτάρκεια, η μετριότητα στο φαγητό, Πλάτ.)
2. έτοιμος, πρόθυμος
3. ασταθής, ευμετάβλητος
4. εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητοςεὔκολος, ὑγρομελής» — για πυρρίχιο στίχο, Πολυδ.)
5. επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον
6. επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
επίρρ...
ευκόλως και εύκολα (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)
1. με εύκολο τρόπο, με ευκολία, με ευχέρεια
2. χωρίς προσοχή, χωρίς επιμέλεια, απερίσκεπτα, πρόχειρα
αρχ.
με πραότητα, με ησυχία («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία σύνδεση του β' συνθετικού της λέξεως με το κόλον «τροφή» όσο και η αναγωγή του στη ρίζα kwel- που απαντά στο πέλομαι είναι αμφίβολες (πρβλ. και δύσκολος).
ΠΑΡ. ευκολία, ευκολύνω
αρχ.
ευκολίνη
νεοελλ.
ευκολότητα. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ευκολο-)].

Translations

easy

Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل‎; Egyptian Arabic: سهل‎; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: makkelijk, gemakkelijk; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: facile, simple, fastoche, aisé; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: leicht, einfach; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: εύκολος; Ancient Greek: εὐμαρής, εὐπετής, εὔκολος, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל‎, פָּשׁוּט‎; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: facile; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: facilis; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای‎‎; Persian: آسان‎, راحت‎; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: fácil; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: лёгкий, простой; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: fácil; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان‎, سرل‎; Uyghur: ئاسان‎, ئوڭاي‎; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג‎; Zazaki: rehat