κατηγόρημα: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(20)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κατηγόρημα
|Full diacritics=κᾰτηγόρημᾰ
|Medium diacritics=κατηγόρημα
|Medium diacritics=κατηγόρημα
|Low diacritics=κατηγόρημα
|Low diacritics=κατηγόρημα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katigorima
|Transliteration C=katigorima
|Beta Code=kathgo/rhma
|Beta Code=kathgo/rhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">accusation, charge</b>, <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Pal.</span>22</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>765b</span>, <span class="bibl">881e</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFrankf.</span>7</span>B<span class="bibl">3</span> (iii B.C.); τὰ τοῦ τρόπου σου κ. <span class="bibl">D.18.263</span>, cf. <span class="bibl">Din.1.1</span>, <span class="bibl">D.H.7.64</span>; <b class="b3">τοῦτο φωνῆς κ</b>. this is the <b class="b2">fault</b> of... <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>27.25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in Logic, <b class="b2">predicate</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Int.</span>20b32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1053b19</span>, etc.; οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">head of predicables</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1028a33</span>,<span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>201a1</span>, Zeno Stoic.1.25, etc.; <b class="b3">περὶ κατηγορημάτων</b> Sphaer.ib.140. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">sign, indication</b>, ὁ ἐπικεκυφὼς τράχηλος μωροῦ ἀνδρὸς κ. <span class="bibl">Polem.Phgn. 36</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[accusation]], [[charge]], Gorg.''Pal.''22, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''765b, 881e, ''PFrankf.''7B3 (iii B.C.); τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263, cf. Din.1.1, D.H.7.64; <b class="b3">τοῦτο φωνῆς κατηγόρημα</b> this is the [[fault]] of... A.D.''Pron.''27.25.<br><span class="bld">II</span> in Logic, [[predicate]], Arist.''Int.''20b32, ''Metaph.''1053b19, etc.; οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.''Fr.''18.<br><span class="bld">2</span> [[head of predicables]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1028a33,''Ph.''201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; <b class="b3">περὶ κατηγορημάτων</b> Sphaer.ib.140.<br><span class="bld">III</span> [[sign]], [[indication]], ὁ ἐπικεκυφὼς [[τράχηλος]] μωροῦ ἀνδρὸς κατηγόρημα Polem.Phgn. 36.
}}
}}
{{pape
{{pape|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[accusation]], [[reproche]], [[blâme]].<br />'''Étymologie:''' [[κατηγορέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατηγόρημα -τος, τό [κατηγορέω] [[aanklacht]], [[beschuldiging]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατηγόρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[порицание]] (τοῦ τρόπου [[σου]] Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[обвинение]]: τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων εἶναι Plat. быть одним из главных пунктов обвинения;<br /><b class="num">3</b> филос. [[высказывание]], [[предикат]] Arst.;<br /><b class="num">4</b> = [[κατηγορία]] 2.
}}
{{grml
|mltxt=και κατηγόρεμα, το (AM [[κατηγόρημα]], Μ και κατηγόρημαν) [[κατηγορῶ]]<br /><b>(λογ.)</b> αυτό που λέγεται για το [[υποκείμενο]], η [[ιδιότητα]], η [[ενέργεια]], το [[πάθος]] και γενικά [[καθετί]] που αποδίδεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]], δηλ. στο [[υποκείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] ή η [[ιδιότητα]] για την οποία κατηγορείται [[κάποιος]], το [[αντικείμενο]] της κατηγορίας<br /><b>2.</b> [[κύριος]] όρος της προτάσεως, ο [[οποίος]] αποδίδεται στο [[υποκείμενο]] της και εκφέρεται [[είτε]] [[μονολεκτικός]], [[οπότε]] [[είναι]] [[ρήμα]], [[είτε]] περιφραστικώς, [[οπότε]] αποτελείται από ένα συνδετικό [[ρήμα]] και από το [[κατηγορούμενο]], π.χ. «ο [[ήλιος]] <i>λάμπει</i>», «<i>ἁπλοῦς</i> ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας <i>ἔφυ</i>»<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πίπτω]] εἰς [[κατηγόρημα]]» — εκτίθεμαι σε [[κατηγορία]], κατηγορούμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατηγορία]], [[μομφή]] («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ [[κατηγόρημα]] ἕν ἔστω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεγονός]] ή [[ενέργεια]] η οποία φανερώνει [[κάτι]], [[ένδειξη]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]], [[σημείωση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατηγόρημα:''' -ατος, τό, [[κατηγορία]], [[καταγγελία]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηγόρημα''': τό, τὸ κακούργημα ἢ [[ἔγκλημα]], δι’ ὃ γίνεται ἡ [[κατηγορία]], Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = [[κατηγορία]] ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― [[σημεῖον]], [[σημείωσις]], Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15.
|lstext='''κατηγόρημα''': τό, τὸ κακούργημα ἢ [[ἔγκλημα]], δι’ ὃ γίνεται ἡ [[κατηγορία]], Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = [[κατηγορία]] ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― [[σημεῖον]], [[σημείωσις]], Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ατος (τό) :<br />accusation, reproche, blâme.<br />'''Étymologie:''' [[κατηγορέω]].
|mdlsjtxt=[[κατηγόρημα]], ατος, τό,<br />an [[accusation]], [[charge]], Plat., Dem.
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=και κατηγόρεμα, το (AM [[κατηγόρημα]], Μ και κατηγόρημαν) [[κατηγορῶ]]<br /><b>(λογ.)</b> αυτό που λέγεται για το [[υποκείμενο]], η [[ιδιότητα]], η [[ενέργεια]], το [[πάθος]] και γενικά [[καθετί]] που αποδίδεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]], δηλ. στο [[υποκείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] ή η [[ιδιότητα]] για την οποία κατηγορείται [[κάποιος]], το [[αντικείμενο]] της κατηγορίας<br /><b>2.</b> [[κύριος]] όρος της προτάσεως, ο [[οποίος]] αποδίδεται στο [[υποκείμενο]] της και εκφέρεται [[είτε]] [[μονολεκτικός]], [[οπότε]] [[είναι]] [[ρήμα]], [[είτε]] περιφραστικώς, [[οπότε]] αποτελείται από ένα συνδετικό [[ρήμα]] και από το [[κατηγορούμενο]], π.χ. «ο [[ήλιος]] <i>λάμπει</i>», «<i>ἁπλοῡς</i> ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας <i>ἔφυ</i>»<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πίπτω]] εἰς [[κατηγόρημα]]» — εκτίθεμαι σε [[κατηγορία]], κατηγορούμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατηγορία]], [[μομφή]] («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ [[κατηγόρημα]] ἕν ἔστω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεγονός]] ή [[ενέργεια]] η οποία φανερώνει [[κάτι]], [[ένδειξη]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]], [[σημείωση]].
|trtx====[[accusation]]===
Arabic: اِتِّهَام‎; Armenian: մեղադրանք; Azerbaijani: ittiham; Belarusian: абвінавачванне, абвінавачанне; Bulgarian: обвинение; Catalan: acusació; Chinese Mandarin: 控告, 指控; Czech: obvinění; Danish: anklage, beskyldning; Dutch: [[beschuldiging]]; Esperanto: akuzo; Finnish: syyttäminen; French: [[accusation]]; Galician: acusación; German: [[Anklage]], [[Beschuldigung]]; Gothic: 𐌿𐍃𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: [[κατηγορία]]; Ancient Greek: [[κατηγορία]], [[κατηγόρημα]], [[ἔγκλημα]]; Hebrew: אישום‎, האשמה‎; Hungarian: vád, vádemelés, megvádolás; Italian: [[accusa]]; Japanese: 告発; Korean: 고발; Latin: [[accusatio]]; Macedonian: обвинување, оптужба; Mongolian: яллалт; Norwegian Bokmål: anklage, beskyldning; Nynorsk: skulding; Occitan: acusacion; Persian: اتهام‎; Plautdietsch: Kloag, Aunkloag; Polish: oskarżenie; Portuguese: [[acusação]]; Romanian: acuzație, învinovățire; Russian: [[обвинение]]; Serbo-Croatian Cyrillic: оптужба; Roman: optužba; Slovak: obvinenie; Slovene: obtožba; Spanish: [[acusación]]; Swahili: madai; Swedish: anklagelse, anklagan, beskyllning; Tagalog: bintang, akusasyon; Turkish: suçlama; Ukrainian: звинувачення; Vietnamese: sự buộc tội; Welsh: cyhuddo, cyhuddiad
===[[charge]]===
Arabic: تُهْمَة‎; Azerbaijani: ittiham; Belarusian: абвінавачванне, абвінавачанне; Bulgarian: обвинение; Chinese Mandarin: 指控; Czech: obvinění; Danish: beskyldning, søgsmål; Esperanto: akuzo, kulpigo; Finnish: syytös, syyte; French: [[chef d'accusation]], [[chef d'inculpation]]; Greek: [[κατηγορία]]; Ancient Greek: [[ἔγκλημα]], [[κατηγορία]]; Hungarian: vád, vádpont, vádirat, vádemelés, eljárás; Italian: [[accusa]], [[imputazione]]; Japanese: 非難; Korean: 비난(非難); Macedonian: обвинение; Maori: heitara, whakapae, whakapā hē, hāmene; Norwegian: beskyldning, søksmål; Polish: oskarżenie; Portuguese: [[acusação]], [[denúncia]]; Romanian: acuzare, inculpare; Russian: [[обвинение]]; Slovak: obvinenie; Spanish: [[cargo]], [[acusación]]; Swahili: shtaka; Swedish: anklagelse, beskyllning; Ukrainian: звинувачення; Welsh: cyhuddiad, achwyniad
===[[predicate]]===
Bulgarian: твърдение, предикат; Czech: predikát; Dutch: [[predicaat]]; Esperanto: predikato; Finnish: predikaatti; French: [[prédicat]]; German: [[Prädikat]]; Greek: [[κατηγόρημα]]; Hebrew: פרדיקט‎, פדיקט‎; Hungarian: predikátum, állítás; Icelandic: umsagnarökfræði; Japanese: 述語; Persian: محمول‎; Polish: predykat, funkcja zdaniowa; Portuguese: [[predicado]]; Romanian: predicat; Russian: [[предикат]]; Serbo-Croatian: predikat; Slovak: predikát; Spanish: [[predicado]]; Swedish: ett predikat
===[[indication]]===
Armenian: հայտանիշ; Bulgarian: указание, показание; Chinese Mandarin: 指示; Finnish: merkki, viite, todiste, osoitus; French: [[indication]]; Gothic: 𐍄𐌰𐌹𐌺𐌽𐍃, 𐌱𐌰𐌽𐌳𐍅𐌰; Ancient Greek: [[σημεῖον]], [[τεκμήριον]]; Hebrew: סימן‎, עות‎; Latin: [[index]], [[specimen]]; Maori: tūtohi, tūtohu; Norwegian Bokmål: indikasjon, mål; Nynorsk: indikasjon; Plautdietsch: Aundiedunk; Romanian: indiciu; Russian: [[указание]]; Scottish Gaelic: fios; Spanish: [[indicación]]; Tocharian B: ṣotri
===[[censure]]===
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: [[Tadel]], [[Zurechtweisung]], [[Kritik]], [[Ermahnung]], [[Tadeln]], [[Zurechtweisen]], [[Kritisieren]], [[Ermahnen]]; Greek: [[κριτική]], [[επίκριση]], [[μομφή]]; Ancient Greek: [[ἐγκλησία]], [[ἐπηγορία]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπιτίμημα]], [[κάκισις]], [[κακισμός]], [[κατάγνωσις]], [[κατηγόρημα]], [[μέμψις]], [[μομφή]], [[μῦμαρ]], [[μῶμαρ]], [[μώμημα]], [[μώμησις]], [[μῶμος]], [[ὀνείδισμα]], [[ὄνειδος]], [[ὄνοσις]], [[ψέξις]], [[ψόγος]]; Middle English: blame; Russian: [[порицание]], [[нарекание]]; Sanskrit: निन्दा; Spanish: [[censura]]; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰτηγόρημᾰ Medium diacritics: κατηγόρημα Low diacritics: κατηγόρημα Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑ
Transliteration A: katēgórēma Transliteration B: katēgorēma Transliteration C: katigorima Beta Code: kathgo/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A accusation, charge, Gorg.Pal.22, Pl.Lg.765b, 881e, PFrankf.7B3 (iii B.C.); τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263, cf. Din.1.1, D.H.7.64; τοῦτο φωνῆς κατηγόρημα this is the fault of... A.D.Pron.27.25.
II in Logic, predicate, Arist.Int.20b32, Metaph.1053b19, etc.; οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.Fr.18.
2 head of predicables, Arist.Metaph.1028a33,Ph.201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; περὶ κατηγορημάτων Sphaer.ib.140.
III sign, indication, ὁ ἐπικεκυφὼς τράχηλος μωροῦ ἀνδρὸς κατηγόρημα Polem.Phgn. 36.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
accusation, reproche, blâme.
Étymologie: κατηγορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηγόρημα -τος, τό [κατηγορέω] aanklacht, beschuldiging.

Russian (Dvoretsky)

κατηγόρημα: ατος τό
1 порицание (τοῦ τρόπου σου Dem.);
2 обвинение: τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων εἶναι Plat. быть одним из главных пунктов обвинения;
3 филос. высказывание, предикат Arst.;
4 = κατηγορία 2.

Greek Monolingual

και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) κατηγορῶ
(λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενο
νεοελλ.
1. η πράξη ή η ιδιότητα για την οποία κατηγορείται κάποιος, το αντικείμενο της κατηγορίας
2. κύριος όρος της προτάσεως, ο οποίος αποδίδεται στο υποκείμενο της και εκφέρεται είτε μονολεκτικός, οπότε είναι ρήμα, είτε περιφραστικώς, οπότε αποτελείται από ένα συνδετικό ρήμα και από το κατηγορούμενο, π.χ. «ο ήλιος λάμπει», «ἁπλοῦς ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας ἔφυ»
μσν.
φρ. «πίπτω εἰς κατηγόρημα» — εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι
μσν.-αρχ.
κατηγορία, μομφή («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ κατηγόρημα ἕν ἔστω», Πλάτ.)
αρχ.
1. γεγονός ή ενέργεια η οποία φανερώνει κάτι, ένδειξη
2. σημείο, σημείωση.

Greek Monotonic

κατηγόρημα: -ατος, τό, κατηγορία, καταγγελία, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγόρημα: τό, τὸ κακούργημα ἢ ἔγκλημα, δι’ ὃ γίνεται ἡ κατηγορία, Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = κατηγορία ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― σημεῖον, σημείωσις, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15.

Middle Liddell

κατηγόρημα, ατος, τό,
an accusation, charge, Plat., Dem.

Translations

accusation

Arabic: اِتِّهَام‎; Armenian: մեղադրանք; Azerbaijani: ittiham; Belarusian: абвінавачванне, абвінавачанне; Bulgarian: обвинение; Catalan: acusació; Chinese Mandarin: 控告, 指控; Czech: obvinění; Danish: anklage, beskyldning; Dutch: beschuldiging; Esperanto: akuzo; Finnish: syyttäminen; French: accusation; Galician: acusación; German: Anklage, Beschuldigung; Gothic: 𐌿𐍃𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: κατηγορία; Ancient Greek: κατηγορία, κατηγόρημα, ἔγκλημα; Hebrew: אישום‎, האשמה‎; Hungarian: vád, vádemelés, megvádolás; Italian: accusa; Japanese: 告発; Korean: 고발; Latin: accusatio; Macedonian: обвинување, оптужба; Mongolian: яллалт; Norwegian Bokmål: anklage, beskyldning; Nynorsk: skulding; Occitan: acusacion; Persian: اتهام‎; Plautdietsch: Kloag, Aunkloag; Polish: oskarżenie; Portuguese: acusação; Romanian: acuzație, învinovățire; Russian: обвинение; Serbo-Croatian Cyrillic: оптужба; Roman: optužba; Slovak: obvinenie; Slovene: obtožba; Spanish: acusación; Swahili: madai; Swedish: anklagelse, anklagan, beskyllning; Tagalog: bintang, akusasyon; Turkish: suçlama; Ukrainian: звинувачення; Vietnamese: sự buộc tội; Welsh: cyhuddo, cyhuddiad

charge

Arabic: تُهْمَة‎; Azerbaijani: ittiham; Belarusian: абвінавачванне, абвінавачанне; Bulgarian: обвинение; Chinese Mandarin: 指控; Czech: obvinění; Danish: beskyldning, søgsmål; Esperanto: akuzo, kulpigo; Finnish: syytös, syyte; French: chef d'accusation, chef d'inculpation; Greek: κατηγορία; Ancient Greek: ἔγκλημα, κατηγορία; Hungarian: vád, vádpont, vádirat, vádemelés, eljárás; Italian: accusa, imputazione; Japanese: 非難; Korean: 비난(非難); Macedonian: обвинение; Maori: heitara, whakapae, whakapā hē, hāmene; Norwegian: beskyldning, søksmål; Polish: oskarżenie; Portuguese: acusação, denúncia; Romanian: acuzare, inculpare; Russian: обвинение; Slovak: obvinenie; Spanish: cargo, acusación; Swahili: shtaka; Swedish: anklagelse, beskyllning; Ukrainian: звинувачення; Welsh: cyhuddiad, achwyniad

predicate

Bulgarian: твърдение, предикат; Czech: predikát; Dutch: predicaat; Esperanto: predikato; Finnish: predikaatti; French: prédicat; German: Prädikat; Greek: κατηγόρημα; Hebrew: פרדיקט‎, פדיקט‎; Hungarian: predikátum, állítás; Icelandic: umsagnarökfræði; Japanese: 述語; Persian: محمول‎; Polish: predykat, funkcja zdaniowa; Portuguese: predicado; Romanian: predicat; Russian: предикат; Serbo-Croatian: predikat; Slovak: predikát; Spanish: predicado; Swedish: ett predikat

indication

Armenian: հայտանիշ; Bulgarian: указание, показание; Chinese Mandarin: 指示; Finnish: merkki, viite, todiste, osoitus; French: indication; Gothic: 𐍄𐌰𐌹𐌺𐌽𐍃, 𐌱𐌰𐌽𐌳𐍅𐌰; Ancient Greek: σημεῖον, τεκμήριον; Hebrew: סימן‎, עות‎; Latin: index, specimen; Maori: tūtohi, tūtohu; Norwegian Bokmål: indikasjon, mål; Nynorsk: indikasjon; Plautdietsch: Aundiedunk; Romanian: indiciu; Russian: указание; Scottish Gaelic: fios; Spanish: indicación; Tocharian B: ṣotri

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur