νῶτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(27)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{StrongGR
|strgr=the [[back]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] ὁ, u. [[νῶτον]], τό, 19 der <b class="b2">Rücken</b>, sowohl von Menschen als von Thieren; Hom; Hes.; oft im sing. masc., im plur. νῶτα, der auch von einzelnen Thieren, also für den sing. gesetzt wird, [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα [[δαφοινός]], Il. 2, 308; 8, 94; Od. 14, 437, νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, mit dem Rückenstücke des Schweines; ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ, vom Adler, Pind. P. 1, 9; πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας, 4, 183, öfter; οὐράνιόν τε πόλον νώτοις ὑποστενάζει, Aesch. Prom. 428; ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί, Soph. El. 708; ὦ πολλὰ δὴ καὶ χειρὶ καὶ νώτοισι μοχθήσας ἐγώ, Tr. 1036; ἀμφὶ νῶτα, im Rücken, Ant. 124; oft bei Eur. u. in Prosa; Attisch herrscht auch im sing. das neutr. vor, die Unterscheidung einiger alter Grammatiker aber, daß ὁ [[νῶτος]] der Rücken der Thiere. τὸ [[νῶτον]] der Menschen sei, findet sich nicht bestätigt, vgl. Piers. zu Moeris p. 435 u. Lob. zu Phryn. 290; τὰ νῶτα δεῖξαι, den Rücken zeigen, fliehen, ἐντρέπειν τὰ νῶτα, Her. 7, 211; [[νῶτον]] ἐπιστρέψας, 7, 141; κατὰ νώτου, im Rücken, von hinten, 1, 10. 75; ἐπιγινόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου, Thuc. 3, 108; Folgende, wie Pol. 1, 28, gu. öfter; κατὰ νώτου ἐπιφαίνεσθαι τοῖς πολεμίοις, 31, 26, 10; [[νῶτον]] καὶ πλεύρας κύκλῳ ἔχον, Plat. Conv. 189 e, öfter; vom Pferde sagt Xen. Hipp. 3, 3 πῶς ἐπὶ τὸν [[νῶτον]] δέχεται τὸν ἀναβάτην. – 2) übertr. jede <b class="b2">breite Fläche</b>, bes. der rücken, die Fläche des Meeres, εὐρέα νῶτα θαλάσσης, Hom. oft u. Hes.; σχίζε [[νῶτον]] γᾶς, Pind. P. 4, 228; νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων, 4, 26; νώτοισιν Ἀταβυρίου [[μεδέων]], O. 7, 57; πόντου νῶτα, Eur. I. T. 1445; ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός, Hel. 128; τὰ ἕσπερα νῶτα, El. 731; Ar αἰθέρος ἀστεροειδέα νῶτα, Th. 1067, aus Eur.; so Plat. ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ, auf dem Himmel, der gekrümmten Oberfläche des Himmels, Phaedr. 247 c, vgl. Rep. X, 616 e; so noch bei sp. D., Anth.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] ὁ, u. [[νῶτον]], τό, 19 der [[Rücken]], sowohl von Menschen als von Tieren; Hom; Hes.; oft im sing. masc., im plur. νῶτα, der auch von einzelnen Tieren, also für den sing. gesetzt wird, [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα [[δαφοινός]], Il. 2, 308; 8, 94; Od. 14, 437, νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, mit dem Rückenstücke des Schweines; ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ, vom Adler, Pind. P. 1, 9; πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας, 4, 183, öfter; οὐράνιόν τε πόλον νώτοις ὑποστενάζει, Aesch. Prom. 428; ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί, Soph. El. 708; ὦ πολλὰ δὴ καὶ χειρὶ καὶ νώτοισι μοχθήσας ἐγώ, Tr. 1036; ἀμφὶ νῶτα, im Rücken, Ant. 124; oft bei Eur. u. in Prosa; Attisch herrscht auch im sing. das neutr. vor, die Unterscheidung einiger alter Grammatiker aber, daß ὁ [[νῶτος]] der Rücken der Tiere. τὸ [[νῶτον]] der Menschen sei, findet sich nicht bestätigt, vgl. Piers. zu Moeris p. 435 u. Lob. zu Phryn. 290; τὰ νῶτα δεῖξαι, den Rücken zeigen, fliehen, ἐντρέπειν τὰ νῶτα, Her. 7, 211; [[νῶτον]] ἐπιστρέψας, 7, 141; κατὰ νώτου, im Rücken, von hinten, 1, 10. 75; ἐπιγινόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου, Thuc. 3, 108; Folgende, wie Pol. 1, 28, gu. öfter; κατὰ νώτου ἐπιφαίνεσθαι τοῖς πολεμίοις, 31, 26, 10; [[νῶτον]] καὶ πλεύρας κύκλῳ ἔχον, Plat. Conv. 189 e, öfter; vom Pferde sagt Xen. Hipp. 3, 3 πῶς ἐπὶ τὸν [[νῶτον]] δέχεται τὸν ἀναβάτην. – 2) übertr. jede <b class="b2">breite Fläche</b>, bes. der rücken, die Fläche des Meeres, εὐρέα νῶτα θαλάσσης, Hom. oft u. Hes.; σχίζε [[νῶτον]] γᾶς, Pind. P. 4, 228; νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων, 4, 26; νώτοισιν Ἀταβυρίου [[μεδέων]], O. 7, 57; πόντου νῶτα, Eur. I. T. 1445; ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός, Hel. 128; τὰ ἕσπερα νῶτα, El. 731; Ar αἰθέρος ἀστεροειδέα νῶτα, Th. 1067, aus Eur.; so Plat. ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ, auf dem Himmel, der gekrümmten Oberfläche des Himmels, Phaedr. 247 c, vgl. Rep. X, 616 e; so noch bei sp. D., Anth.
}}
{{ls
|lstext='''νῶτος''': ἴδε [[νῶτον]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> dos : τὰ νῶτα <i>ou</i> τὸ [[νῶτον]] ἐπιστρέφειν HDT, ἐντρέπειν HDT, [[δεῖξαι]] PLUT tourner le dos, montrer le dos, s’enfuir ; κατὰ νώτου τινὶ ἐπιγίγνεσθαι THC prendre qqn à dos, par derrière;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> surface convexe, arrondie (surface de la mer, de la terre, voûte du ciel, sommet d’une montagne).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> nates.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[dos]] : τὰ νῶτα <i>ou</i> τὸ [[νῶτον]] ἐπιστρέφειν HDT, ἐντρέπειν HDT, [[δεῖξαι]] PLUT tourner le dos, montrer le dos, s'enfuir ; κατὰ νώτου τινὶ ἐπιγίγνεσθαι THC prendre qqn à dos, par derrière;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> surface convexe, arrondie (surface de la mer, de la terre, voûte du ciel, sommet d'une montagne).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> [[nates]].
}}
}}
{{StrongGR
{{elru
|strgr=of [[uncertain]] [[affinity]]; the [[back]]: [[back]].
|elrutext='''νῶτος:''' ὁ и [[νῶτον]] τό тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[спина]]: κατὰ νῶτα и κατὰ νώτου Thuc. сзади, с тылу; πίπτειν ἐπὶ νώτῳ Aesch. падать на спину, т. е. терпеть крушение; τὰ νῶτα ἐντρέπειν и ἐπιστρέψαι Her., [[δοῦναι]] и δεῖξκι Plut. обращать тыл, обратиться в бегство;<br /><b class="num">2</b> [[спина]], [[хребет]] (αἰγός, δράκοντος Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[поверхность]] (θαλάσσης Hom.; πόντου Eur.; γαίας Pind.): τὰ [[ἕσπερα]] νῶτα Eur. западные края; ὁ τοῦ οὐρανοῦ ν. Plat. небесный свод; ἀπήνης νώτοισι Eur. на колеснице; τύμβου ἐπὶ νώτῳ Eur. на могиле.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νῶτος]], (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νώτο]].
|mltxt=το (ΑΜ [[νῶτον]], το, Α και [[νῶτος]], ό)<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) τα [[νώτα]] και, αρχ., <i>oἱ νῶτοι</i><br />η ραχιαία [[επιφάνεια]] του κορμού του ανθρώπου και τών ζώων, η [[ράχη]], η [[πλάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>στρατ.</b> τα [[πίσω]] τμήματα της γραμμής του μετώπου, τα [[μετόπισθεν]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρέφω]] τα [[νώτα]]» — [[εγκαταλείπω]] τον αγώνα, τρέπομαι σε [[φυγή]]<br />β) «επιτίθεμαι από τα [[νώτα]]» — επιτίθεμαι ύπουλα από [[πίσω]]<br />γ) «[[καλύπτω]] τα [[νώτα]] μου»<br /><b>μτφ.</b> [[παίρνω]] [[μέτρα]] για την [[αντιμετώπιση]] [[κάθε]] ενδεχομένου, [[κάθε]] απρόβλεπτης ενέργειας [[εναντίον]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ευρεία [[επιφάνεια]], όπως η [[επιφάνεια]] της θάλασσας, της γης, ποταμού ή η κυρτή [[επιφάνεια]] του στερεώματος<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] περιοχής ή αντικειμένου, όπως, λ.χ. βράχου, όρους, τύμβου, πριονιού κ.λπ.<br /><b>3.</b> το κεντρικό [[μέρος]] του τροχού («αἱ χεῖρες αὐτῶν [τῶν τροχῶν] καὶ οἱ νῶτοι αὐτῶν... [[πάντα]] χωνευτά», ΠΔ)<br /><b>4.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] σελίδας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕσπερα νῶτα» — το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br />β) «νῶτα [[εντρέπω]]» και «[[νῶτον]] [[ἐπιστρέφω]]» και «δίδωμί τινι νῶτα» και «[[δείκνυμι]] (ή [[δεικνύω]]) τὰ νῶτα» — τρέπομαι σε [[φυγή]]<br />γ) «[[πίπτω]] ἐπὶ νώτῳ» — [[πέφτω]] από [[πίσω]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]]<br />δ) «[[κατά]] νώτου» — από [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[νῶτον]] / <i>νῶτοι δ</i>εν μαρτυρείται με αυτήν τη [[μορφή]] σε [[καμιά]] [[άλλη]] ινδοευρωπαϊκή [[γλώσσα]], (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>[[tergum]]</i> και <i>[[dorsum]]</i>, αρχ. ινδ. <i>sanu</i>-). Η [[σύνδεση]] του τ. με τα λατ. <i>natis</i>, θεματικό ουδ. σε -<i>i</i> και στον πληθ. <i>nates</i>, -<i>ium</i> «γλουτοί», θηλυκό σε -<i>i</i>, ενώ σημασιολογικά πλησιάζει τον ελλ. τ., μορφολογικά δεν ικανοποιεί, [[αφού]] προϋποθέτει μια [[εναλλαγή]] θεμάτων <i>n</i><i>ә</i>-<i>ti</i> / <i>n</i><i>ō</i>-<i>to</i> δυσερμήνευτη. Ακόμη πιο τολμηρή θεωρείται η [[υπόθεση]] ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>honu</i>, <i>nowos</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sanu</i>, γεν. <i>sn</i><i>ō</i><i>h</i>), από όπου με [[παρέκταση]] ο τ. <i>nowatos</i> και πληθ. <i>nowata</i> (<b>πρβλ.</b> [[γόνυ]] - [[γόνατο]]), από όπου τελικά νῶτα].
}}
{{ls
|lstext='''νῶτος''': ἴδε [[νῶτον]].
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':nîtoj 挪拖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':背脊<br />'''字義溯源''':背脊^,背部,腰<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 腰(1) 羅11:10
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 15 April 2024

English (Strong)

the back.

German (Pape)

[Seite 273] ὁ, u. νῶτον, τό, 19 der Rücken, sowohl von Menschen als von Tieren; Hom; Hes.; oft im sing. masc., im plur. νῶτα, der auch von einzelnen Tieren, also für den sing. gesetzt wird, δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, Il. 2, 308; 8, 94; Od. 14, 437, νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, mit dem Rückenstücke des Schweines; ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, vom Adler, Pind. P. 1, 9; πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας, 4, 183, öfter; οὐράνιόν τε πόλον νώτοις ὑποστενάζει, Aesch. Prom. 428; ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί, Soph. El. 708; ὦ πολλὰ δὴ καὶ χειρὶ καὶ νώτοισι μοχθήσας ἐγώ, Tr. 1036; ἀμφὶ νῶτα, im Rücken, Ant. 124; oft bei Eur. u. in Prosa; Attisch herrscht auch im sing. das neutr. vor, die Unterscheidung einiger alter Grammatiker aber, daß ὁ νῶτος der Rücken der Tiere. τὸ νῶτον der Menschen sei, findet sich nicht bestätigt, vgl. Piers. zu Moeris p. 435 u. Lob. zu Phryn. 290; τὰ νῶτα δεῖξαι, den Rücken zeigen, fliehen, ἐντρέπειν τὰ νῶτα, Her. 7, 211; νῶτον ἐπιστρέψας, 7, 141; κατὰ νώτου, im Rücken, von hinten, 1, 10. 75; ἐπιγινόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου, Thuc. 3, 108; Folgende, wie Pol. 1, 28, gu. öfter; κατὰ νώτου ἐπιφαίνεσθαι τοῖς πολεμίοις, 31, 26, 10; νῶτον καὶ πλεύρας κύκλῳ ἔχον, Plat. Conv. 189 e, öfter; vom Pferde sagt Xen. Hipp. 3, 3 πῶς ἐπὶ τὸν νῶτον δέχεται τὸν ἀναβάτην. – 2) übertr. jede breite Fläche, bes. der rücken, die Fläche des Meeres, εὐρέα νῶτα θαλάσσης, Hom. oft u. Hes.; σχίζε νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων, 4, 26; νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, O. 7, 57; πόντου νῶτα, Eur. I. T. 1445; ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός, Hel. 128; τὰ ἕσπερα νῶτα, El. 731; Ar αἰθέρος ἀστεροειδέα νῶτα, Th. 1067, aus Eur.; so Plat. ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ, auf dem Himmel, der gekrümmten Oberfläche des Himmels, Phaedr. 247 c, vgl. Rep. X, 616 e; so noch bei sp. D., Anth.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 dos : τὰ νῶτα ou τὸ νῶτον ἐπιστρέφειν HDT, ἐντρέπειν HDT, δεῖξαι PLUT tourner le dos, montrer le dos, s'enfuir ; κατὰ νώτου τινὶ ἐπιγίγνεσθαι THC prendre qqn à dos, par derrière;
2 fig. surface convexe, arrondie (surface de la mer, de la terre, voûte du ciel, sommet d'une montagne).
Étymologie: cf. lat. nates.

Russian (Dvoretsky)

νῶτος: ὁ и νῶτον τό тж. pl.
1 спина: κατὰ νῶτα и κατὰ νώτου Thuc. сзади, с тылу; πίπτειν ἐπὶ νώτῳ Aesch. падать на спину, т. е. терпеть крушение; τὰ νῶτα ἐντρέπειν и ἐπιστρέψαι Her., δοῦναι и δεῖξκι Plut. обращать тыл, обратиться в бегство;
2 спина, хребет (αἰγός, δράκοντος Hom.);
3 поверхность (θαλάσσης Hom.; πόντου Eur.; γαίας Pind.): τὰ ἕσπερα νῶτα Eur. западные края; ὁ τοῦ οὐρανοῦ ν. Plat. небесный свод; ἀπήνης νώτοισι Eur. на колеснице; τύμβου ἐπὶ νώτῳ Eur. на могиле.

English (Thayer)

νώτου, ὁ (from root 'to bend,' 'curve,' akin to Latin natis; Fick i. 128; Vanicek, p. 420), the back: Romans 11:10 from Psalm 68:24 (Psalm 69:24>). (In Homerνῶτος ( the gender of the singular is undetermined in Homer and Hesiod (Liddell and Scott)), plural τά νῶτα; in Attic generally τό νῶτον, very rarelyνῶτος; plural always τά νῶτα; the Sept. ὁ νῶτος, plural οἱ νῶτοι; cf. Lob. ad Phryn., p. 290; (Rutherford, New Phryn., p. 351); Passow (Liddell and Scott), under the word.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ νῶτον, το, Α και νῶτος, ό)
(κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι
η ραχιαία επιφάνεια του κορμού του ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη
νεοελλ.
1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα της γραμμής του μετώπου, τα μετόπισθεν
2. φρ. α) «στρέφω τα νώτα» — εγκαταλείπω τον αγώνα, τρέπομαι σε φυγή
β) «επιτίθεμαι από τα νώτα» — επιτίθεμαι ύπουλα από πίσω
γ) «καλύπτω τα νώτα μου»
μτφ. παίρνω μέτρα για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου, κάθε απρόβλεπτης ενέργειας εναντίον μου
αρχ.
1. κάθε ευρεία επιφάνεια, όπως η επιφάνεια της θάλασσας, της γης, ποταμού ή η κυρτή επιφάνεια του στερεώματος
2. το άνω μέρος περιοχής ή αντικειμένου, όπως, λ.χ. βράχου, όρους, τύμβου, πριονιού κ.λπ.
3. το κεντρικό μέρος του τροχού («αἱ χεῖρες αὐτῶν [τῶν τροχῶν] καὶ οἱ νῶτοι αὐτῶν... πάντα χωνευτά», ΠΔ)
4. το πίσω μέρος σελίδας
5. φρ. α) «ἕσπερα νῶτα» — το δυτικό μέρος του ορίζοντα, η δύση
β) «νῶτα εντρέπω» και «νῶτον ἐπιστρέφω» και «δίδωμί τινι νῶτα» και «δείκνυμιδεικνύω) τὰ νῶτα» — τρέπομαι σε φυγή
γ) «πίπτω ἐπὶ νώτῳ» — πέφτω από πίσω χωρίς να γίνω αντιληπτός
δ) «κατά νώτου» — από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. νῶτον / νῶτοι δεν μαρτυρείται με αυτήν τη μορφή σε καμιά άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, (πρβλ. λατ. tergum και dorsum, αρχ. ινδ. sanu-). Η σύνδεση του τ. με τα λατ. natis, θεματικό ουδ. σε -i και στον πληθ. nates, -ium «γλουτοί», θηλυκό σε -i, ενώ σημασιολογικά πλησιάζει τον ελλ. τ., μορφολογικά δεν ικανοποιεί, αφού προϋποθέτει μια εναλλαγή θεμάτων nә-ti / nō-to δυσερμήνευτη. Ακόμη πιο τολμηρή θεωρείται η υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. honu, nowos (πρβλ. αρχ. ινδ. sanu, γεν. snōh), από όπου με παρέκταση ο τ. nowatos και πληθ. nowata (πρβλ. γόνυ - γόνατο), από όπου τελικά νῶτα].

Greek (Liddell-Scott)

νῶτος: ἴδε νῶτον.

Chinese

原文音譯:nîtoj 挪拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:背脊
字義溯源:背脊^,背部,腰
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 腰(1) 羅11:10