ἀπολίτευτος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(3) |
|||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apoliteftos | |Transliteration C=apoliteftos | ||
|Beta Code=a)poli/teutos | |Beta Code=a)poli/teutos | ||
|Definition=[ῑ], ον, < | |Definition=[ῑ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[without political constitution]] ([[πολιτεία]]), of nations, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1327b26.<br><span class="bld">II</span> [[not fitted for public affairs]], [[unstatesmanlike]], Plu.''Mar.''31; [[ὑπατεία]], [[λόγοι]], Id.''Crass.'' 12, 2.1034b.<br><span class="bld">2</span> [[withdrawn from public life]], [[private]], [[βίος]] ib.1098d; θάνατος Id.''Lyc.'' 29.<br><span class="bld">3</span> [[not in current use]], λέξις Id.2.7a. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[carente de constitución]] ἔθνη Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>26.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[poco apto para la política]] (Μάριος) Plu.<i>Mar</i>.31.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene relación con la política]] [[βίος]] Plu.2.1098d, θάνατος Plu.<i>Lyc</i>.29.<br /><b class="num">III</b> [[impopular]] ὑπατεία Plu.<i>Crass</i>.12, λόγοι Plu.2.1034b. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; [[βίος]], ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; [[θάνατος]], der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; [[λόγος]], [[λέξις]], dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; [[βίος]], ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; [[θάνατος]], der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; [[λόγος]], [[λέξις]], dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[étranger au gouvernement]] : [[βίος]] [[ἀπολίτευτος]] PLUT vie en dehors des affaires publiques;<br /><b>2</b> [[peu fait pour le gouvernement]], [[pour la politique]];<br /><b>3</b> inutile aux concitoyens, à l'État;<br /><b>4</b> [[impopulaire]];<br /><b>5</b> qui n'est pas d'usage courant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πολιτεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολίτευτος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[не имеющий гражданских установлений]] (ἐθνη Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[непригодный для политической деятельности]] (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[стоящий вне политической жизни]], [[аполитичный]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[политически бездеятельный]] (ὑπατεια Plut.);<br /><b class="num">5</b> [[не имеющий государственного значения]]: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;<br /><b class="num">6</b> [[неподходящий для государственных документов]] ([[λέξις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β. | |lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολίτευτος:''' -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην [[πολιτική]], που ζει ως [[ιδιώτης]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπολίτευτος:''' -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην [[πολιτική]], που ζει ως [[ιδιώτης]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολιτεύω]]<br />[[taking]] no [[part]] in [[public]] matters, [[living]] as a [[private]] [[person]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:33, 21 November 2024
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A without political constitution (πολιτεία), of nations, Arist.Pol.1327b26.
II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b.
2 withdrawn from public life, private, βίος ib.1098d; θάνατος Id.Lyc. 29.
3 not in current use, λέξις Id.2.7a.
Spanish (DGE)
-ον
I carente de constitución ἔθνη Arist.Pol.1327b26.
II 1poco apto para la política (Μάριος) Plu.Mar.31.
2 que no tiene relación con la política βίος Plu.2.1098d, θάνατος Plu.Lyc.29.
III impopular ὑπατεία Plu.Crass.12, λόγοι Plu.2.1034b.
German (Pape)
[Seite 312] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; βίος, ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; θάνατος, der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; λόγος, λέξις, dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 étranger au gouvernement : βίος ἀπολίτευτος PLUT vie en dehors des affaires publiques;
2 peu fait pour le gouvernement, pour la politique;
3 inutile aux concitoyens, à l'État;
4 impopulaire;
5 qui n'est pas d'usage courant.
Étymologie: ἀ, πολιτεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολίτευτος: (ῑ)
1 не имеющий гражданских установлений (ἐθνη Arst.);
2 непригодный для политической деятельности (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);
3 стоящий вне политической жизни, аполитичный (βίος Plut.);
4 политически бездеятельный (ὑπατεια Plut.);
5 не имеющий государственного значения: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;
6 неподходящий для государственных документов (λέξις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολίτευτος: [ῑ] -ον, ἄνευ πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνευ πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ πολιτικός, Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, ἀκατάλληλος πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, βίος, γῆρας ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. θάνατος, οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, γλῶσσα μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπολίτευτος, -ον)
αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής
2. ο απολίτιστος
αρχ.-μσν.
ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς
αρχ.
1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση
2. ακατάλληλος για την πολιτική
3. αυτός που έχει αποσυρθεί από την πολιτική
4. άχρηστος πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πολιτεύομαι. Η λ. με τη σημασία «απολίτιστος» μαρτυρείται από το 1836 στον Σ. Βαλέτα].
Greek Monotonic
ἀπολίτευτος: -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην πολιτική, που ζει ως ιδιώτης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πολιτεύω
taking no part in public matters, living as a private person, Plut.