νέρθε: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nerthe
|Transliteration C=nerthe
|Beta Code=ne/rqe
|Beta Code=ne/rqe
|Definition=νέρθεν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἔνερθε]].</span>
|Definition=[[below]], [[from the underworld]], [[from the under-world]], [[in the underworld]], [[in the under-world]]; [[νέρθεν]], v. [[ἔνερθε]].
}}
{{bailly
|btext=[[νέρθεν]] <i>ou</i> [[νέρθε]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> en-dessous, <i>particul.</i> dans les Enfers ; avec un gén. sous;<br /><b>2</b> [[des Enfers]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔνερθεν]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0246.png Seite 246]] u. vor einem Vocale od. um Position zu machen, νέρθεν, = [[ἔνερθε]], <b class="b2">unten</b>; ῥαίνοντο δὲ [[νέρθε]] κονίῃ, Il. 11, 282; αἵματι δ' [[ἄξων]] νέρθεν [[ἅπας]] πεπάλακτο, 535, öfter; auch als Präpos. c. gen., <b class="b2">unten</b>, γαίης [[νέρθε]] καθεῖσε, Il. 14, 204 Od. 11, 302; auch νέρθεν ὑπ' ἐγκεφάλοιο, Il. 16, 347; νέρθεν γᾶς, Pind. frg. 226; Aesch. vrbdt ὑπὸ γῆν νέρθεν τ' Ἀΐδου, Prom. 152; τοὺς γᾶς νέρθεν, Ch. 40; Soph. eben so nur in Beziehung auf die Unterwelt, O. C. 1705 Trach. 1192; Eur. I. A. 1251 u. öfter; auch αἳ Κιθαιρῶνος [[λέπας]] νέρθεν κατῳκήκασιν, Bacch. 751.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0246.png Seite 246]] u. vor einem Vocale od. um Position zu machen, νέρθεν, = [[ἔνερθε]], [[unten]]; ῥαίνοντο δὲ [[νέρθε]] κονίῃ, Il. 11, 282; αἵματι δ' [[ἄξων]] νέρθεν [[ἅπας]] πεπάλακτο, 535, öfter; auch als Präpos. c. gen., [[unten]], γαίης [[νέρθε]] καθεῖσε, Il. 14, 204 Od. 11, 302; auch νέρθεν ὑπ' ἐγκεφάλοιο, Il. 16, 347; νέρθεν γᾶς, Pind. frg. 226; Aesch. vrbdt ὑπὸ γῆν νέρθεν τ' Ἀΐδου, Prom. 152; τοὺς γᾶς νέρθεν, Ch. 40; Soph. eben so nur in Beziehung auf die Unterwelt, O. C. 1705 Trach. 1192; Eur. I. A. 1251 u. öfter; auch αἳ Κιθαιρῶνος [[λέπας]] νέρθεν κατῳκήκασιν, Bacch. 751.
}}
{{elru
|elrutext='''νέρθε:''' (ν) adv. (= [[ἔνερθε]]) [[внизу]], [[снизу]] Hom.: οἱ [[αὐτοῦ]] ν. κἀπὶ γῆς [[ἄνω]] Soph. те, которые там внизу, и те, которые вверху, на земле, т. е. мертвые и живые; ν. ἐς [[φάος]] Eur. из преисподней на свет.<br />(ν) в знач. praep. [[cum]] gen. под (γαίης ν. Hom.): ν. ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο Hom. у основания головного мозга.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νέρθε''': καὶ πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου [[νέρθεν]], ἴδε ἐν λέξ. [[ἔνερθε]].
|lstext='''νέρθε''': καὶ πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου [[νέρθεν]], ἴδε ἐν λέξ. [[ἔνερθε]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[νέρθεν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''νέρθε:''' και [[πριν]] από [[φωνήεν]] ή [[χάριν]] μέτρου [[νέρθεν]] = [[ἔνερθε]].
|lsmtext='''νέρθε:''' και [[πριν]] από [[φωνήεν]] ή [[χάριν]] μέτρου [[νέρθεν]] = [[ἔνερθε]].
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''νέρθε:''' (ν) adv. (= [[ἔνερθε]]) внизу, снизу Hom.: οἱ [[αὐτοῦ]] ν. κἀπὶ γῆς [[ἄνω]] Soph. те, которые там внизу, и те, которые вверху, на земле, т. е. мертвые и живые; ν. ἐς [[φάος]] Eur. из преисподней на свет.<br />(ν) в знач. praep. [[cum]] gen. под (γαίης ν. Hom.): ν. ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο Hom. у основания головного мозга.
|etymtx=Grammatical information: adv.<br />Meaning: <b class="b2">(from) below, νέρτερος `under-</b>.<br />See also: s. [[ἔνερθεν]], [[ἐνέρτερος]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''νέρθε''': {nérthe(n)}<br />'''Forms''': [[νέρτερος]] [[unterer]]<br />'''Meaning''': [[von unten]], [[unten]], [[unterhalb]],<br />'''See also''': s. [[ἔνερθεν]], [[ἐνέρτερος]].<br />'''Page''' 2,308
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔνερθε]] και [[ἔνερθεν]] και [[νέρθε]] και [[νέρθεν]] και δωρ. τ. [[ἔνερθα]] (Α)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («[[ἔνερθε]] Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάτω]] ([[χωρίς]] [[έννοια]] κινήσεως) («μαιμήωσι δ' [[ἔνερθε]] πόδες και χεῖρες ὕπερθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί [[ἔνερθε]] θεοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υποχείριος]], [[κάτω]] από την [[εξουσία]] («ἐχθρῶν ἔνερθεν [[ὄντα]]», <b>Σοφ.</b> Φιλ.)<br /><b>5.</b> (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται [[αμέσως]]) πιο [[κάτω]], πιο [[βαθιά]] (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», <b>Σοφ.</b> αποσπ.)<br /><b>6.</b> α) «[[ἔνερθε]] γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — [[μέσα]] από τη γη, από τα μύχια της γης<br />β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα [[βάθη]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το επίρρ. [[ένερθε]](<i>ν</i>) σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το αντίθετό του <i>ύπερθε</i>(<i>ν</i>), όπως εξάλλου και το συγγενές του <i>εγέρτερος</i> [[κατά]] το [[υπέρτερος]]. Συνδέθηκε με ουμβρ. <i>nertru</i> «[[αριστερός]]», οσκ. <i>nertra</i>-<i>k</i> «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο [[νέρτερος]]. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την [[περιοχή]] που ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[χαμηλά]], δύει, δηλ. την αριστερή [[μεριά]] [[αυτού]] που στρέφεται [[προς]] την Ανατολή. Στην [[ίδια]] λεξιλογική [[ομάδα]] φαίνεται ότι ανήκει και το [[ένεροι]], που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. <i>οἱ ἐν ἔρᾳ</i> «αυτοί που [[είναι]] [[μέσα]] στη γη» και [[έπειτα]] με συμφυρμό τών [[ένεροι]] και [[νέρθε]](<i>ν</i>), [[νέρτερος]] προήλθαν τα [[ένερθε]](<i>ν</i>), [[ενέρτερος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέρθε Medium diacritics: νέρθε Low diacritics: νέρθε Capitals: ΝΕΡΘΕ
Transliteration A: nérthe Transliteration B: nerthe Transliteration C: nerthe Beta Code: ne/rqe

English (LSJ)

below, from the underworld, from the under-world, in the underworld, in the under-world; νέρθεν, v. ἔνερθε.

French (Bailly abrégé)

νέρθεν ou νέρθε;
adv. et prép.
1 en-dessous, particul. dans les Enfers ; avec un gén. sous;
2 des Enfers.
Étymologie: cf. ἔνερθεν.

German (Pape)

[Seite 246] u. vor einem Vocale od. um Position zu machen, νέρθεν, = ἔνερθε, unten; ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ, Il. 11, 282; αἵματι δ' ἄξων νέρθεν ἅπας πεπάλακτο, 535, öfter; auch als Präpos. c. gen., unten, γαίης νέρθε καθεῖσε, Il. 14, 204 Od. 11, 302; auch νέρθεν ὑπ' ἐγκεφάλοιο, Il. 16, 347; νέρθεν γᾶς, Pind. frg. 226; Aesch. vrbdt ὑπὸ γῆν νέρθεν τ' Ἀΐδου, Prom. 152; τοὺς γᾶς νέρθεν, Ch. 40; Soph. eben so nur in Beziehung auf die Unterwelt, O. C. 1705 Trach. 1192; Eur. I. A. 1251 u. öfter; auch αἳ Κιθαιρῶνος λέπας νέρθεν κατῳκήκασιν, Bacch. 751.

Russian (Dvoretsky)

νέρθε: (ν) adv. (= ἔνερθε) внизу, снизу Hom.: οἱ αὐτοῦ ν. κἀπὶ γῆς ἄνω Soph. те, которые там внизу, и те, которые вверху, на земле, т. е. мертвые и живые; ν. ἐς φάος Eur. из преисподней на свет.
(ν) в знач. praep. cum gen. под (γαίης ν. Hom.): ν. ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο Hom. у основания головного мозга.

Greek (Liddell-Scott)

νέρθε: καὶ πρὸ φωνήεντος ἢ χάριν τοῦ μέτρου νέρθεν, ἴδε ἐν λέξ. ἔνερθε.

Greek Monolingual

νέρθε και νέρθε(ν) (Α)
επίρρ. βλ. ένερθε.

Greek Monotonic

νέρθε: και πριν από φωνήεν ή χάριν μέτρου νέρθεν = ἔνερθε.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: (from) below, νέρτερος `under-.
See also: s. ἔνερθεν, ἐνέρτερος.

Frisk Etymology German

νέρθε: {nérthe(n)}
Forms: νέρτερος unterer
Meaning: von unten, unten, unterhalb,
See also: s. ἔνερθεν, ἐνέρτερος.
Page 2,308

Greek Monolingual

ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α)
1. από κάτωἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», Ομ. Ιλ.)
2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ' ἔνερθε πόδες και χεῖρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.)
3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί ἔνερθε θεοί», Ομ. Ιλ.)
4. (για πρόσ.) υποχείριος, κάτω από την εξουσία («ἐχθρῶν ἔνερθεν ὄντα», Σοφ. Φιλ.)
5. (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται αμέσως) πιο κάτω, πιο βαθιά (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», Ομ. Ιλ.)
β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», Σοφ. αποσπ.)
6. α) «ἔνερθε γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — μέσα από τη γη, από τα μύχια της γης
β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα βάθη της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το επίρρ. ένερθε(ν) σχηματίστηκε αναλογικά προς το αντίθετό του ύπερθε(ν), όπως εξάλλου και το συγγενές του εγέρτερος κατά το υπέρτερος. Συνδέθηκε με ουμβρ. nertru «αριστερός», οσκ. nertra-k «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο νέρτερος. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την περιοχή που ο ήλιος είναι χαμηλά, δύει, δηλ. την αριστερή μεριά αυτού που στρέφεται προς την Ανατολή. Στην ίδια λεξιλογική ομάδα φαίνεται ότι ανήκει και το ένεροι, που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. οἱ ἐν ἔρᾳ «αυτοί που είναι μέσα στη γη» και έπειτα με συμφυρμό τών ένεροι και νέρθε(ν), νέρτερος προήλθαν τα ένερθε(ν), ενέρτερος].