πολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(nl)
m (Text replacement - "Pl.''Prt.''" to "Pl.''Prt.''")
 
(36 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poliorkeo
|Transliteration C=poliorkeo
|Beta Code=poliorke/w
|Beta Code=poliorke/w
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ήσω <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.12</span>:aor. -ησα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>281</span>, <span class="bibl">Th.1.61</span>, etc.:—Pass., fut. -ηθήσομαι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.8.5</span>; in med. form <b class="b3">-ήσομαι</b>, <span class="bibl">Hdt. 5.34</span>, <span class="bibl">8.49</span>, <span class="bibl">Th.3.109</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.5.18</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>6.1.15</span>: aor. ἐπολιορκήθην <span class="bibl">Isoc. 6.57</span>: pf. <b class="b3">πεπολιόρκημαι</b> (ἐκ-) <span class="bibl">Th.7.75</span>: (πόλις, ἕρκος):—<b class="b2">besiege</b>, <span class="bibl">Hdt. 1.17</span>,<span class="bibl">154</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>685</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>281</span>, etc.; <b class="b3">οἱ πολιορκοῦντες</b> <b class="b2">the besiegers</b>, opp. <b class="b3">οἱ κατακεκλειμένοι</b>, <span class="bibl">Isoc.6.40</span>:—Pass., <b class="b2">to be besieged, in a state of siege</b>, <span class="bibl">Hdt.1.81</span>, al.; <b class="b3">ὑπό τινος</b> ib.<span class="bibl">26</span>; also of a fleet, <b class="b2">to be blockaded</b>, <span class="bibl">Isoc.4.142</span>; of Scamander, <b class="b2">to be blocked, dammed back</b>, ὑπὸ Ἀχιλλέως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span> 340a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., π. τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>28</span>:—Pass., <b class="b2">to be besieged, pestered</b>, ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν -ούμενοι πολιορκίαν Pl.<span class="title">Alc.</span> 2.142a, cf. <span class="bibl"><span class="title">R.</span>453a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>6.33</span> (ii B.C.); of a banker, π. περὶ ἀργυρίου <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>62</span>(a)<span class="bibl">4</span> (iii B.C.): in Medicine, <b class="b2">to be blocked</b>, Dsc.5.6.13.</span>
|Definition=fut.<br><span class="bld">A</span> πολιορκήσω [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.12:aor. πολιόρκησα Ar.''Lys.''281, Th.1.61, etc.:—Pass., fut. πολιορκηθήσομαι X.''HG''4.8.5; in med. form <b class="b3">πολιορκήσομαι</b>, [[Herodotus|Hdt.]] 5.34, 8.49, Th.3.109, X.''HG''7.5.18, ''Cyr.''6.1.15: aor. ἐπολιορκήθην Isoc. 6.57: pf. [[πεπολιόρκημαι]] (ἐκ-) Th.7.75: ([[πόλις]], [[ἕρκος]]):—[[besiege]], [[Herodotus|Hdt.]] 1.17,154, Ar.''V.''685, ''Lys.''281, etc.; [[οἱ πολιορκοῦντες]] = the [[besieger]]s, opp. οἱ [[κατακεκλειμένος|κατακεκλειμένοι]] = the [[besieged]], Isoc.6.40:—Pass., to [[be besieged]], [[be in a state of siege]], [[Herodotus|Hdt.]]1.81, al.; <b class="b3">ὑπό τινος</b> ib.26; also of a [[fleet]], to [[be blockaded]], Isoc.4.142; of [[Scamander]], to [[be blocked]], [[be dammed back]], ὑπὸ Ἀχιλλέως [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 340a.<br><span class="bld">2</span> metaph., πολιορκέω τῆς ψυχῆς τὸ [[φρόνημα]] Porph.''Chr.''28:—Pass., to [[be besieged]], [[be pestered]], ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Pl.''Alc.'' 2.142a, cf. ''R.''453a, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.13, ''UPZ''6.33 (ii B.C.); of a [[banker]], π. περὶ ἀργυρίου ''PCair.Zen.''62(a)4 (iii B.C.): in Medicine, to [[be blocked]], Dsc.5.6.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] ([[εἴργω]]. [[ἕρκος]]), fut. med. πολιορκήσομαι in passiver Bdtg Her. 5, 34. 8, 49; – eine Stadt einschließen, belagern; Ar. Vesp. 685; Her. 1, 26 u. A.; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι, d. i. die Belagerung aushalten, Thuc. 3, 52; so auch πολιορκήσεται, 3, 109. Auch τὸ ναυτικὸν ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖται, Isocr. 4, 142; u. übertr., ἵνα μὴ ἔρημα τὰ τοῦ ἑτέρου λόγου πολιορκῆται, Plat. Rep. V, 453 a, u. ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν, Alc. II, 142 a; vgl. Xen. Mem. 2, 1, 13. 17; τοῖς ἀναγκαίοις πολιορκεῖσθαι, Plut. Caes. 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] ([[εἴργω]]. [[ἕρκος]]), fut. med. πολιορκήσομαι in passiver Bdtg Her. 5, 34. 8, 49; – eine Stadt einschließen, belagern; Ar. Vesp. 685; Her. 1, 26 u. A.; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι, d. i. die Belagerung aushalten, Thuc. 3, 52; so auch πολιορκήσεται, 3, 109. Auch τὸ ναυτικὸν ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖται, Isocr. 4, 142; u. übertr., ἵνα μὴ ἔρημα τὰ τοῦ ἑτέρου λόγου πολιορκῆται, Plat. Rep. V, 453 a, u. ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν, Alc. II, 142 a; vgl. Xen. Mem. 2, 1, 13. 17; τοῖς ἀναγκαίοις πολιορκεῖσθαι, Plut. Caes. 39.
}}
{{bailly
|btext=[[πολιορκῶ]] :<br /><i>f.</i> πολιορκήσω, <i>ao.</i> ἐπολιόρκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> [[assiéger une ville]] ; <i>p. ext.</i> [[investir]], [[cerner]], [[bloquer]] <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[obséder]], [[presser]], [[tourmenter]].<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολιορκέω &#91;[[πόλις]], [[ἕρκος]]] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, [[belegeren]]:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13.
}}
{{elru
|elrutext='''πολῐορκέω:''' (ион. impf. ἐπολιόρκεον)<br /><b class="num">1</b> [[осаждать]], [[блокировать]] (τὴν Μίλητον Her.; ὑπὸ [[τριήρων]] πολιορκεῖσθαι Isocr.): οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду;<br /><b class="num">2</b> перен. [[осаждать]], [[преследовать]], [[мучить]] (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.).
}}
{{grml
|mltxt=πολιορκῶ, [[πολιορκέω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποκλείω]] με [[πολιορκία]] οχυρωμένη [[θέση]] με σκοπό την [[άλωση]] ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] [[κάτι]] επίμονα και ενοχλητικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιτριγυρίζω]] κάποιο [[πρόσωπο]] με σκοπό την ερωτική [[κατάκτηση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[πολιορκοῦμαι]], [[πολιορκέομαι]]<br />α) (για [[πλοίο]]) [[υφίσταμαι]] αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)<br />β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από [[πρόχωμα]]<br />γ) [[περιέρχομαι]] ή βρίσκομαι σε στενόχωρη [[κατάσταση]] («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[υφίσταμαι]] [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκῶ</i> μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιορκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] -<i>ορκ</i>- της λ. [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]», <b>πρβλ.</b> [[ορκάνη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῐορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολιορκήθην</i>, παρακ. <i>πεπολιόρκημαι</i>· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[περικυκλώνω]] την πόλη, [[αποκλείω]], [[πολιορκώ]], [[περιβάλλω]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι [[πολιορκημένος]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πιέζομαι]], [[βασανίζομαι]], σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῐορκέω''': μέλλ. -ήσω, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12· ἀόρ. ἐπολιόρκησα Ἀριστοφ. Λυσ. 281, Θουκ., κλπ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -ήσομαι Ἡρόδ. 5. 34., 8. 49, Θουκ. 3. 109, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18, Κύρ. 6. 1, 15 ([[ὥστε]] πιθ. ὁ παθ. [[τύπος]] ἐν τῷ μνημονευθέντι ἀνωτέρω χωρίῳ [[εἶναι]] [[σφάλμα]] τοῦ ἀντιγραφέως)· ― ἀόρ. ἐπολιορκήθην Ἰσοκρ. 127Ε· πρκμ. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Θουκ.· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[περικλείω]] διὰ στρατευμάτων πόλιν, [[περιβάλλω]], ζώνω αὐτὴν [[ὅπως]] τὴν ἀναγκάσω νὰ παραδοθῇ, Ἡρόδ. 1. 17. 154, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 685, Λυσ. 281· οἱ πολιορκοῦντες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ κατακεκλειμένοι Ἰσοκρ. 124Α. ― Παθ, πολιορκοῦμαι, διατελῶ ἐν καταστάσει πολιορκίας, Ἡρόδ. 1. 26, 81, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στόλου, περιεῖδε τὸ ναυτικόν… ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον Ἰσοκρ. 70Β˙ ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, ἀποφράττομαι, τὸν Σκάμανδρον πολιορκούμενον ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως Πλάτ. Πρωτ. 340Α. 2) μεταφ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 142Α, πρβλ. Πολ. 453Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13.
|lstext='''πολῐορκέω''': μέλλ. -ήσω, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12· ἀόρ. ἐπολιόρκησα Ἀριστοφ. Λυσ. 281, Θουκ., κλπ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -ήσομαι Ἡρόδ. 5. 34., 8. 49, Θουκ. 3. 109, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18, Κύρ. 6. 1, 15 ([[ὥστε]] πιθ. ὁ παθ. [[τύπος]] ἐν τῷ μνημονευθέντι ἀνωτέρω χωρίῳ [[εἶναι]] [[σφάλμα]] τοῦ ἀντιγραφέως)· ― ἀόρ. ἐπολιορκήθην Ἰσοκρ. 127Ε· πρκμ. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Θουκ.· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[περικλείω]] διὰ στρατευμάτων πόλιν, [[περιβάλλω]], ζώνω αὐτὴν [[ὅπως]] τὴν ἀναγκάσω νὰ παραδοθῇ, Ἡρόδ. 1. 17. 154, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 685, Λυσ. 281· οἱ πολιορκοῦντες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ κατακεκλειμένοι Ἰσοκρ. 124Α. ― Παθ, πολιορκοῦμαι, διατελῶ ἐν καταστάσει πολιορκίας, Ἡρόδ. 1. 26, 81, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στόλου, περιεῖδε τὸ ναυτικόν… ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον Ἰσοκρ. 70Β˙ ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, ἀποφράττομαι, τὸν Σκάμανδρον πολιορκούμενον ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως Πλάτ. Πρωτ. 340Α. 2) μεταφ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 142Α, πρβλ. Πολ. 453Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> πολιορκήσω, <i>ao.</i> ἐπολιόρκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> assiéger une ville ; <i>p. ext.</i> investir, cerner, bloquer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> obséder, presser, tourmenter.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]].
|mdlsjtxt=[πολίς, [[εἴργω]], [[ἕρκος]]<br /><b class="num">1.</b> to hem in a [[city]], [[blockade]], [[beleaguer]], [[besiege]], Hdt., Attic:—Pass. to be besieged, in a [[state]] of [[siege]], Hdt.; of [[Scamander]], to be dammed [[back]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> metaph. to be besieged, pestered, Xen.
}}
}}
{{lsm
{{mantoulidis
|lsmtext='''πολῐορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολιορκήθην</i>, παρακ. <i>πεπολιόρκημαι</i>· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[περικυκλώνω]] την πόλη, [[αποκλείω]], [[πολιορκώ]], [[περιβάλλω]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι πολιορκημένος, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πιέζομαι, βασανίζομαι, σε Ξεν.
|mantxt=[[πολιορκῶ]]. Παρασύνθετο ἀπό τό [[πόλις]] + [[ἕρκος]] (=[[φράχτης]]) τοῦ [[εἵργνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πόλος]]. Παράγωγα τοῦ πολιορκῶ: [[πολιορκητέος]], α, ον, [[πολιορκητής]], [[πολιορκητικός]], [[πολιορκία]], [[ἀπολιόρκητος]], [[δυσπολιόρκητος]].
}}
}}
{{elru
{{lxth
|elrutext='''πολῐορκέω:''' (ион. impf. ἐπολιόρκεον)<br /><b class="num">1)</b> осаждать, блокировать (τὴν Μίλητον Her.; ὑπὸ [[τριήρων]] πολιορκεῖσθαι Isocr.): οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду;<br /><b class="num">2)</b> перен. осаждать, преследовать, мучить (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.).
|lthtxt=''[[obsidere]]'', to [[besiege]], [[blockade]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.26.5/ 1.26.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.29.4/ 1.29.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.29.5/ 1.29.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.39.2/ 1.39.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.61.2/ 1.61.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.61.3/ 1.61.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.66.1/ 1.66.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.68.4/ 1.68.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.89.2/ 1.89.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.105.2/ 1.105.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.109.4/ 1.109.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.111.3/ 1.111.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.112.3/ 1.112.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.116.2/ 1.116.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.126.7/ 1.126.7]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.137.2/ 1.137.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.58.3/ 2.58.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.67.1/ 2.67.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.100.3/ 2.100.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.26.1/ 4.26.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.29.2/ 4.29.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.61.4/ 5.61.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.114.2/ 5.114.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.7.2/ 6.7.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.90.3/ 6.90.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.9.1/ 7.9.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.11.4/ 7.11.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.96.4/ 8.96.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.98.2/ 8.98.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.103.1/ 8.103.1].<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.27.1/ 1.27.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.28.4/ 1.28.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.64.3/ 1.64.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.67.1/ 1.67.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.101.1/ 1.101.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.101.3/ 1.101.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.124.1/ 1.124.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.126.9/ 1.126.9]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.58.1/ 2.58.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.70.1/ 2.70.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.78.3/ 2.78.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.20.1/ 3.20.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.36.1/ 3.36.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.52.1/ 3.52.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.109.1/ 3.109.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.24.3/ 4.24.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.29.2/ 4.29.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.39.1/ 4.39.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.131.3/ 4.131.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.2.2/ 5.2.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.18.7/ 5.18.7]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.116.3/ 5.116.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.34.5/ 6.34.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.103.4/ 6.103.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.28.3/ 7.28.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.50.1/ 7.50.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.2.1/ 7.2.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.40.1/ 8.40.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.56.1/ 8.56.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.98.3/ 8.98.3].
}}
}}
{{elnl
{{trml
|elnltext=πολιορκέω [πόλις, ἕρκος] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, belegeren:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13.
|trtx====[[besiege]]===
Arabic: حاصر‎; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: [[belegeren]]; Finnish: piirittää, motittaa; French: [[assiéger]]; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: [[belagern]], [[einkesseln]], [[umzingeln]], [[umstellen]]; Greek: [[πολιορκώ]]; Ancient Greek: [[πολιορκέω]]; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: [[assediare]]; Latin: [[obsideo]]; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: [[cercar]], [[sitiar]], [[assediar]]; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: [[осаждать]], [[осадить]]; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: [[asediar]], [[sitiar]], [[poner sitio]]; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати
}}
}}

Latest revision as of 17:24, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐορκέω Medium diacritics: πολιορκέω Low diacritics: πολιορκέω Capitals: ΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: poliorkéō Transliteration B: poliorkeō Transliteration C: poliorkeo Beta Code: poliorke/w

English (LSJ)

fut.
A πολιορκήσω X.Cyr.7.5.12:aor. πολιόρκησα Ar.Lys.281, Th.1.61, etc.:—Pass., fut. πολιορκηθήσομαι X.HG4.8.5; in med. form πολιορκήσομαι, Hdt. 5.34, 8.49, Th.3.109, X.HG7.5.18, Cyr.6.1.15: aor. ἐπολιορκήθην Isoc. 6.57: pf. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Th.7.75: (πόλις, ἕρκος):—besiege, Hdt. 1.17,154, Ar.V.685, Lys.281, etc.; οἱ πολιορκοῦντες = the besiegers, opp. οἱ κατακεκλειμένοι = the besieged, Isoc.6.40:—Pass., to be besieged, be in a state of siege, Hdt.1.81, al.; ὑπό τινος ib.26; also of a fleet, to be blockaded, Isoc.4.142; of Scamander, to be blocked, be dammed back, ὑπὸ Ἀχιλλέως Pl.Prt. 340a.
2 metaph., πολιορκέω τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα Porph.Chr.28:—Pass., to be besieged, be pestered, ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Pl.Alc. 2.142a, cf. R.453a, X.Mem.2.1.13, UPZ6.33 (ii B.C.); of a banker, π. περὶ ἀργυρίου PCair.Zen.62(a)4 (iii B.C.): in Medicine, to be blocked, Dsc.5.6.13.

German (Pape)

[Seite 655] (εἴργω. ἕρκος), fut. med. πολιορκήσομαι in passiver Bdtg Her. 5, 34. 8, 49; – eine Stadt einschließen, belagern; Ar. Vesp. 685; Her. 1, 26 u. A.; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι, d. i. die Belagerung aushalten, Thuc. 3, 52; so auch πολιορκήσεται, 3, 109. Auch τὸ ναυτικὸν ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖται, Isocr. 4, 142; u. übertr., ἵνα μὴ ἔρημα τὰ τοῦ ἑτέρου λόγου πολιορκῆται, Plat. Rep. V, 453 a, u. ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν, Alc. II, 142 a; vgl. Xen. Mem. 2, 1, 13. 17; τοῖς ἀναγκαίοις πολιορκεῖσθαι, Plut. Caes. 39.

French (Bailly abrégé)

πολιορκῶ :
f. πολιορκήσω, ao. ἐπολιόρκησα, pf. inus.
1 assiéger une ville ; p. ext. investir, cerner, bloquer en gén.
2 fig. obséder, presser, tourmenter.
Étymologie: πόλις, ἕρκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιορκέω [πόλις, ἕρκος] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, belegeren:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13.

Russian (Dvoretsky)

πολῐορκέω: (ион. impf. ἐπολιόρκεον)
1 осаждать, блокировать (τὴν Μίλητον Her.; ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖσθαι Isocr.): οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду;
2 перен. осаждать, преследовать, мучить (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.).

Greek Monolingual

πολιορκῶ, πολιορκέω, ΝΜΑ
1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.)
2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά
νεοελλ.
περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση του
αρχ.
παθ. πολιορκοῦμαι, πολιορκέομαι
α) (για πλοίο) υφίσταμαι αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)
β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από πρόχωμα
γ) περιέρχομαι ή βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», Πλάτ.)
δ) υφίσταμαι απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ορκῶ μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιορκος (< πόλις + -ορκος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα -ορκ- της λ. ἕρκος «φραγμός», πρβλ. ορκάνη)].

Greek Monotonic

πολῐορκέω: μέλ. -ήσω — Παθ., Μέσ. μέλ. -ήσομαι (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἐπολιορκήθην, παρακ. πεπολιόρκημαι· (πόλις, εἴργω, ἕρκος
1. περικυκλώνω την πόλη, αποκλείω, πολιορκώ, περιβάλλω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι πολιορκημένος, βρίσκομαι σε κατάσταση πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ.
2. μεταφ., πιέζομαι, βασανίζομαι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πολῐορκέω: μέλλ. -ήσω, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12· ἀόρ. ἐπολιόρκησα Ἀριστοφ. Λυσ. 281, Θουκ., κλπ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -ήσομαι Ἡρόδ. 5. 34., 8. 49, Θουκ. 3. 109, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18, Κύρ. 6. 1, 15 (ὥστε πιθ. ὁ παθ. τύπος ἐν τῷ μνημονευθέντι ἀνωτέρω χωρίῳ εἶναι σφάλμα τοῦ ἀντιγραφέως)· ― ἀόρ. ἐπολιορκήθην Ἰσοκρ. 127Ε· πρκμ. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Θουκ.· (πόλις, εἴργω, ἕρκος). Ὡς καὶ νῦν, περικλείω διὰ στρατευμάτων πόλιν, περιβάλλω, ζώνω αὐτὴν ὅπως τὴν ἀναγκάσω νὰ παραδοθῇ, Ἡρόδ. 1. 17. 154, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 685, Λυσ. 281· οἱ πολιορκοῦντες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ κατακεκλειμένοι Ἰσοκρ. 124Α. ― Παθ, πολιορκοῦμαι, διατελῶ ἐν καταστάσει πολιορκίας, Ἡρόδ. 1. 26, 81, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ στόλου, περιεῖδε τὸ ναυτικόν… ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον Ἰσοκρ. 70Β˙ ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, ἀποφράττομαι, τὸν Σκάμανδρον πολιορκούμενον ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως Πλάτ. Πρωτ. 340Α. 2) μεταφ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 142Α, πρβλ. Πολ. 453Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13.

Middle Liddell

[πολίς, εἴργω, ἕρκος
1. to hem in a city, blockade, beleaguer, besiege, Hdt., Attic:—Pass. to be besieged, in a state of siege, Hdt.; of Scamander, to be dammed back, Plat.
2. metaph. to be besieged, pestered, Xen.

Mantoulidis Etymological

πολιορκῶ. Παρασύνθετο ἀπό τό πόλις + ἕρκος (=φράχτης) τοῦ εἵργνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πόλος. Παράγωγα τοῦ πολιορκῶ: πολιορκητέος, α, ον, πολιορκητής, πολιορκητικός, πολιορκία, ἀπολιόρκητος, δυσπολιόρκητος.

Lexicon Thucydideum

obsidere, to besiege, blockade, 1.26.5, 1.29.4. 1.29.5. 1.39.2. 1.61.2. 1.61.3, 1.66.1. 1.68.4. 1.89.2. 1.105.2. 1.109.4. 1.111.3. 1.112.3. 1.116.2, 1.126.7. 1.137.2. 2.58.3. 2.67.1, 2.100.3. 4.26.1. 4.29.2, 5.61.4. 5.114.2. 6.7.2. 6.90.3, 7.9.1. 7.11.4. 8.96.4. 8.98.2. 8.103.1.
PASS. 1.27.1, 1.28.4. 1.64.3, 1.67.1. 1.101.1. 1.101.3. 1.124.1. 1.126.9. 2.58.1. 2.70.1. 2.78.3. 3.20.1. 3.36.1. 3.52.1. 3.109.1, 4.24.3. 4.29.2. 4.39.1, 4.131.3. 5.2.2. 5.18.7. 5.116.3. 6.34.5. 6.103.4. 7.28.3, 7.50.1. 7.2.1. 8.40.1. 8.56.1, 8.98.3.

Translations

besiege

Arabic: حاصر‎; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: belegeren; Finnish: piirittää, motittaa; French: assiéger; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: belagern, einkesseln, umzingeln, umstellen; Greek: πολιορκώ; Ancient Greek: πολιορκέω; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: assediare; Latin: obsideo; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: cercar, sitiar, assediar; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: осаждать, осадить; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: asediar, sitiar, poner sitio; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати