πίσσα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pissa
|Transliteration C=pissa
|Beta Code=pi/ssa
|Beta Code=pi/ssa
|Definition=Att. πίττᾰ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pitch</b>, <span class="bibl">Il.4.277</span>, <span class="bibl">Hdt.4.195</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>1.4.4</span>, etc.: gen. pl. written πισᾶν <span class="title">IG</span>42(1).102.278 (Epid., iv B. C.); but sg. <b class="b3">πίσσας</b> ib.238,240: distd. as <b class="b3">π. ὠμή</b> and <b class="b3">ἑψηθεῖσα</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.9.2</span>, cf. <span class="bibl">Plb.5.89.6</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.37</span>; <b class="b3">π. ὑγρά</b> raw <b class="b2">pitch</b>, Dsc.1.72.1, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span> 3.1171.11</span>; opp. <b class="b3">ξηρά</b>, Dsc.1.72.5, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.929.66</span>, <span class="title">SIG</span>1171.14 (Lebena), cf. <b class="b3">παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης</b>, = [[πίσσανθος]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>12</span>: prov., <b class="b3">μελάντερον ἠΰτε πίσσα</b> Il.l.c.; <b class="b3">ἄρτι μῦς πίττης γεύεται</b>, i.e. he has got the first taste of misery, <span class="bibl">D.50.26</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.14.51</span>; πέπονθα . . ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς <span class="bibl">Herod.2.62</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">resin</b>, used for treating winejars, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>481</span> (iii B. C.). (Cf. Lat. <b class="b2">pix</b>.) </span>
|Definition=Att. [[πίττα]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[pitch]], Il.4.277, [[Herodotus|Hdt.]]4.195, Call.''Hec.''1.4.4, etc.: gen. pl. written πισᾶν ''IG''42(1).102.278 (Epid., iv B. C.); but sg. [[πίσσας]] ib.238,240: distinguished as <b class="b3">π. ὠμή</b> and [[ἑψηθεῖσα]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.''Mul.''1.37; <b class="b3">π. ὑγρά</b> raw [[pitch]], Dsc.1.72.1, ''PLond.'' 3.1171.11; opp. [[ξηρά]], Dsc.1.72.5, ''PLond.''3.929.66, ''SIG''1171.14 (Lebena), cf. <b class="b3">παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης</b>, = [[πίσσανθος]], Hp.''Ulc.''12: [[proverb|prov.]], <b class="b3">μελάντερον ἠΰτε πίσσα</b> Il.l.c.; <b class="b3">ἄρτι μῦς πίττης γεύεται</b>, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51; πέπονθα… ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62.<br><span class="bld">II</span> [[resin]], used for treating winejars, ''PCair.Zen.''481 (iii B. C.). (Cf. Lat. [[pix]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ἡ, att. -ττα, <b class="b2">Pech</b>, hartes u. flüssiges, auch<b class="b2"> Theer</b>; μελάντερον ήΰτε [[πίσσα]], Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, [[ἄρτι]] μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ἡ, att. -ττα, [[Pech]], hartes u. flüssiges, auch [[Theer]]; μελάντερον ήΰτε [[πίσσα]], Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, [[ἄρτι]] μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[poix]].<br />'''Étymologie:''' p. *πίτjα de [[πίτυς]] ; cf. <i>lat.</i> [[pix]].
}}
{{elru
|elrutext='''πίσσᾰ:''' атт. πίττᾰ ἡ [[смола]] Hom., Aesch., Her.: [[μελάντερος]] [[ἠΰτε]] π. Hom. черный как смола; [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται погов. Dem. и вот мышь вкушает смолу, т. е. наступают черные дни.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πίσσᾰ''': Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[πεύκη]]), ὡς καὶ νῦν, [[πίσσα]] Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἐκαλεῖτο καὶ [[ὑγρά]], Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ [[παλίμπισσα]], [[αὐτόθι]] 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε [[πίσσα]] (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.
|lstext='''πίσσᾰ''': Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[πεύκη]]), ὡς καὶ νῦν, [[πίσσα]] Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἐκαλεῖτο καὶ [[ὑγρά]], Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ [[παλίμπισσα]], [[αὐτόθι]] 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε [[πίσσα]] (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />poix.<br />'''Étymologie:''' p. *πίτjα de [[πίτυς]] ; cf. <i>lat.</i> pix.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πίττα]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[προϊόν]] ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, [[ακόμη]], και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται [[είτε]] αυτούσιο, [[είτε]] σε [[λοσιόν]] [[είτε]] σε [[αλοιφή]] για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του [[δράση]], [[καθώς]] και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαύρος]] [[πίσσα]]» — πολύ [[μαύρος]]<br />β) «[[σκοτάδι]] [[πίσσα]]» — βαθύ απόλυτο [[σκοτάδι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το μαύρο ή [[καφέ]] σκούρο [[υπόλειμμα]] της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ξυλόπισσα]]<br /><b>2.</b> [[ρητίνη]] την οποία χρησιμοποιούσαν για την [[επάλειψη]] της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίσσα]] ὠμή» — [[ξυλόπισσα]] που δεν έχει υποστεί [[κατεργασία]]<br />β) «[[ὑγρά]] [[πίσσα]]» — κατεργασμένη [[ξυλόπισσα]] σε ρευστή [[κατάσταση]]<br />γ) «ὀρὸς πίσσης» — [[πίσσανθος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[πάσχω]] [[ὅσσα]] μῡς ἐν πίσσῃ.» — [[υποφέρω]] [[πάρα]] [[πολλά]] [[δεινά]]<br />β) «[[ἄρτι]] μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα [[πολλά]] [[δεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πίσσα]] συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής <i>pix</i>, <i>picis</i> «[[πίσσα]]» (<span style="color: red;"><</span> IE <i>piq</i>-, <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>pikŭlŭ</i>, αρχ. σλαβ. <i>picilŭ</i>), που [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ya</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[νήσσα]], [[γλώσσα]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πίττα]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[προϊόν]] ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, [[ακόμη]], και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται [[είτε]] αυτούσιο, [[είτε]] σε [[λοσιόν]] [[είτε]] σε [[αλοιφή]] για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του [[δράση]], [[καθώς]] και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαύρος]] [[πίσσα]]» — πολύ [[μαύρος]]<br />β) «[[σκοτάδι]] [[πίσσα]]» — βαθύ απόλυτο [[σκοτάδι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το μαύρο ή [[καφέ]] σκούρο [[υπόλειμμα]] της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ξυλόπισσα]]<br /><b>2.</b> [[ρητίνη]] την οποία χρησιμοποιούσαν για την [[επάλειψη]] της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίσσα]] ὠμή» — [[ξυλόπισσα]] που δεν έχει υποστεί [[κατεργασία]]<br />β) «[[ὑγρά]] [[πίσσα]]» — κατεργασμένη [[ξυλόπισσα]] σε ρευστή [[κατάσταση]]<br />γ) «ὀρὸς πίσσης» — [[πίσσανθος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[πάσχω]] [[ὅσσα]] μῦς ἐν πίσσῃ.» — [[υποφέρω]] [[πάρα]] [[πολλά]] [[δεινά]]<br />β) «[[ἄρτι]] μῦς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα [[πολλά]] [[δεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πίσσα]] συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής <i>pix</i>, <i>picis</i> «[[πίσσα]]» (<span style="color: red;"><</span> IE <i>piq</i>-, <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>pikŭlŭ</i>, αρχ. σλαβ. <i>picilŭ</i>), που [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ya</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[νήσσα]], [[γλώσσα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίσσᾰ:''' Αττ. πίττᾰ, ἡ, [[πίσσα]], Λατ. [[pix]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη [[γεύση]] της δυστυχίας, σε Δημ.
|lsmtext='''πίσσᾰ:''' Αττ. πίττᾰ, ἡ, [[πίσσα]], Λατ. [[pix]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη [[γεύση]] της δυστυχίας, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πίσσᾰ:''' атт. πίττᾰ ἡ смола Hom., Aesch., Her.: [[μελάντερος]] [[ἠΰτε]] π. Hom. черный как смола; [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται погов. Dem. и вот мышь вкушает смолу, т. е. наступают черные дни.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[pitch]] (Il.).<br />Other forms: Att. <b class="b3">πίττα</b>.<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">πισσο-</b>, <b class="b3">πιττο-κοπέω</b> <b class="b2">to besmear, to depilate with pitch</b> (Att. inscr., com., Thphr.), <b class="b3">κηρό-πισσος</b> f. <b class="b2">mix of wax and pitch</b> (Hp.).<br />Derivatives: 1. As diminutive <b class="b3">πισσάριον</b> n. (medic.); 2. several adj. (Att. forms not esp. noted): <b class="b3">πισσ-ηρός</b> (Hp.), <b class="b3">-ήρης</b> (A.), <b class="b3">-ινος</b> (Att.), <b class="b3">-ήεις</b> (Nic.) [[pitchy]]; <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b2">pitch-like</b> (Arist., Thphr.); <b class="b3">-ίτης</b> (<b class="b3">οἶνος</b>) <b class="b2">tasting like p.</b> (Str.; Redard 98); 3. the verbs <b class="b3">πισσ-όω</b>, <b class="b3">πιττ-όω</b>, <b class="b3">-όομαι</b> <b class="b2">to besmear, to depilate (oneself) with pitch</b> (since IVa) with <b class="b3">-ωσις</b>, <b class="b3">-ωτής</b>, <b class="b3">-ωτός</b> (hell.); <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">to taste like p.</b> (sch.); <b class="b3">*-άω</b> in <b class="b3">πίσσασις</b> f. <b class="b2">a pitching over</b> (Epid. IVa).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [794] <b class="b2">*pik-</b> [[pitch]], [[resin]]<br />Etymology: Old designation of pitch and resin, as inherited word also in Lat. and in Slav. retained. The oldest form shows Lat. [[pix]], <b class="b2">pic-is</b> f., IE <b class="b2">*pik-</b>; from there wit ι̯<b class="b3">α-</b>suffix, as in <b class="b3">νῆσσα</b>, <b class="b3">μυῖα</b> a.o. only formally enlarging (Schwyzer 474), <b class="b3">πίσσα</b>, <b class="b3">πίττα</b>; with <b class="b2">l-</b>suffix Slav., e.g. Russ.-CSl. [[pьkъlъ]], OCS [[pьcьlъ]] m. Deviating on the stemformation Specht Ursprung 146. -- As a loan the word has spread further: from Lat. [[pix]] Germ., e.g. OHG <b class="b2">pëh</b>, from Germ. Lith. <b class="b2">pìkis</b>, Russ. [[pek]] a.o. WP. 2, 75, Pok. 794, W.-Hofmann and Fraenkel s. vv., Vasmer s. <b class="b2">pëklo</b> 1. -- Further connections(?) s. [[πίτυς]].
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[pitch]] (Il.).<br />Other forms: Att. [[πίττα]].<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">πισσο-</b>, <b class="b3">πιττο-κοπέω</b> [[to besmear]], [[to depilate with pitch]] (Att. inscr., com., Thphr.), <b class="b3">κηρό-πισσος</b> f. [[mix of wax and pitch]] (Hp.).<br />Derivatives: 1. As diminutive [[πισσάριον]] n. (medic.); 2. several adj. (Att. forms not esp. noted): <b class="b3">πισσ-ηρός</b> (Hp.), <b class="b3">-ήρης</b> (A.), <b class="b3">-ινος</b> (Att.), <b class="b3">-ήεις</b> (Nic.) [[pitchy]]; <b class="b3">-ώδης</b> [[pitch-like]] (Arist., Thphr.); <b class="b3">-ίτης</b> ([[οἶνος]]) <b class="b2">tasting like p.</b> (Str.; Redard 98); 3. the verbs <b class="b3">πισσ-όω</b>, <b class="b3">πιττ-όω</b>, <b class="b3">-όομαι</b> [[to besmear]], [[to depilate (oneself) with pitch]] (since IVa) with <b class="b3">-ωσις</b>, <b class="b3">-ωτής</b>, <b class="b3">-ωτός</b> (hell.); <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">to taste like p.</b> (sch.); <b class="b3">*-άω</b> in [[πίσσασις]] f. [[a pitching over]] (Epid. IVa).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [794] <b class="b2">*pik-</b> [[pitch]], [[resin]]<br />Etymology: Old designation of pitch and resin, as inherited word also in Lat. and in Slav. retained. The oldest form shows Lat. [[pix]], [[pic-is]] f., IE <b class="b2">*pik-</b>; from there wit ι̯<b class="b3">α-</b>suffix, as in [[νῆσσα]], [[μυῖα]] a.o. only formally enlarging (Schwyzer 474), [[πίσσα]], [[πίττα]]; with [[l-]]suffix Slav., e.g. Russ.-CSl. [[pьkъlъ]], OCS [[pьcьlъ]] m. Deviating on the stemformation Specht Ursprung 146. -- As a loan the word has spread further: from Lat. [[pix]] Germ., e.g. OHG <b class="b2">pëh</b>, from Germ. Lith. <b class="b2">pìkis</b>, Russ. [[pek]] a.o. WP. 2, 75, Pok. 794, W.-Hofmann and Fraenkel s. vv., Vasmer s. <b class="b2">pëklo</b> 1. -- Further connections(?) s. [[πίτυς]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πίσσα]], αττιξ [[πίττα]], ης, ἡ,<br />[[pitch]], Lat. pix, Il., Hdt., etc.: [[proverb]]., [[ἄρτι]] μῦς πίττης γεύεται, i. e. he has got the [[first]] [[taste]] of [[misery]], Dem.
|mdlsjtxt=[[πίσσα]], ''Att.'' [[πίττα]], ης, ἡ,<br />[[pitch]], Lat. pix, Il., Hdt., etc.: [[proverb]]., [[ἄρτι]] μῦς πίττης γεύεται, i. e. he has got the [[first]] [[taste]] of [[misery]], Dem.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πίσσα''': {píssa}<br />'''Forms''': att. [[πίττα]]<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Pech]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Kompp., z.B. πισσο-, πιττοκοπέω [[mit Pech beschmieren]], [[enthaaren]] (att. Inschr., Kom., Thphr. u.a.), [[κηρόπισσος]] f. [[Mischung von Wachs und Pech]] (Hp.).<br />'''Derivative''': Davon 1. als Deminutivum [[πισσάριον]] n. (Mediz.); 2. mehrere Adj. (att. Formen nicht besonders notiert): [[πισσηρός]] (Hp.), -[[ήρης]] (A.), -ινος (att.), -ήεις (Nik.) [[pechig]]; -ώδης [[pechartig]] (Arist., Thphr.); -ίτης ([[οἶνος]]) ‘nach P. schmeckend' (Str. u.a.; Redard 98); 3. die Verba [[πισσόω]], [[πιττόω]], -όομαι ‘(sich) mit P. beschmieren, enthaaren’ (seit IV<sup>a</sup>) mit -ωσις, -ωτής, -ωτός (hell. u. sp.); -ίζω ‘nach P. schmecken’ (Sch.); *-άω in πίσσασις f. ‘das Pichet (Epid. IV<sup>a</sup>).<br />'''Etymology''': Alte Benennung des Pechs und des Harzes, als Erbwort auch im Lat. und im Slav. erhalten. Die älteste Form zeigt lat. ''pix'', ''pic''-''is'' f., idg. *''piq''-; davon mit ι̯α-Suffix, wie in [[νῆσσα]], [[μυῖα]] u.a. nur formal erweiternd (Schwyzer 474), [[πίσσα]], [[πίττα]]; mit ''l''-Suffix slav., z.B. russ.-ksl. ''pьkъlъ'', aksl. ''pьcьlъ'' m. Abweichend über die Stammbildung Specht Ursprung 146. —Durch Entlehnung hat sich das Wort weiter verbreitet: aus lat. ''pix'' germ., z.B. ahd. ''pëh'', aus dem Germ. lit. ''pìkis''. russ. ''pek'' u.a. WP. 2, 75, Pok. 794, W.-Hofmann und Fraenkel s. vv., Vasmer s. ''pëklo'' 1. — Weitere Beziehungen s. [[πίτυς]].<br />'''Page''' 2,544
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pitch]], [[tar]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἀττ. [[πίττα]] (=ἡ [[πίσσα]]). Εἶναι συγγενικό μέ τό [[πῖαρ]] καί τό [[πίτυς]] (=[[πεῦκο]]) καί [[πεύκη]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πισσήεις]] (=γεμάτος [[πίσσα]]), [[πισσόω]] (=[[ἀλείφω]] μέ [[πίσσα]]), [[πισσώδης]], [[πισσωτός]], [[πίσσωσις]], [[πισσωτής]], [[ἀπίσσωτος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[resina]] para modelar un perro ταῦτα λειώσας χωρὶς ἕκαστον, μίσγε τῇ πίσσῃ καὶ τῷ κηρῷ καὶ πλάσον κύνα δακτύλων ὀκτώ <b class="b3">tritura cada una de estas cosas por separado, mézclalas con la resina y la cera y modela un perro de ocho dedos de largo</b> P IV 1881
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[pix]]'', [[pitch]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.77.4/ 2.77.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.100.4/ 4.100.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσσᾰ Medium diacritics: πίσσα Low diacritics: πίσσα Capitals: ΠΙΣΣΑ
Transliteration A: píssa Transliteration B: pissa Transliteration C: pissa Beta Code: pi/ssa

English (LSJ)

Att. πίττα, ἡ,
A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. written πισᾶν IG42(1).102.278 (Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distinguished as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr. HP 3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 (Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51; πέπονθα… ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62.
II resin, used for treating winejars, PCair.Zen.481 (iii B. C.). (Cf. Lat. pix.)

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, att. -ττα, Pech, hartes u. flüssiges, auch Theer; μελάντερον ήΰτε πίσσα, Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poix.
Étymologie: p. *πίτjα de πίτυς ; cf. lat. pix.

Russian (Dvoretsky)

πίσσᾰ: атт. πίττᾰ ἡ смола Hom., Aesch., Her.: μελάντερος ἠΰτε π. Hom. черный как смола; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται погов. Dem. и вот мышь вкушает смолу, т. е. наступают черные дни.

Greek (Liddell-Scott)

πίσσᾰ: Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. πεύκη), ὡς καὶ νῦν, πίσσα Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ πίσσα ἐκαλεῖτο καὶ ὑγρά, Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ παλίμπισσα, αὐτόθι 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε πίσσα (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.

English (Autenrieth)

pitch.

Spanish

resina

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. πίττα Α
νεοελλ.
1. (φαρμ.) προϊόν ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, ακόμη, και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται είτε αυτούσιο, είτε σε λοσιόν είτε σε αλοιφή για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του δράση, καθώς και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο
2. φρ. α) «μαύρος πίσσα» — πολύ μαύρος
β) «σκοτάδι πίσσα» — βαθύ απόλυτο σκοτάδι
νεοελλ.-μσν.
το μαύρο ή καφέ σκούρο υπόλειμμα της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων
αρχ.
1. η ξυλόπισσα
2. ρητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την επάλειψη της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού
3. φρ. α) «πίσσα ὠμή» — ξυλόπισσα που δεν έχει υποστεί κατεργασία
β) «ὑγρά πίσσα» — κατεργασμένη ξυλόπισσα σε ρευστή κατάσταση
γ) «ὀρὸς πίσσης» — πίσσανθος
4. παροιμ. φρ. α) «πάσχω ὅσσα μῦς ἐν πίσσῃ.» — υποφέρω πάρα πολλά δεινά
β) «ἄρτι μῦς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα πολλά δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πίσσα συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής pix, picis «πίσσα» (< IE piq-, πρβλ. ρωσ. pikŭlŭ, αρχ. σλαβ. picilŭ), που είναι δάνειο από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ya (πρβλ. κίσσα, νήσσα, γλώσσα)].

Greek Monotonic

πίσσᾰ: Αττ. πίττᾰ, ἡ, πίσσα, Λατ. pix, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη γεύση της δυστυχίας, σε Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: pitch (Il.).
Other forms: Att. πίττα.
Compounds: Compp., e.g. πισσο-, πιττο-κοπέω to besmear, to depilate with pitch (Att. inscr., com., Thphr.), κηρό-πισσος f. mix of wax and pitch (Hp.).
Derivatives: 1. As diminutive πισσάριον n. (medic.); 2. several adj. (Att. forms not esp. noted): πισσ-ηρός (Hp.), -ήρης (A.), -ινος (Att.), -ήεις (Nic.) pitchy; -ώδης pitch-like (Arist., Thphr.); -ίτης (οἶνος) tasting like p. (Str.; Redard 98); 3. the verbs πισσ-όω, πιττ-όω, -όομαι to besmear, to depilate (oneself) with pitch (since IVa) with -ωσις, -ωτής, -ωτός (hell.); -ίζω to taste like p. (sch.); *-άω in πίσσασις f. a pitching over (Epid. IVa).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [794] *pik- pitch, resin
Etymology: Old designation of pitch and resin, as inherited word also in Lat. and in Slav. retained. The oldest form shows Lat. pix, pic-is f., IE *pik-; from there wit ι̯α-suffix, as in νῆσσα, μυῖα a.o. only formally enlarging (Schwyzer 474), πίσσα, πίττα; with l-suffix Slav., e.g. Russ.-CSl. pьkъlъ, OCS pьcьlъ m. Deviating on the stemformation Specht Ursprung 146. -- As a loan the word has spread further: from Lat. pix Germ., e.g. OHG pëh, from Germ. Lith. pìkis, Russ. pek a.o. WP. 2, 75, Pok. 794, W.-Hofmann and Fraenkel s. vv., Vasmer s. pëklo 1. -- Further connections(?) s. πίτυς.

Middle Liddell

πίσσα, Att. πίττα, ης, ἡ,
pitch, Lat. pix, Il., Hdt., etc.: proverb., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i. e. he has got the first taste of misery, Dem.

Frisk Etymology German

πίσσα: {píssa}
Forms: att. πίττα
Grammar: f.
Meaning: Pech (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. πισσο-, πιττοκοπέω mit Pech beschmieren, enthaaren (att. Inschr., Kom., Thphr. u.a.), κηρόπισσος f. Mischung von Wachs und Pech (Hp.).
Derivative: Davon 1. als Deminutivum πισσάριον n. (Mediz.); 2. mehrere Adj. (att. Formen nicht besonders notiert): πισσηρός (Hp.), -ήρης (A.), -ινος (att.), -ήεις (Nik.) pechig; -ώδης pechartig (Arist., Thphr.); -ίτης (οἶνος) ‘nach P. schmeckend' (Str. u.a.; Redard 98); 3. die Verba πισσόω, πιττόω, -όομαι ‘(sich) mit P. beschmieren, enthaaren’ (seit IVa) mit -ωσις, -ωτής, -ωτός (hell. u. sp.); -ίζω ‘nach P. schmecken’ (Sch.); *-άω in πίσσασις f. ‘das Pichet (Epid. IVa).
Etymology: Alte Benennung des Pechs und des Harzes, als Erbwort auch im Lat. und im Slav. erhalten. Die älteste Form zeigt lat. pix, pic-is f., idg. *piq-; davon mit ι̯α-Suffix, wie in νῆσσα, μυῖα u.a. nur formal erweiternd (Schwyzer 474), πίσσα, πίττα; mit l-Suffix slav., z.B. russ.-ksl. pьkъlъ, aksl. pьcьlъ m. Abweichend über die Stammbildung Specht Ursprung 146. —Durch Entlehnung hat sich das Wort weiter verbreitet: aus lat. pix germ., z.B. ahd. pëh, aus dem Germ. lit. pìkis. russ. pek u.a. WP. 2, 75, Pok. 794, W.-Hofmann und Fraenkel s. vv., Vasmer s. pëklo 1. — Weitere Beziehungen s. πίτυς.
Page 2,544

English (Woodhouse)

pitch, tar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἀττ. πίττα (=ἡ πίσσα). Εἶναι συγγενικό μέ τό πῖαρ καί τό πίτυς (=πεῦκο) καί πεύκη.
Παράγωγα: πισσήεις (=γεμάτος πίσσα), πισσόω (=ἀλείφω μέ πίσσα), πισσώδης, πισσωτός, πίσσωσις, πισσωτής, ἀπίσσωτος.

Léxico de magia

resina para modelar un perro ταῦτα λειώσας χωρὶς ἕκαστον, μίσγε τῇ πίσσῃ καὶ τῷ κηρῷ καὶ πλάσον κύνα δακτύλων ὀκτώ tritura cada una de estas cosas por separado, mézclalas con la resina y la cera y modela un perro de ocho dedos de largo P IV 1881

Lexicon Thucydideum

pix, pitch, 2.77.4, 4.100.4.