εὔθετος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(39 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eythetos | |Transliteration C=eythetos | ||
|Beta Code=eu)/qetos | |Beta Code=eu)/qetos | ||
|Definition= | |Definition=εὔθετον, ([[τίθημι]])<br><span class="bld">A</span> [[well-arranged]], [[conveniently placed]], ὀστέα Hp. ''Off.''15: Comp. εὐθετώτερος Id.''Fract.''4; [[ἐν εὐθέτῳ τόπῳ]] = [[in a suitable place]], <b class="b3">Ἀρχ.Δελτ</b>.7.200 (Ephesus). b. of the ashes of a [[corpse]], [[easily stowed]], A. ''Ag.''444 (lyr.); so of the corpse, [[laid out]] for burial (cf. [[εὐθετέω]]), ''Supp.Epigr.''1.449 (Phrygia, iii A. D.); εὔθετος [[σάκος]], [[ἀρβύλη|ἀρβύλαι]], [[well-fitting]], [[ready for use]], A.''Th.''642 (Sch., [[εὔκυκλος|εὔκυκλον]] cod. Med.), ''Fr.''259; εὔθετος εἴς τι [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.57; πρός τι Id.5.37; [[εὔθετόν ἐστι]] c. inf., it is [[convenient]]... Id.21.21; <b class="b3">καιρὸς εὔθετος</b> [[LXX]] ''Ps.''31(32).6, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.57.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[well-adapted]], εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔ., οὐκ εἰς τὸν βίον Philem. 105.5; <b class="b3">εἰς, πρὸς φιλίαν</b>, Phld.''Ir.''p.46 W., ''Lib.''p.45 O.; εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ ''Ev.Luc.''9.62; [[πράγματι]] for a business, Nicol. ap. Stob.3.1.40; πρός τι Plb.25.3.6, etc.; [[quick]], [[able]], <b class="b3">κατὰ τὰς ἐντεύξεις τοῖς ὄχλοις εὔ.</b> [[Diodorus Siculus|D.S.]]33.22: abs., [[εὔθετοι]] = [[fit and proper persons]], PTeb.27.44 (ii B.C.), etc. Adv. [[εὐθέτως]] = [[in a good state]], [[in a suitable condition]], εὐθέτως ἔχειν Hp. ''Fract.''23; πρός τι [[Diodorus Siculus|D.S.]]33.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1068.png Seite 1068]] gut gesetzt, gelegt, gut geordnet, Hippocr.; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet, [[σάκος]] Aesch. Spt. 624; λέβητες Ag. 432; εἴς τι, zu Etwas geschickt, D. Sic. 2, 57; Ath. I, 25 a u. a. Sp., auch τῷ πράγματι, Nicol. Stob. fl. 14, 7 (V. 40); [[πρός]] τι, Pol. 26, 5, 6. – Adv., εὐθέτως ἔχειν [[πρός]] τι, geeignet sein zu Etwas, D. Sic. exc. 593, 5. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />bien disposé, bien arrangé ; qui s'adapte bien, convenable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔθετος:'''<br /><b class="num">1</b> [[хорошо сработанный]], [[искусно сделанный]] (λέβητες, ἀρβύλαι Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[удобный]], [[годный]], [[полезный]] (εἴς τι Diod.; πρός τι Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[подходящий]], [[пригодный]], [[способный]] (πρός τι Polyb.; [[κατά]] τι Diod.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) [[καλῶς]] τεθειμένος, τεθειμένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] [[πρόχειρος]], Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· εὐκόλως τοποθετούμενος, λέβητας εὐθέτους ([[οὕτως]] ὁ Aurat. ἀντὶ -του) Αἰσχύλ. Ἀγ. 444· εὔθ. [[σάκος]], ἀρβύλαι εὐάρμοστα, εὔκολα καὶ ἕτοιμα πρὸς χρῆσιν, Λατ. habilis, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 642, Ἀποσπ. 255· εὔθ. εἴς τι Διόδ. 2. 57· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 5. 37· εὔθετόν ἑστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] κατάλληλον, «βολικὸν» νὰ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 494. 36. 2) ἐπὶ προσώπων, [[κατάλληλος]], τινὶ Νικ. παρὰ Στοβ. 149. 4· [[πρός]] τι Πολύβ. 26. 5, 6, κτλ.· [[ταχύς]], [[ἄξιος]], [[ἱκανός]], κατά τι, ἔν τινι, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 34: - Ἐπίρρ., εὐθέτως ἔχειν Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· [[πρός]] τι Διοδ. Ἐκλογ. 593. 6. | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from εὖ and a derivative of [[τίθημι]]; [[well]] placed, i.e. ([[figuratively]]) [[appropriate]]: [[fit]], [[meet]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=εὔθετον (from εὖ and [[θετός]]), Greek writings from [[Aeschylus]] and [[Hippocrates]] down; [[properly]], [[well]]-placed;<br /><b class="num">a.</b> [[fit]]: εἰς τί, R G; Diodorus 2,57, et al.); [[with]] the dative of the [[thing]] for [[which]]: L T Tr WH (τῷ πράγματι, Nicolaus Damascenus, Stobaeus, fl. 14,7 (149,4)).<br /><b class="num">b.</b> [[useful]]: τίνι, [[seasonable]], Susanna, 15). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> σωστά τοποθετημένος, στη σωστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατάλληλος]], αυτός που παρέχει [[ευκαιρία]] για [[κάτι]]<br />(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)<br /><b>2.</b> προσαρμοσμένος καλά, [[έτοιμος]] να χρησιμοποιηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]], [[βολικός]] ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[άξιος]], [[ικανός]] για [[κάτι]] («ἐργάτας εὐθέτους»)<br /><b>3.</b> [[ευπρόσδεκτος]] «[[εὔθετος]] εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ», ΚΔ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εὔθετόν ἐστι» — [[είναι]] βολικό, επίκαιρο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐθέτως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλα]], ευάρμοστα («[[πρός]] γαληνότατον όρμον [[ευθέτως]] κατήντησας»)<br /><b>3.</b> με [[ευχέρεια]], [[γρήγορα]] («εὐθέτως τε τοῦτο ποιοῦμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- και θ. <i>θη</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ε</i>-<i>θέ</i>-<i>μην</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔθετος:''' -ον, τοποθετημένος [[καλά]] ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. [[σάκος]], αυτός που εφαρμόζει [[καλά]], [[έτοιμος]] προς [[χρήση]], Λατ. [[habilis]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-θετος, ον<br />well-arranged or [[easily]] stowed, Aesch.; εὔθ. [[σάκος]] well-[[fitting]], [[ready]] for use, Lat. [[habilis]], Aesch. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':eÜqetoj 由-帖拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(3)<br />'''原文字根''':好-安置的<br />'''字義溯源''':妥為安放,合式的,合乎,適當的,適於,配,可用的;由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[τίθημι]])*=設立)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=美,善)<br />'''出現次數''':總共(3);路(2);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 適於(1) 來6:7;<br />2) 合式(1) 路14:35;<br />3) 配(1) 路9:62 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[well-fitting]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
εὔθετον, (τίθημι)
A well-arranged, conveniently placed, ὀστέα Hp. Off.15: Comp. εὐθετώτερος Id.Fract.4; ἐν εὐθέτῳ τόπῳ = in a suitable place, Ἀρχ.Δελτ.7.200 (Ephesus). b. of the ashes of a corpse, easily stowed, A. Ag.444 (lyr.); so of the corpse, laid out for burial (cf. εὐθετέω), Supp.Epigr.1.449 (Phrygia, iii A. D.); εὔθετος σάκος, ἀρβύλαι, well-fitting, ready for use, A.Th.642 (Sch., εὔκυκλον cod. Med.), Fr.259; εὔθετος εἴς τι D.S.2.57; πρός τι Id.5.37; εὔθετόν ἐστι c. inf., it is convenient... Id.21.21; καιρὸς εὔθετος LXX Ps.31(32).6, D.S.5.57.
2 of persons, well-adapted, εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔ., οὐκ εἰς τὸν βίον Philem. 105.5; εἰς, πρὸς φιλίαν, Phld.Ir.p.46 W., Lib.p.45 O.; εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Ev.Luc.9.62; πράγματι for a business, Nicol. ap. Stob.3.1.40; πρός τι Plb.25.3.6, etc.; quick, able, κατὰ τὰς ἐντεύξεις τοῖς ὄχλοις εὔ. D.S.33.22: abs., εὔθετοι = fit and proper persons, PTeb.27.44 (ii B.C.), etc. Adv. εὐθέτως = in a good state, in a suitable condition, εὐθέτως ἔχειν Hp. Fract.23; πρός τι D.S.33.4.
German (Pape)
[Seite 1068] gut gesetzt, gelegt, gut geordnet, Hippocr.; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet, σάκος Aesch. Spt. 624; λέβητες Ag. 432; εἴς τι, zu Etwas geschickt, D. Sic. 2, 57; Ath. I, 25 a u. a. Sp., auch τῷ πράγματι, Nicol. Stob. fl. 14, 7 (V. 40); πρός τι, Pol. 26, 5, 6. – Adv., εὐθέτως ἔχειν πρός τι, geeignet sein zu Etwas, D. Sic. exc. 593, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien disposé, bien arrangé ; qui s'adapte bien, convenable.
Étymologie: εὖ, τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
εὔθετος:
1 хорошо сработанный, искусно сделанный (λέβητες, ἀρβύλαι Aesch.);
2 удобный, годный, полезный (εἴς τι Diod.; πρός τι Polyb.);
3 подходящий, пригодный, способный (πρός τι Polyb.; κατά τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔθετος: -ον, (τίθημι) καλῶς τεθειμένος, τεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ εἶναι πρόχειρος, Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· εὐκόλως τοποθετούμενος, λέβητας εὐθέτους (οὕτως ὁ Aurat. ἀντὶ -του) Αἰσχύλ. Ἀγ. 444· εὔθ. σάκος, ἀρβύλαι εὐάρμοστα, εὔκολα καὶ ἕτοιμα πρὸς χρῆσιν, Λατ. habilis, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 642, Ἀποσπ. 255· εὔθ. εἴς τι Διόδ. 2. 57· πρός τι ὁ αὐτ. 5. 37· εὔθετόν ἑστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι κατάλληλον, «βολικὸν» νὰ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 494. 36. 2) ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος, τινὶ Νικ. παρὰ Στοβ. 149. 4· πρός τι Πολύβ. 26. 5, 6, κτλ.· ταχύς, ἄξιος, ἱκανός, κατά τι, ἔν τινι, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 34: - Ἐπίρρ., εὐθέτως ἔχειν Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· πρός τι Διοδ. Ἐκλογ. 593. 6.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of τίθημι; well placed, i.e. (figuratively) appropriate: fit, meet.
English (Thayer)
εὔθετον (from εὖ and θετός), Greek writings from Aeschylus and Hippocrates down; properly, well-placed;
a. fit: εἰς τί, R G; Diodorus 2,57, et al.); with the dative of the thing for which: L T Tr WH (τῷ πράγματι, Nicolaus Damascenus, Stobaeus, fl. 14,7 (149,4)).
b. useful: τίνι, seasonable, Susanna, 15).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθετος, -ον)
1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση
2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι
(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)
μσν.-αρχ.
1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)
2. προσαρμοσμένος καλά, έτοιμος να χρησιμοποιηθεί
αρχ.
1. εύκολος, βολικός ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί κάπου
2. άξιος, ικανός για κάτι («ἐργάτας εὐθέτους»)
3. ευπρόσδεκτος «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ», ΚΔ
4. φρ. «εὔθετόν ἐστι» — είναι βολικό, επίκαιρο να...
επίρρ...
εὐθέτως (ΑΜ)
1. σε καλή κατάσταση
2. κατάλληλα, ευάρμοστα («πρός γαληνότατον όρμον ευθέτως κατήντησας»)
3. με ευχέρεια, γρήγορα («εὐθέτως τε τοῦτο ποιοῦμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θετός (< τίθημι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θε- και θ. θη- (πρβλ. αόρ. ε-θέ-μην)].
Greek Monotonic
εὔθετος: -ον, τοποθετημένος καλά ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. σάκος, αυτός που εφαρμόζει καλά, έτοιμος προς χρήση, Λατ. habilis, στον ίδ.
Middle Liddell
εὔ-θετος, ον
well-arranged or easily stowed, Aesch.; εὔθ. σάκος well-fitting, ready for use, Lat. habilis, Aesch.
Chinese
原文音譯:eÜqetoj 由-帖拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:好-安置的
字義溯源:妥為安放,合式的,合乎,適當的,適於,配,可用的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(τίθημι)*=設立)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(3);路(2);來(1)
譯字彙編:
1) 適於(1) 來6:7;
2) 合式(1) 路14:35;
3) 配(1) 路9:62