ἐξορίζω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksorizo
|Transliteration C=eksorizo
|Beta Code=e)cori/zw
|Beta Code=e)cori/zw
|Definition=(A), ([[ὅρος]]) (3sg. aor. subj. [[ἐξορύξη]] [from <b class="b3">Ἐξορϝίξ-</b>] <span class="title">Inscr.Cypr.</span>135.11 H.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[send beyond the frontier]], [[banish]], <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>257</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>874a</span>, etc.; γᾶθέν τινα <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1106</span> (lyr.); <b class="b3">τὸ σῶμά τινος ἐ</b>. (cf. [[ἐξόριστος]]) <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>37</span>:—Pass., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[expose]] a [[child]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>504</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[banish]], [[get rid of]], ἀγριότητα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>197d</span>; αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336b5</span>; τοὺς ἀνιάτους <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1180a10</span>: c. gen., τι τῆς ἀκοῆς <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.186b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. acc. loci only, <b class="b3">ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐ. πόλιν</b> [[pass]] from one to another, <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Pass., [[come forth from]], τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span>1380</span> (lyr.).</span><br />(B), ([[ὀρός]]) [[press out the whey from cheese]], EM349.29, Hsch.
|Definition=(A), ([[ὅρος]]) (3sg. aor. subj. [[ἐξορύξη]] [from <b class="b3">Ἐξορϝίξ-</b>] ''Inscr.Cypr.''135.11 H.):—<br><span class="bld">A</span> [[send beyond the frontier]], [[banish]], E.''Heracl.''257, Pl. ''Lg.''874a, etc.; γᾶθέν τινα E.''Tr.''1106 (lyr.); <b class="b3">τὸ σῶμά τινος ἐ.</b> (cf. [[ἐξόριστος]]) Plu.''Phoc.''37:—Pass., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Hyp.''Lyc.''20.<br><span class="bld">2</span> [[expose]] a [[child]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''504 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[banish]], [[get rid of]], ἀγριότητα Pl.''Smp.''197d; αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.''Pol.''1336b5; τοὺς ἀνιάτους Id.''EN''1180a10: c. gen., τι τῆς ἀκοῆς Jul.''Or.''6.186b.<br><span class="bld">II</span> c. acc. loci only, <b class="b3">ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐ. πόλιν</b> [[pass]] from one to another, E.''Heracl.''16.<br><span class="bld">III</span> Pass., [[come forth from]], τινός Id.''Hipp.''1380 (lyr.).<br /><br />(B), ([[ὀρός]]) [[press out the whey from cheese]], EM349.29, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=exiler, bannir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐξορίζο]]μαι provenir de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρίζω]].
|btext=[[exiler]], [[bannir]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐξορίζομαι]] provenir de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:35, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορίζω Medium diacritics: ἐξορίζω Low diacritics: εξορίζω Capitals: ΕΞΟΡΙΖΩ
Transliteration A: exorízō Transliteration B: exorizō Transliteration C: eksorizo Beta Code: e)cori/zw

English (LSJ)

(A), (ὅρος) (3sg. aor. subj. ἐξορύξη [from Ἐξορϝίξ-] Inscr.Cypr.135.11 H.):—
A send beyond the frontier, banish, E.Heracl.257, Pl. Lg.874a, etc.; γᾶθέν τινα E.Tr.1106 (lyr.); τὸ σῶμά τινος ἐ. (cf. ἐξόριστος) Plu.Phoc.37:—Pass., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Hyp.Lyc.20.
2 expose a child, E.Ion504 (lyr.).
3 banish, get rid of, ἀγριότητα Pl.Smp.197d; αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol.1336b5; τοὺς ἀνιάτους Id.EN1180a10: c. gen., τι τῆς ἀκοῆς Jul.Or.6.186b.
II c. acc. loci only, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐ. πόλιν pass from one to another, E.Heracl.16.
III Pass., come forth from, τινός Id.Hipp.1380 (lyr.).

(B), (ὀρός) press out the whey from cheese, EM349.29, Hsch.

German (Pape)

[Seite 887] über die Gränzen hinausbringen, verbannen; γᾶθέν τινα Eur. Troad. 1106; Heracl. 257; Dem. 25, 95; Arist. Eth. 10, 9 u. Sp. Überh. entfernen, ἀγριότητα Plat. Conv. 197 d, wie Dem. 26, 26; ἀσέβειαν Posid. Ath. VI, 234 c. – Im med. ἐξορίζεσθαί τινος, ausgehen von Einem, Eur. Hippol. 1381; aber D. Sic. 13, 111 = in der Verbannung sein.

French (Bailly abrégé)

exiler, bannir;
Moy. ἐξορίζομαι provenir de, gén..
Étymologie: ἐξ, ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορίζω:
1 прогонять за границу, изгонять прочь (за пределы) (γᾶθέν (= γῆθέν) τινα Eur.; τοὺς ἀνιάτους Arst.; τοῦτο τὸ θηρίον Dem.; ἐξωρίσθη εἰς Κέρσικαν νῆσον Plut.);
2 изгонять, искоренять (ἀγριότητα Plat., Dem.; αἰσχρολογίαν Arst.);
3 переступать пределы, покидать: ἄλλην ἀπ᾽ ἄλλης ἐ. πόλιν Eur. скитаться из страны в страну;
4 выбрасывать, выкидывать (τὸ σῶμά τινος Plut.): ἐξορίσαι τινὰ πτανοῖς θοίναν Eur. бросить кого-л. на съедение (хищным) птицам;
5 med. вести свое начало, происходить, проистекать (παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποπέμπω, ἐξάγω, ἔξω τῶν ὁρίων, ἐξορίζω, Λατ. exterminate, Εὐρ. Ἡρακ. 257, Πλάτ., κτλ. γᾶθέν τινα Εὐρ. Τρῳ. 1106· τὸ σῶμά τινος ἐξ. (πρβλ. ἐξόριστος), Πλουτ. Φωκ. 37. οὕτω καὶ Παθ., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 16. 2) ἐκθέτω βρέφος, Εὐρ. Ἴων. 504. 3) ἐκδιώκω, ἀπομακρύνω, πραότητα μὲν πορίζων, ἀγριότητα δὲ ἐξορίζων Πλάτ. Συμπ. 1971)· τὴν αἰσχρολογίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 8· τοὺς δ’ ἀνιάτους ὅλως ἐξορίζειν, ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Ν. 10, 9, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου μόνον, φεύγομεν δ’ ἀλώμενοι ἄλλην ἀπ’ ἄλλης ἐξορίζοντες πόλιν, καθιστῶντες μίαν πόλιν μετὰ τὴν ἄλλην τὸ ὅριον τῆς φυγῆς ἡμῶν, δηλ. μεταβαίνοντες ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, Εὐρ. Ἡρακλ. 16· πρβλ. ὁρίζω Ι. 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν, «ἀπὸ τοῦ ὅρου ἐκείνων εἰς ἐμὲ ἔρχεται τὸ τῶν προγόνων μύσος (Σχόλ.). ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 1381. Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου (60,25.26) ἀπαντᾷ ἐξορύζω διὰ τοῦ υ. Ἴδε Hoffman Griech. Dialekte Ι. σ. 72.

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐξορίζω) ορίζω
1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα της χώρας, απελαύνω
2. διώχνω μακριά, απομακρύνω
μσν.- νεοελλ.
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
νεοελλ.
εκτοπίζω κάποιον, του επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και να παραμείνει υπό επιτήρηση σε άλλη περιοχή της επικράτειας
μσν.
1. στέλνω
2. (για άνεμο) παρασύρω
αρχ.
1. (για βρέφος) εκθέτω, εγκαταλείπω
2. (για ανίατους ασθενείς) απομονώνω
3. πηγαίνω από πόλη σε πόλη
4. μέσ. προέρχομαι.
(II)
ἐξορίζω (Α)
βγάζω τον ορό από το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορίζω (< ορός)].

Greek Monotonic

ἐξορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. 1. στέλνω έξω από τα σύνορα, εξορίζω, Λατ. exterminare, σε Ευρ. κ.λπ.
2. εκθέτω, αφήνω ένα βρέφος έκθετο, στον ίδ.
3. διώχνω, απομακρύνω κάτι, σε Πλάτ.
II. με αιτ. τόπου μόνο, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐξ. πόλιν, περνώντας από τη μια στην άλλη, σε Ευρ.
III. στην Παθ., έρχομαι, προέρχομαι από, τινος, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
I. to send beyond the frontier, banish, Lat. exterminare, Eur., etc.
2. to expose a child, Eur.
3. to get rid of a thing, Plat.
II. c. acc. loci only, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐξ. πόλιν to pass from one to another, Eur.
III. in Pass. to come forth from, τινος Eur.