κρείττων: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 14:24, 11 October 2024
English (LSJ)
later Attic for κρείσσων.
English (Strong)
comparative of a derivative of κράτος; stronger, i.e. (figuratively) better, i.e. nobler: best, better.
English (Thayer)
and (T Tr WH L text κρείττων); L T Tr WH κρείσσων; see WH's Appendix, p. 148f; cf. Sigma) κρείσσων, κρεισσονος, neuter κρεισσονου (comparitive of κρατύς, see κράτιστος, cf. Kühner, i., p. 436; (Buttmann, 27 (24))) (from Homer down), better; i. e.
a. more useful, more serviceable: R G; πολλῷ μᾶλλον, added, μᾶλλον, 1b.); κρεῖσσον (adverb) ποιεῖν, κρεῖττον ἐστιν, it is more advantageous, followed by an infinitive, Buttmann, 217 (188); Winer's Grammar, § 41a. 2 a).
b. more excellent: κρεῖττον, followed by an infinitive, 1 Peter 3:17.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρείττων, ep. κρείσσων, Ion. κρέσσων comp. sterker:. ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται wie van beiden wint en sterker blijkt Il. 3.71; τὸν κρείττω τοῦ ἥττονος ἄρχειν dat de sterkere heerst over de zwakkere Plat. Grg. 483d. machtiger:; τόξον... οὔ τις ἐμεῖο κρείσσων... δόμεναι niemand is meer gerechtigd dan ik om (de boog) te geven Od. 21.345; subst. οἱ κρείσσονες de machtigsten (vaak van goden):; τις οὗτος τῶν κρειττόνων die is één van de goden Plat. Sph. 216b; ook τὰ κρείσσω de goden. beter, voordeliger:; κρέσσον οἰκτιρμῶν φθόνος het is beter benijd te worden dan beklaagd Pind. P. 1.85; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν want het is beter eens en voor al te sterven Aeschl. PV 750; met pred. ptc.:; κρείσσων ἦσθα μηκέτ’ ὢν ἢ ζῶν τυφλός je zou beter af zijn door niet meer te leven, dan blind door het leven te gaan Soph. OT 1368; subst.: τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσω de voordelen die ons ter beschikking staan Thuc. 4.10.2. superieur aan; meester van, met gen.: κ. χρημάτων geld, daar stond hij boven Thuc. 2.60.5; κρείττονες αὑτῶν zichzelf meester Plat. Phaedr. 232a; γαστρὸς κρείττους εἶναι zijn lusten de baas zijn Xen. Cyr. 4.2.45. groter dan, te groot voor, iets te boven gaand, met gen. of met ἢ:; ἔργα... κρείσσον’ ἀγχόνης daden die de strop te boven gaan Soph. OT 1374; κρείσσον’ ἢ λέξαι λόγῳ τολμήματα waagstukken die elke beschrijving tarten Eur. Suppl. 844; κρεῖττον λόγου κάλλος schoonheid te groot voor woorden Xen. Mem. 3.11.1; ongunstig:. ἐλπίδος κρεῖσσον erger dan verwacht Thuc. 2.64.1; κρείττους τῆς παιδείας aan wie opvoeding niet besteed is Aristot. Pol. 1316a9.
Greek Monolingual
κρείσσων και κρείττων, -ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, -ον, δωρ. τ. κάρρων, -ον, κρητ. τ κάρτων, -ον)
1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον», Πίνδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή κρείσσω
τα υψηλότερα πράγματα, οι υψηλότερες ιδέες («ἀλλά καὶ διὰ γυναικός πηγάζει τὰ κρείττονα»)
αρχ.
1. δυνατότερος ως προς τη μυϊκή δύναμη («ἀλλ' ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι», Αισχύλ.)
2. (κυρίως σε μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη ισχύ, ισχυρότερος («κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που νικά, που υπερισχύει
4. εκείνος που υπερέχει, υπέρτερος (α. «κρεῖσσον θέαμα δεργμάτων ἐφαίνετο», Ευρ.
β. «κρεῖσσον λόγου τὸ κάλλος», Ξεν.)
5. αυτός που του αξίζει μεγαλύτερη τιμωρία («οἷν ἐμοὶ δυοῑν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα», Σοφ.)
6. (σχετικά με πράγματα και αφηρημένες έννοιες, όπως επιθυμίες, πάθη κ.λπ.) εγκρατής («κρείσσων ἡδονῶν», Δημόκρ.)
7. (με απρμφ.) καταλληλότερος να κάνει κάτι («τόξον μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμοῖο κρείσσων, ᾧ κ' ἐθέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι», Ομ. Οδ.)
8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κρείσσονες
α) σώμα φρουράς τών Θηβών
β) οι ανώτερες δυνάμεις, οι θεϊκές δυνάμεις
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρεῖσσον
η θεία πρόνοια
10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλεονεκτήματα
11. φρ. α) «οί κρείσσονες θεοί» — οι θεοί του Ολύμπου
β) «κρεῖσσόν ἐστι» — είναι προτιμότερο
γ) «κρείσσων λόγος» — ο ηθικώς ανώτερος λόγος
δ) «κατὰ τὸ κρεῖττον» — σύμφωνα με την ηθική.
επίρρ...
κρεισσόνως και κρειττόνως (AM) με καλύτερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. κρέσσων αντί του αρχικού ιωνικού τ. κρέσσων προήλθε πιθ. αναλογικά προς το ἀμείνων. Ο ιων. τ. κρέσσων (με -σσ- απὸ -τy- εμφανίζει απαθή βαθμίδα κρε-τ- (κρε-τ-yων > κρέσσων, βλ. λ. κράτος), ενώ ο δωρ. τ. κάρρων συνεσταλμένη καρ-τ (κάρσων < καρ-τ-yων). Ο κρητ. τ. κάρτων είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το καρτ-ερός. Η αρχική σημ. τών συγκριτικών αυτών είναι «δυνατότερος», λειτούργησαν όμως «συμπληρωματικώς» (completivismus) ως συγκριτικός βαθμός του αγαθός με υπερθετικό το κράτιστος, πού εμφανίζει επίσης τη συνεσταλμένη βαθμίδα κρα-τ-.
ΠΑΡ. αρχ. κρειττούμαι
αρχ.-μσν.
κρεισσονεύω, κρεισσώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. κρεισσότεκνος.
Chinese
原文音譯:kre⋯ttwn 克雷團
詞類次數:形容詞(19)
原文字根:(更)握住 相當於: (טָבַב / טִבָּה / טֹוב / טֹובָה)
字義溯源:更強,更大,較大,受益,更優良,更美,美好,好,妙,強;源自(κράτος)*=權力)
出現次數:總共(18);林前(2);腓(1);來(13);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 更美的(4) 來9:23; 來11:16; 來11:35; 來11:40;
2) 更好(3) 林前7:9; 來10:34; 彼前3:17;
3) 更美之(3) 來7:22; 來8:6; 來8:6;
4) 更美(2) 來7:19; 來12:24;
5) 妙(1) 彼後2:21;
6) 強於(1) 來6:9;
7) 受益(1) 林前11:17;
8) 好(1) 腓1:23;
9) 美好(1) 來1:4;
10) 較大的(1) 來7:7
French (Bailly abrégé)
att. c. κρείσσων.
German (Pape)
att. = κρείσσων.
Frisk Etymological English
See also: s. κράτος.
Translations
better
Alviri-Vidari Vidari: ودرتر; Arabic: أَفْضَل, أَحْسَن; Armenian: ավելի լավ; Assamese: -কৈ ভাল; Basque: hobe; Belarusian: лепшы; Bengali: আরও ভাল, আফজল; Breton: gwell, gwelloc'h; Bulgarian: по-добър; Catalan: millor; Chinese Mandarin: 更好, 比較好的/比较好的, 較好的/较好的; Cornish: gwell; Czech: lepší; Danish: bedre; Dutch: beter; Esperanto: pli bona; Estonian: parem; Faroese: betri; Finnish: parempi; French: meilleur; Friulian: miôr; Galician: mellor; Georgian: უკეთესი, უმჯობესი; German: besser; Gothic: 𐌱𐌰𐍄𐌹𐌶𐌰; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων, καλλίων, βέλτερος, ἀμείνων, λωΐων, λῴων, φέρτερος, ὑπέρτερος; Hindi: बेहतर; Hungarian: jobb; Icelandic: betri; Ido: plu bona, maxim; Interlingua: melior; Irish: níos fearr; Italian: migliore, meglio; Japanese: もっといい, より良い; Karelian: parempi; Korean: 더 좋은; Ladin: miec; Latin: melior, potior; Macedonian: подобар; Malay: lebih baik, lebih bagus; Neapolitan: meglio; Norman: miyeu; Norwegian Bokmål: bedre; Nynorsk: betre; Occitan: melhor; Old English: betera; Persian: بِهتَر, بختر; Plautdietsch: bäta; Polish: lepszy; Portuguese: melhor; Romani: feder; Romanian: mai bun, mai bine; Romansch: meglier; Russian: лучше, лучший; Sanskrit: श्रेयस्; Sardinian: megnus, mellus; Scottish Gaelic: nas fheàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ље̄; Roman: bȍljē, bolji; Sicilian: megghiu; Slovak: lepší; Slovene: bóljši; Spanish: mejor; Swahili: bora; Swedish: bättre; Thai: ดีกว่า; Turkish: daha iyi; Ukrainian: кращий, лі́пший; Urdu: بہتر; Venetian: mejo; Veps: paremba; Vietnamese: tốt hơn, khá hơn, khoẻ hơn; Volapük: gudikum; Võro: parõmb; Walloon: meyeu; Welsh: gwell; Yakut: бэт; Yiddish: בעסער
superior
Albanian: i epërm, e epërme; Arabic: أَجْدَر, مُتَفَوِّق; Azerbaijani: üstün; Bulgarian: старши, висш; Catalan: superior; Chinese Mandarin: 優越, 优越; Czech: vyšší; Danish: overlegen; Dutch: superieur; Esperanto: supera; Finnish: ylempi, parempi; French: supérieur; Galician: superior; Georgian: უმაღლესი; German: überlegen, höher, höherstehend, übergeordnet; Gothic: 𐌰𐌿𐌷𐌿𐌼𐌰; Greek: ανώτερος; Ancient Greek: διάφορος, ἐπικρατής, καθυπέρτερος, κατυπέρτερος, κρείσσων, κρεῖττον, κρείττων, κρέσσων, περίοχος, ὑπείροχος, ὑπερέξοχος, ὑπέροχος; Hebrew: עִלַּאי; Hungarian: kiváló; Irish: ardchéimiúil; Italian: superiore, sovraordinato; Japanese: 偉い, 貴い, 上級の, 高貴な; Korean: 우수한; Lithuanian: aukštesnio laipsnio, vyresnysis; Norwegian Bokmål: overlegen; Nynorsk: overlegen; Occitan: superior; Ottoman Turkish: اوست, یوقاری; Portuguese: superior; Romanian: superior, mai bun; Russian: вышестоящий, высший, старший; Samoan: sili; Sanskrit: उत्तर, श्रेयस्; Spanish: superior; Swedish: överlägsen; Turkish: üstün; Ukrainian: вищий, старший; Uyghur: ئۈستۈن