ατμός: Difference between revisions
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀτμός]])<br />υγρή [[πνοή]], [[αναθυμίαση]] αερίου, [[αχνός]]<br />ατμοί ονομάζονται γενικά τα αεριώδη εκείνα σώματα που υγροποιούνται σχετικά εύκολα με [[ψύξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπ' ατμόν» — [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ατμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αετμός</i> ( | |mltxt=ο (AM [[ἀτμός]])<br />υγρή [[πνοή]], [[αναθυμίαση]] αερίου, [[αχνός]]<br />ατμοί ονομάζονται γενικά τα αεριώδη εκείνα σώματα που υγροποιούνται σχετικά εύκολα με [[ψύξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπ' ατμόν» — [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ατμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αετμός</i> (πρβλ. τις «γλώσσες» του Ησυχίου<br />«[[αετμόν]]<br />το [[πνεύμα]]» και «<i>άετμα</i><br />[[φλόξ]]»). Ο τ. <i>α</i>(<i>F</i>)<i>ε</i>-<i>τμός</i>, σχηματισμένος με το επιθηματικό [[στοιχείο]] -<i>τ</i>-<i>μο</i>-, συνδέεται με τα <i>ά</i>(<i>F</i>)<i>ελλα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άFε</i>-<i>λια</i>) και <i>ά</i>(<i>F</i>)<i>η</i>-<i>μι</i> (πρβλ. [[επίσης]] και [[αϋτμή]], πιθ. με [[εναλλαγή]] <i>αFερ</i>- / <i>αυτ</i>-). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι ανάλογο μορφολογικό σχηματισμό [[προς]] το [[ατμός]], [[χωρίς]] όμως [[καμιά]] ετυμολογική [[συγγένεια]], παρουσιάζουν τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>tmάn</i>- «[[ψυχή]], [[πνεύμα]]» και αρχ. άνω γερμ. <i>ā</i><i>tum</i> «[[πνοή]], [[αναπνοή]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ. <i>ē</i><i>t</i>-<i>men</i>- «[[πνοή]], [[αναπνοή]]»). Βλ. και λ. [[άημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατμίδα]] (Α <i>ατμίς</i>), [[ατμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατμιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ατμοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αερατμός]], [[ατμαγωγός]], [[ατμάμαξα]], [[ατμαντλία]], [[ατμήλατος]], [[ατμόβαρις]], [[ατμοβραστήρας]], [[ατμογόνος]], [[ατμοδόκη]], [[ατμοθάλαμος]], [[ατμόιππος]], [[ατμοκιβώτιο]], [[ατμοκινητήρας]], [[ατμοκίνητος]], [[ατμοκλίβανος]], [[ατμοκύλινδρος]], [[ατμολέβητας]], [[ατμόληψη]], [[ατμόλουτρο]], [[ατμομανδύας]], [[ατμομηχανή]], [[ατμόμυλος]], [[ατμονομώ]], [[ατμοπαγίδα]], [[ατμοπλοΐα]], [[ατμόπλοιο]], [[ατμοστρόβιλος]], [[ατμοσυμπυκνωτής]], [[ατμοσυσσωρευτής]], [[ατμόσφαιρα]], [[ατμόσφυρα]], [[ατμοσωλήνας]], [[ατμοφράκτης]] / [[υδρατμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένατμος]], [[υπατμός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
ο (AM ἀτμός)
υγρή πνοή, αναθυμίαση αερίου, αχνός
ατμοί ονομάζονται γενικά τα αεριώδη εκείνα σώματα που υγροποιούνται σχετικά εύκολα με ψύξη
νεοελλ.
φρ. «υπ' ατμόν» — έτοιμος για αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατμός < αετμός (πρβλ. τις «γλώσσες» του Ησυχίου
«αετμόν
το πνεύμα» και «άετμα
φλόξ»). Ο τ. α(F)ε-τμός, σχηματισμένος με το επιθηματικό στοιχείο -τ-μο-, συνδέεται με τα ά(F)ελλα (< άFε-λια) και ά(F)η-μι (πρβλ. επίσης και αϋτμή, πιθ. με εναλλαγή αFερ- / αυτ-). Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάλογο μορφολογικό σχηματισμό προς το ατμός, χωρίς όμως καμιά ετυμολογική συγγένεια, παρουσιάζουν τα αρχ. ινδ. ātmάn- «ψυχή, πνεύμα» και αρχ. άνω γερμ. ātum «πνοή, αναπνοή» (< ΙΕ. ēt-men- «πνοή, αναπνοή»). Βλ. και λ. άημι.
ΠΑΡ. ατμίδα (Α ατμίς), ατμώδης
αρχ.
ατμιώ.
ΣΥΝΘ. ατμοειδής
νεοελλ.
αερατμός, ατμαγωγός, ατμάμαξα, ατμαντλία, ατμήλατος, ατμόβαρις, ατμοβραστήρας, ατμογόνος, ατμοδόκη, ατμοθάλαμος, ατμόιππος, ατμοκιβώτιο, ατμοκινητήρας, ατμοκίνητος, ατμοκλίβανος, ατμοκύλινδρος, ατμολέβητας, ατμόληψη, ατμόλουτρο, ατμομανδύας, ατμομηχανή, ατμόμυλος, ατμονομώ, ατμοπαγίδα, ατμοπλοΐα, ατμόπλοιο, ατμοστρόβιλος, ατμοσυμπυκνωτής, ατμοσυσσωρευτής, ατμόσφαιρα, ατμόσφυρα, ατμοσωλήνας, ατμοφράκτης / υδρατμός
αρχ.
ένατμος, υπατμός].