διανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διανοίγω]])<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]] [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] λίγο, [[μόλις]] [[ανοίγω]], [[ανοίγω]] [[κάτι]] διαχωρίζοντάς το<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ερμηνεύω]], [[αναπτύσσω]], [[εξηγώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατέμνω]] νεκρό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> [[κατανοώ]] πλήρως.
|mltxt=(AM [[διανοίγω]])<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]] [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] λίγο, [[μόλις]] [[ανοίγω]], [[ανοίγω]] [[κάτι]] διαχωρίζοντάς το<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ερμηνεύω]], [[αναπτύσσω]], [[εξηγώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατέμνω]] νεκρό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> [[κατανοώ]] πλήρως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διανοίγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανοίγω]] [[κάτι]] λίγο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανοίγω]] και [[ερμηνεύω]], [[τὰς]] γραφάς, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανοίγω Medium diacritics: διανοίγω Low diacritics: διανοίγω Capitals: ΔΙΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: dianoígō Transliteration B: dianoigō Transliteration C: dianoigo Beta Code: dianoi/gw

English (LSJ)

   A lay open, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.Ly.210a; μήτραν Ev.Luc.2.23:—Pass., LXXGe.3.5,al., Sor.1.86; of a dead body, Arist. HA507a21.    II open so as to connect, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Id.Mu.393b3.    III reveal, explain, τὰς γραφάς Ev.Luc. 24.32, cf. Act.Ap.17.3; τὰ τῶν παλαιῶν ἀπόρρητα Aen.Gaz.Thphr. p.5B.

Greek (Liddell-Scott)

διανοίγω: μέλλ. -ξω, ἀνοίγω ὀλίγον, Πλάτ. Λύσ. 210Α, Ἑβδ., Κ. Δ.· - ἀνοίγω, ἀνατέμνω νεκρὸν σῶμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 17, 5. ΙΙ. ἀνοίγω ὅπως συνδέσω τι, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10. ΙΙΙ. ἀνοίγω, ἑρμηνεύω, ἀναπτύσσω, τὰς γραφὰς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ', 22, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιζ', 3.

French (Bailly abrégé)

ao. διήνοιξα, etc.
entrouvrir, ouvrir, acc..
Étymologie: διά, ἀνοίγω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [át. perf. part. διανεωγώς Arist.Mu.393a18]
I 1tr. abrir, esp. abrir separando de partes del cuerpo τὸ στόμα Hp.Mul.2.127, cf. 203, D.C.47.8.4, Philox.Gramm.3, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.Ly.210a, cf. LXX 4Re.6.17, τὰ βλέφαρα Gal.11.301, τοὺς πόρους Thphr.Od.49, πᾶν πρωτότοκον ... διανοῖγον πᾶσαν μήτραν LXX Ex.13.2, cf. 12, Ph.1.181, Ezech.174, Eu.Luc.2.23, en v. pas. σκέλεα Hp.Epid.7.80, en la disección de anim. διανοιχθέν τι τῶν τετραπόδων ὤφθη Arist.HA 507a21, διανοίχθητι ¡ábrete! ref. a los oídos de un sordomudo en su curación Eu.Marc.7.34, ὡς ... τρυπάνῳ ... διανοιχθῆναι αὐτοῖς τὰ ὦτα Luc.Cont.21
fig. διανοίξαι τὴν καρδίαν ὑμῶν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ que abra vuestro corazón a su ley LXX 2Ma.1.4, διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς Eu.Luc.24.45
en v. pas. fig. ser revelado αὐτῷ ἡ μία φύσις Eust.Mon.Ep.134
gener. abrir ὁ Ὠκεανὸς τὸν Ἰνδικόν τε καὶ Περσικὸν διανοίξας κόλπον Arist.Mu.393b3, cf. l.c., διάνοιξον ... τὰς θύρας σου LXX Za.11.1, διανοίξασα τὸν χιτῶνα Ach.Tat.5.17.6, (τὴν γῆν) διανοίξαντες Philostr.Her.9.28, τὴν δέλτον ... διανοίξας Hld.2.10.1, en v. pas. ἔσται πᾶς τόπος διανοιγμένος LXX Za.13.1.
2 de textos escritos revelar, descubrir el sentido ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς cuando nos reveló el sentido de las escrituras, Eu.Luc.24.32, διελέξατο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι ... dialogó con ellos a partir de las escrituras, revelándolas y exponiendo que ..., Act.Ap.17.3, διανοίγειν ... πειράσομαι τὰ τῶν παλαιῶν ἀπόρρητα Aen.Gaz.Thphr.5.11.
3 de recursos, etc. abrir, poner en servicio ἤρξατο διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c
fig. de una constelación hacer salir, hacer brillar διανοίξεις μαζουρωθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ ...; ¿harás salir la constelación de la Corona a su tiempo? LXX Ib.38.32.
II intr., en v. med.-pas. abrirse ὡς ... οἱ ... τοῦ νεὼ πυλῶνες αὐτόματοι διανοιχθεῖεν Plu.Tim.12, διανοίγεται δὲ ἡ κατάποσις Sor.64.19
fig. διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί se os abrirán los ojos y seréis como dioses dice la serpiente, LXX Ge.3.5, cf. Eu.Luc.24.31.

English (Strong)

from διά and ἀνοίγω; to open thoroughly, literally (as a first-born) or figuratively (to expound): open.

English (Thayer)

imperfect διηνοιγον; 1st aorist διήνοιξα; passive, 1st aorist διηνοιχθην; (2nd aorist διηνοιγην); perfect participle διηνοιγμενος (L T Tr WH); (on variations of augment see references under the word ἀμπογππ); the Sept. chiefly for פָּקַח and פָּתַח; occasionally in secular authors from Plato, Lysias, p. 210a. down; to open by dividing or drawing asunder (διά), to open thoroughly (what had been closed);
1. properly: ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, a male opening the womb (the closed matrix), i. e. the first-born, οὐρανούς, passive, L T Tr WH; the ears, the eyes, i. e. to restore or to give hearing, sight: R G; τάς γραφάς, to open the sense of the Scriptures, explain them, τόν νοῦν τίνος, to open the mind of one, i. e. cause him to understand a thing, τήν καρδίαν, to open one's soul, i. e. to rouse in one the faculty of understanding or the desire of learning, Themistius, orat. 2de Constantio imp. (p. 29, Harduin edition) διανοίγεται μου ἡ καρδία καί διαυγεστερα γίνεται ἡ ψυχή); absolutely, followed by ὅτι, to explain, expound namely, αὐτάς, i. e. τάς γραφάς, Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 19f.

Greek Monolingual

(AM διανοίγω)
1. δημιουργώ άνοιγμα
2. ανοίγω λίγο, μόλις ανοίγω, ανοίγω κάτι διαχωρίζοντάς το
αρχ.-μσν.
ερμηνεύω, αναπτύσσω, εξηγώ
αρχ.
1. ανατέμνω νεκρό σώμα
2. κατανοώ πλήρως.

Greek Monotonic

διανοίγω: μέλ. -ξω,
I. ανοίγω κάτι λίγο, σε Πλάτ.
II. ανοίγω και ερμηνεύω, τὰς γραφάς, σε Καινή Διαθήκη