θέρμη: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(17) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[θέρμη]], Α και [[θέρμα]])<br /><b>1.</b> [[θερμότητα]], [[ζέστη]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[θερμότητα]] του σώματος, [[υψηλός]] [[πυρετός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι [[θέρμες]]<br />θερμά λουτρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οξεία]] [[προσβολή]] ελώδους πυρετού, [[ελονοσία]] («τον [[τόπο]] μας τον ταράζουν οι [[θέρμες]]»)<br /><b>2.</b> [[ζωηρότητα]], [[ζήλος]], [[ζέση]]<br />(«υποστηρίζει με [[θέρμη]] τη [[γνώμη]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ θέρμαι</i><br />α) [[συγκρότημα]] αιθουσών που προορίζονταν για [[δημόσια]] λουτρά, [[ανάπαυση]] και κοινωνική [[δραστηριότητα]]<br />β) [[ονομασία]] πόλης στη [[Σικελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμή</i>, θηλ. του επιθ. [[θερμός]], με αναβιβασμό τόνου. Η λ. [[θέρμη]] εμφανίζεται ως β' συνθ. με τη [[μορφή]] -<i>θερμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θερμίζω]], [[θέρμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[θερμοβότανο]], [[θερμολογώ]], [[θερμολοίμη]]. (Β' συνθετικό) [[άθερμος]], [[ένθερμος]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[θέρμη]], Α και [[θέρμα]])<br /><b>1.</b> [[θερμότητα]], [[ζέστη]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[θερμότητα]] του σώματος, [[υψηλός]] [[πυρετός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι [[θέρμες]]<br />θερμά λουτρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οξεία]] [[προσβολή]] ελώδους πυρετού, [[ελονοσία]] («τον [[τόπο]] μας τον ταράζουν οι [[θέρμες]]»)<br /><b>2.</b> [[ζωηρότητα]], [[ζήλος]], [[ζέση]]<br />(«υποστηρίζει με [[θέρμη]] τη [[γνώμη]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ θέρμαι</i><br />α) [[συγκρότημα]] αιθουσών που προορίζονταν για [[δημόσια]] λουτρά, [[ανάπαυση]] και κοινωνική [[δραστηριότητα]]<br />β) [[ονομασία]] πόλης στη [[Σικελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμή</i>, θηλ. του επιθ. [[θερμός]], με αναβιβασμό τόνου. Η λ. [[θέρμη]] εμφανίζεται ως β' συνθ. με τη [[μορφή]] -<i>θερμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θερμίζω]], [[θέρμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[θερμοβότανο]], [[θερμολογώ]], [[θερμολοίμη]]. (Β' συνθετικό) [[άθερμος]], [[ένθερμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θέρμη:''' ἡ ([[θερμός]]), [[θερμότητα]], [[ζέστη]], η [[ζέστη]] του πυρετού, σε Θουκ., κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
also θέρμᾰ (q.v.), ἡ,
A heat, Hp.VM19, LXXSi.38.28, Act.Ap.28.3; τῆς θ. when it is hot, Olymp.in Mete.98.20; feverish heat, Pherecr.158, Pl.Tht.178c (θερμά codd.), Arist.Pr.862a18: Pl., Hp. Epid.7.51, Th.2.49, Arr.An.2.4.8. II θέρμαι, αἱ, hot springs, IG14.455 (Catana), cf. 1055: name of a town in Sicily, Plb.1.24.4. 2 hot baths, POxy.473.5 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1201] ἡ, Wärme, Hitze, Thuc. 2, 49; im plur. von Fieberhitze, ὁ π υρετός Tim. lex., vgl. Luc. D. Mar. 11; Arr. An. 2, 4 u. A. Die neuen Attiker schrieben θέρμα, Lob. zu Phryn. 331; αἱ θέρμαι, warme Bäder, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμη: ἡ, (θερμὸς) θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· πυρετώδης ζέστη, πυρετός, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 90, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Θεαιτ. 178C, Ἀριστ. Προβλ. 1. 23, κτλ.· ὡσαύτως, ἱδρὼς, Ἀρρ. Ἀν. 2. 27· πρβλ. θέρμα. ΙΙ. θέρμαι, αἱ, θερμαὶ πηγαί, Λατ. thermae, Συλλ. Ἐπιγρ. 5694, 5809· ― ὄνομα πόλεώς τινος ἐν Σικελίᾳ, Πολύβ. 1. 24, 4.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chaleur, chaleur de fièvre.
Étymologie: θερμός.
English (Strong)
from the base of θέρος; warmth: heat.
English (Thayer)
(and Θερμα; cf. Lob. ad Phryn., p. 331 (Rutherford, New Phryn., p. 414)), θέρμης, ἡ, heat: Thucydides, Plato, Menander, others.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ θέρμη, Α και θέρμα)
1. θερμότητα, ζέστη
2. υπερβολική θερμότητα του σώματος, υψηλός πυρετός
3. στον πληθ. οι θέρμες
θερμά λουτρά
νεοελλ.
1. οξεία προσβολή ελώδους πυρετού, ελονοσία («τον τόπο μας τον ταράζουν οι θέρμες»)
2. ζωηρότητα, ζήλος, ζέση
(«υποστηρίζει με θέρμη τη γνώμη του»)
αρχ.
πληθ. αἱ θέρμαι
α) συγκρότημα αιθουσών που προορίζονταν για δημόσια λουτρά, ανάπαυση και κοινωνική δραστηριότητα
β) ονομασία πόλης στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμή, θηλ. του επιθ. θερμός, με αναβιβασμό τόνου. Η λ. θέρμη εμφανίζεται ως β' συνθ. με τη μορφή -θερμος.
ΠΑΡ. αρχ. θερμίζω, θέρμω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θερμοβότανο, θερμολογώ, θερμολοίμη. (Β' συνθετικό) άθερμος, ένθερμος].
Greek Monotonic
θέρμη: ἡ (θερμός), θερμότητα, ζέστη, η ζέστη του πυρετού, σε Θουκ., κ.λπ.