κήλη: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[κήλη]], Α αττ. τ. [[κάλη]])<br />η [[έξοδος]] ενός οργάνου από την [[κοιλότητα]] στην οποία περιέχεται φυσιολογικά, εξαιτίας [[κυρίως]] της ύπαρξης ειδικής ανατομικής προδιάθεσης, εκ γενετής ή επίκτητης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οίδημα]], όγκος<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμπούρα]] («καὶ οἱ βόες, [[ὥσπερ]] αἱ κάμηλοι, κάλας ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ἀκρωμίων», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κήλη]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κᾱF</i>-<i>ελ</i>-<i>ᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>kau</i> (<i>ә</i>)<i>l</i><i>ā</i> «[[οίδημα]], [[κήλη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. νορβ. <i>haull</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ō</i><i>la</i>, αρχ. σλαβ. <i>kyla</i>, ρωσ. <i>kila</i>). Ο αττ. τ. [[κάλη]] εμφανίζει <i>ᾱ</i> δυσερμήνευτο. Πιθ. [[κάλη]] <span style="color: red;"><</span> <i>kặF</i>-<i>ελ</i>-<i>ᾱ</i>, με [[συναίρεση]]. Κατ' άλλους, ο τ. θεωρείται [[δάνειος]] από μη ιωνική διάλεκτο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηλήτης]], [[κηλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηλικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κηλογράφος]], [[κηλοποιός]], [[κηλοτόμος]]. (Β' συνθετικό) [[βουβωνοκήλη]], [[βρογχοκήλη]], [[εντεροκήλη]], [[κιρσοκήλη]], [[σαρκοκήλη]], [[υδροκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εντερεπιπλοκήλη</i>, <i>επιπλοεντεροκήλη</i>, [[επιπλοκήλη]], [[μηροκήλη]], [[πνευματοκήλη]], [[πωροκήλη]], [[σαρκοεπιπλοκήλη]], [[στεατοκήλη]], <i>υγροκήλη</i>, [[υδρεντεροκήλη]], [[υδροκιρσοκήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αεροκήλη]], [[γαλακτοκήλη]], <i>γαστροκήλη</i>, <i>καρδιοκήλη</i>, <i>κοιλοκήλη</i>, <i>λαπαροκήλη</i>, [[νεφροκήλη]], [[ομφαλοκήλη]], [[ορχεοκήλη]], [[οφθαλμοκήλη]], [[προστατοκήλη]], [[πρωκτοκήλη]], [[σπερματοκήλη]], [[σπληνοκήλη]], [[τραχειοκήλη]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[κήλη]], Α αττ. τ. [[κάλη]])<br />η [[έξοδος]] ενός οργάνου από την [[κοιλότητα]] στην οποία περιέχεται φυσιολογικά, εξαιτίας [[κυρίως]] της ύπαρξης ειδικής ανατομικής προδιάθεσης, εκ γενετής ή επίκτητης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οίδημα]], όγκος<br /><b>αρχ.</b><br />[[καμπούρα]] («καὶ οἱ βόες, [[ὥσπερ]] αἱ κάμηλοι, κάλας ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ἀκρωμίων», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κήλη]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κᾱF</i>-<i>ελ</i>-<i>ᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>kau</i> (<i>ә</i>)<i>l</i><i>ā</i> «[[οίδημα]], [[κήλη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. νορβ. <i>haull</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ō</i><i>la</i>, αρχ. σλαβ. <i>kyla</i>, ρωσ. <i>kila</i>). Ο αττ. τ. [[κάλη]] εμφανίζει <i>ᾱ</i> δυσερμήνευτο. Πιθ. [[κάλη]] <span style="color: red;"><</span> <i>kặF</i>-<i>ελ</i>-<i>ᾱ</i>, με [[συναίρεση]]. Κατ' άλλους, ο τ. θεωρείται [[δάνειος]] από μη ιωνική διάλεκτο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηλήτης]], [[κηλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηλικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κηλογράφος]], [[κηλοποιός]], [[κηλοτόμος]]. (Β' συνθετικό) [[βουβωνοκήλη]], [[βρογχοκήλη]], [[εντεροκήλη]], [[κιρσοκήλη]], [[σαρκοκήλη]], [[υδροκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εντερεπιπλοκήλη</i>, <i>επιπλοεντεροκήλη</i>, [[επιπλοκήλη]], [[μηροκήλη]], [[πνευματοκήλη]], [[πωροκήλη]], [[σαρκοεπιπλοκήλη]], [[στεατοκήλη]], <i>υγροκήλη</i>, [[υδρεντεροκήλη]], [[υδροκιρσοκήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αεροκήλη]], [[γαλακτοκήλη]], <i>γαστροκήλη</i>, <i>καρδιοκήλη</i>, <i>κοιλοκήλη</i>, <i>λαπαροκήλη</i>, [[νεφροκήλη]], [[ομφαλοκήλη]], [[ορχεοκήλη]], [[οφθαλμοκήλη]], [[προστατοκήλη]], [[πρωκτοκήλη]], [[σπερματοκήλη]], [[σπληνοκήλη]], [[τραχειοκήλη]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κήλη:''' Αττ. [[κάλη]] <i>[ᾱ]</i>, <i>ἡ</i>, [[οίδημα]], όγκος, [[ιδίως]], [[διακοπή]], [[διάρρηξη]], Λατ. hemia, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Att.κάλη [prob.ᾱ], ἡ,
A tumour; esp. rupture, hernia, Hp.Aër. 7 (pl.), AP6.166 (Lucill.), 11.342. 2 hump on a buffalo's back, Arist.HA606a16, in acc. pl. κάλας (v.l. χαίτας); in human beings, Eup.276.1, Gal.7.729, Artem.3.45; καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί... κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες Phryn.PSp.81 B. (Cf. ONorse haull, OSlav. kyla, both = hernia.)
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, att. κάλη, Geschwulst, bes. Bruch; die besondere Art derselben wird von den Aerzten durch Composita angegeben, ἐντεροκήλη, ἐπιπλοκήλη u. ä., Medic.; vgl. B. A. 47, 21.
Greek (Liddell-Scott)
κήλη: Ἀττ. κάλη ᾱ, ἡ, οἴδημα, ὄγκωμα, ἰδίως «σπάσιμον», «καταίβασμα», Λατ. hernia, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, Ἀνθ. Π. 6. 166., 11. 342, 404. 2) ὕβος ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ βουβάλου gibber in dorso (Plin. 8. 70), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, ἔνθα νῦν ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ. διωρθώθη εἰς κάλας ἀντὶ χαίτας· πρβλ. Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 47, «καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί…, κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες». (Ἐντεῦθεν, βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, ὑδροκήλη).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tumeur, particul. hernie.
Étymologie: DELG rapprochements avec des mots germaniques désignant la hernie.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κήλη, Α αττ. τ. κάλη)
η έξοδος ενός οργάνου από την κοιλότητα στην οποία περιέχεται φυσιολογικά, εξαιτίας κυρίως της ύπαρξης ειδικής ανατομικής προδιάθεσης, εκ γενετής ή επίκτητης
μσν.-αρχ.
οίδημα, όγκος
αρχ.
καμπούρα («καὶ οἱ βόες, ὥσπερ αἱ κάμηλοι, κάλας ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ἀκρωμίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κήλη πιθ. < κᾱF-ελ-ᾱ < ΙΕ ρίζα kau (ә)lā «οίδημα, κήλη» (πρβλ. αρχ. νορβ. haull, αρχ. άνω γερμ. hōla, αρχ. σλαβ. kyla, ρωσ. kila). Ο αττ. τ. κάλη εμφανίζει ᾱ δυσερμήνευτο. Πιθ. κάλη < kặF-ελ-ᾱ, με συναίρεση. Κατ' άλλους, ο τ. θεωρείται δάνειος από μη ιωνική διάλεκτο.
ΠΑΡ. αρχ. κηλήτης, κηλώ
νεοελλ.
κηλικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κηλογράφος, κηλοποιός, κηλοτόμος. (Β' συνθετικό) βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, εντεροκήλη, κιρσοκήλη, σαρκοκήλη, υδροκήλη
αρχ.
εντερεπιπλοκήλη, επιπλοεντεροκήλη, επιπλοκήλη, μηροκήλη, πνευματοκήλη, πωροκήλη, σαρκοεπιπλοκήλη, στεατοκήλη, υγροκήλη, υδρεντεροκήλη, υδροκιρσοκήλη
νεοελλ.
αεροκήλη, γαλακτοκήλη, γαστροκήλη, καρδιοκήλη, κοιλοκήλη, λαπαροκήλη, νεφροκήλη, ομφαλοκήλη, ορχεοκήλη, οφθαλμοκήλη, προστατοκήλη, πρωκτοκήλη, σπερματοκήλη, σπληνοκήλη, τραχειοκήλη].
Greek Monotonic
κήλη: Αττ. κάλη [ᾱ], ἡ, οίδημα, όγκος, ιδίως, διακοπή, διάρρηξη, Λατ. hemia, σε Ανθ.