ἄτιμος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτῑμος:''' -ον ([[τιμή]] I),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άτιμος]], ανέντιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· συγκρ. <i>ἀ-τιμότερος</i>, λιγότερο [[τίμιος]], σε Ξεν.· με γεν., [[χωρίς]] [[τιμή]] σε..., δεν θεωρείται [[άξιος]] να..., σε Αισχύλ.· επίσης, [[χάρις]] οὐκ [[ἄτιμος]] πόνων, όχι ανάξια [[αμοιβή]] για..., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, στερημένος από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, Λατ. capite [[deminutus]], αντίθ. προς το [[ἐπίτιμος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με γεν., [[ἄτιμος]] γερῶν, αποστερημένος από προνόμια, σε Θουκ.· [[ἄτιμος]] τοῦ συμβουλεύειν, αποστερημένος από το [[προνόμιο]] του συμβουλάτορα, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[τιμή]] II), αυτός που δεν έχει [[τιμή]] ή αξία, <i>οἶκον ἄτιμον ἔδεις</i>, καταβροχθίζεις την [[περιουσία]] του [[χωρίς]] να πληρώσεις, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ατιμώρητος]].<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ρως</i>, άτιμα, επονείδιστα, στον ίδ., Σοφ. | |lsmtext='''ἄτῑμος:''' -ον ([[τιμή]] I),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άτιμος]], ανέντιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· συγκρ. <i>ἀ-τιμότερος</i>, λιγότερο [[τίμιος]], σε Ξεν.· με γεν., [[χωρίς]] [[τιμή]] σε..., δεν θεωρείται [[άξιος]] να..., σε Αισχύλ.· επίσης, [[χάρις]] οὐκ [[ἄτιμος]] πόνων, όχι ανάξια [[αμοιβή]] για..., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, στερημένος από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, Λατ. capite [[deminutus]], αντίθ. προς το [[ἐπίτιμος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με γεν., [[ἄτιμος]] γερῶν, αποστερημένος από προνόμια, σε Θουκ.· [[ἄτιμος]] τοῦ συμβουλεύειν, αποστερημένος από το [[προνόμιο]] του συμβουλάτορα, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[τιμή]] II), αυτός που δεν έχει [[τιμή]] ή αξία, <i>οἶκον ἄτιμον ἔδεις</i>, καταβροχθίζεις την [[περιουσία]] του [[χωρίς]] να πληρώσεις, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ατιμώρητος]].<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ρως</i>, άτιμα, επονείδιστα, στον ίδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτῑμος:''' <b class="num">1)</b> малоценный, дешевый Diod.: ἀτιμότερον [[γενέσθαι]] Xen. подешеветь;<br /><b class="num">2)</b> неоплаченный, безвозмездный: οἶκόν τινος ἄτιμον [[ἔδμεναι]] Hom. грабить чье-л. состояние;<br /><b class="num">3)</b> безнаказанный (ἄτιμον μηδένα εἶναι [[μηδέποτε]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> неотмщенный: οὐκ ἄτιμοι ἐκ [[θεῶν]] τεθνήξομεν (pl. = sing.) Aesch. боги не оставят мою смерть без отмщения;<br /><b class="num">5)</b> неуважаемый, непочитаемый, презираемый (τινι и ἔκ τινος Soph.);<br /><b class="num">6)</b> недостойный, нестоящий (τινος Soph.): [[χάρις]] οὐκ ἄ. πόνων Aesch. достойная трудов награда;<br /><b class="num">7)</b> юр. пораженный в правах Her., Dem., Arph.: ἄ. γερῶν Thuc. лишенный особых прав или привилегий; ἄ. τῆς πόλεως Lys. лишенный гражданских прав;<br /><b class="num">8)</b> бесславный, позорный ([[μόρος]] Aesch.);<br /><b class="num">9)</b> позорящий, постыдный (ἔργα, [[πληγή]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (
A τιμή 1) unhonoured, dishonoured, Il.1.171; μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι ib.516; ἀτιμότερον δέ με θήσεις 16.90; ἀτιμότεροι, opp. λαχόντες τιμῆς, Thgn.1111; ἄ. μόρος dishonourable, A.Th.589; ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, i.e. they have met their deserts, Id.Ag.1443; ἄτιμος Ἀργείοισι by them, S.Aj.440; ἔκ γ' ἐμοῦ by me, Id.OC51. b c.gen., ἄ. δωμάτων without the honour of... not deemed worthy of... A.Ch.409 (lyr.); πάντων ib.295; ἐκφορᾶς Id.Th.1029; χάρις οὐκ ἄ. πόνων no unworthy return for... Id.Ag.354; ὧν μὲν ἱκόμην ἄιμον ἐξέπεμψεν S.OT789. 2 deprived of civic rights (cf.ἀτιμία), ἄτιμα τὰ τέκνα γίνεται Hdt.1.173, cf. IG1.37, 9(1).334 (Locr.), etc.; opp. ἐπίτιμος, Ar.Av.766, Ra.692, And.1.80; ἄ. τὰ σώματα ib.74: c.gen.; ib.75; ἄ. γερῶν deprived of privileges, Th.3.58; ἄ. τοῦ τεθνηκότος debarred from all rights in him, S.El.1214; ἄ. τοῦ συμβουλεύειν deprived of the right of advising, D.15.33; ἄ. τῆς πόλεως καθιστάναι τινά Lys.12.21; ἄ. εἶναι καθάπαξ D.21.32, Arist.Ath.22.8. 3 of things, not honourable, Hdt.5.6 (Sup.); ἄτιμον ποιεῖσθαί τι hold in dishonour, S.Ant. 78; ἄτιμα ποιεῖν ἔς τινα Hdt.2.141; ἄ. τοὔργον Ar.Av.166; ἕδρα ἀτιμοτέρα less honourable, X.Cyr.8.4.5; of parts of the body, τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arist.PA672b21; ἀ. σκεῦος D.S.17.66. II (τιμή 11) without price or value, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις thou devourest his substance without payment, Od.16.431; of little price, cheap, opp. τίμιος, X.Vect.4.10. 2 unavenged, ἐκ θεῶν A.Ag.1279, cf. E.Hipp.1417. 3 unpunished, Pl.Lg.855c. III Adv. -μως dishonourably, ignominiously, A.Pr.197,919, Th.1026, S.OC428, v.l.in Lys.32.17, etc.: Comp. -ότερον Pl.Ep.309b, D.S.1.67: Sup. ἀτιμότατα Pl.Lg.728b.
German (Pape)
[Seite 386] (τιμή), 1) ungeehrt, verachtet, entehrt, ἀτιμοτάτη θεός Il. 1, 516; Folgde; τινός, einer Sache unwerth geachtet, Aesch. Spt. 1015; vgl. Ag. 360; Soph. O. R. 789; γερῶν, beraubt, thuc. 3, 58; schimpflich, πληγή Plat. Gorg. 527 d; ἔργα Legg. IX, 866 e; ἀτιμοτέρα ἕδρα, ein minder ehrenvoller Platz, Xen. Cyr. 8, 4, 5. – 2) nicht mit Geldwerth abgeschätzt, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις, du verzehrst dessen Vermögen ohne Ersatz, Od. 16, 431; ungestraft, μηδ' ἐφ' ἑνὶ τῶν ἁμαρτημάτων Plat. Legg. 855 a; vgl. Aesch. Ag. 1420. – 3) der bürgerlichen Rechte beraubt, bes. in Athen ein durch Gesetz u. Richterspruch ganz od. zum Theil seiner bürgerlichen Rechte verlustig u. für ehrlos erklärter Bürger, nächst Tod u. Verbannung die härteste Strafe, gew. Ggstz ἐπίτιμος, auch ὅμοιος, Xen. Cyr. 1, 2, 24. Oft bei Xen. u. Rednern, ἄτιμον τῆς πόλεως καθιστάναι Lys. 12, 21; vgl. bes. Andoc. 1, 75 ff,; Dem. setzt hinzu καὶ μηδενὸς τῶν κοινῶν μετέχειν 15, 32; ἄτιμος τοῦ συμβουλεύειν, der von den Rathsversammlungen ausgeschlossen ist, 15, 33; vgl. Herm. gr. Staatsalterth. §. 124 Böckh Staatsh. p. 409. Vgl. noch Dem. 9, 42 ἄτιμος καὶ πολέμιος τοῦ δήμου, von Einem, der ungestraft getödtet werden darf, geächtet, was 44 erklärt ist καθαρὸς ὁ τοῦτον ἀποκτείνας; Harpocr. ὁ ἀποκτείνας οὐχ ὑπόκειται ἐπιτιμίῳ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
A. (τιμή prix, évaluation);
I. sans prix, de peu de prix;
II. sans paiement, d’où
1 sans compensation : τοῦ οἶκον ἄτιμον ἔδεις OD dont tu dévores gratuitement la maison;
2 non vengé;
B. (τιμή honneur);
I. en parl. de pers.
1 non honoré, déshonoré, méprisé;
2 jugé indigne de, gén. : χάρις οὐκ ἄτιμος πόνων ESCHL reconnaissance digne de la peine qu’on a prise ; ἄτιμος τοῦ τεθνηκότος SOPH indigne du mort;
3 noté d’infamie ; particul. à Athènes privé (en partie ou en totalité) des droits de citoyens (cf. ἀτιμία) ; avec un gén. ἄτιμος τῆς πόλεως LYS privé des droits de citoyen ; ἄτιμος γερῶν THC dépouillé de ses privilèges;
II. en parl. de choses;
1 non honorable ; ἄτιμος μόρος ESCHL sort déshonorant ; ἄτιμον ποιεῖσθαί τι SOPH traiter qch avec mépris ou dédain;
2 peu honorable ; ἕδρα ἀτιμοτέρα XÉN siège ou place moins honorable;
Cp. ἀτιμότερος, Sp. ἀτιμότατος.
Étymologie: ἀ, τιμή.
English (Slater)
ᾰτῑμος
1 dishonouring, derisive ἀπεθήκατο νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον (O. 8.69)
Spanish (DGE)
(ἄτῑμος) -ον
I de pers.
1 mermado en su honra, no honrado como es debido, menospreciado entre dioses ἐγὼ μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι (habla Tetis) Il.1.516, ἄ. ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀγέραστος Hes.Th.395, Κύπρις A.Eu.215, ἔν τε τοῖς νέοισι καὶ παλαιτέροις θεοῖς ἄ. εἶ συ de las Erinis, A.Eu.722, cf. 324, 780, μόνος ἐν ποταμοῖσι ἀτιμότατος Call.Del.131
•ref. a reyes y nobles ἔνθαδ' ἄ. ἐών Il.1.171, cf. 16.90, τοὺς ἀγαθοὺς μὲν ἀτιμοτέρους, κακίους δέ ... Thgn.1111, la mujer por el esposo ἄτιμοι δ' ἐσμὲν οἱ πρὸ τοῦ φίλοι E.Med.696, del que es despachado sin respuesta μ' ὁ Φοῖβος ... ἄτιμον ἐξέπεμψεν S.OT 789, cf. OC 1278, ἄτιμον ἔβαλον S.OT 657, Ph.1028, cf. E.Ba.1313, Med.438, de gentes de condición inferior: del que trabaja la tierra, entre los tracios, Hdt.5.6
•de ahí indigno ἀνδράρια Ar.Ach.518, πένης καὶ ἀνάρχων καὶ ἄ. Arr.Epict.4.6.3, cf. LXX Is.53.3, Eu.Matt.13.57, οἰκέτης Hld.7.25.2
•c. dat. ἄ. Ἀργείοισιν deshonrado ante los argivos S.Ai.440
•c. gen. privado de algún honor πάντων δ' ἄτιμον κἄφιλον A.Ch.295, δωμάτων A.Ch.408
•esp. privado de las honras fúnebres ἄτιμον εἶναι δ' ἐκφορᾶς φίλων ὕπο A.Th.1024, cf. Ch.485, S.El.444, ἄτιμος γερῶν Th.3.58, τοῦ τεθνηκότος S.El.1214, οὐδενός S.El.1215
•neutr. plu. como adv. ἀτιμότατα περιυβρικώς Numen.25.123, tb. compar. ἀτιμότερον ἄγοντος D.S.1.67.
2 en la ciu. deshonrado, condenado al público baldón, privado de derechos, proscrito ἄτιμον εἶναι καὶ αὐτὸν καὶ γένος Sol.Lg.37a, ἄτιμον αὐτὸν ɛ̄ναι καὶ τὰ χρε̄́ματα αὐτō δɛ̄μόσια ... ἔστο IG 13.40.33 (V a.C.), ἄτιμον εἶμεν καὶ χρε̄́ματα παματοφαγεῖσται IG 92(1).718.40 (Calion V a.C.), ἄτιμον εἶναι σὺν φυγῇ A.Supp.614, εἰ χρῆ με παντελῶς θανεῖν ἢ γῆς ἄτιμον τῆσδ' ἀπωσθῆναι S.OT 670, cf. E.Med.438, Ph.627, 1761, Andr.1014, Ar.Ra.692, ἢ ἤδη καὶ ἀρχάς τινας ἔχοντας ἀτίμους ἐποίησαν Th.5.34, cf. Aeschin.Socr.8, Lys.12.21, And.Myst.75, 80, Isoc.15.136, D.9.43, 15.33, 23.62, X.HG 2.2.11, D.C.38.26.1, ἄτιμα τέκνα Hdt.1.173, μοιχὸς ἄ. καὶ ξένος Ach.Tat.6.3.5, ἄ. ἔσται καθάπαξ D.21.32, ἄ. δὲ ἐξ ὑπάτου γέγονα D.C.50.20.5
•subst. (ὁ) ἄ. proscrito Sol.Lg.70, Ar.Au.766.
II de cosas, anim., esclavos y abstr.
1 depreciado, bajo de precio ὅκως μὴ ἀτιμοτέρη ᾖ de una esclava cantora, Hp.Nat.Puer.13, χρυσίον ὅταν πολὺ παραφανῇ, αὐτὸ μὲν ἀτιμότερον γίγνεται X.Vect.4.10
•gener. de poco valor, barato, despreciable, insignificante de animales, Arist.de An.404b4, Plot.1.4.1, λίθος Ps.Democr.B 300.18, cf. PLond.1708.33
•sin valor, gratis, de balde νῦν ἄτιμον γεγονὸς σκεῦος ahora es un objeto sin valor D.S.17.66, de los productos de la tierra en un mundo utópico, Philostr.Her.2.8
•c. gen. χάρις ... οὐκ ἄ. ... πόνων favor no sin el precio de penas A.Ch.408
•neutr. como adv. sin pagar, de balde τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις te estás comiendo su hacienda de balde, Od.16.431
•fig. de abstr. despreciable, despreciado γῆρας Mimn.5.4, γλῶσσα Pi.O.8.69
•subst. ἄτιμα ποιεῖν menospreciar S.Ant.78, Hdt.2.141, cf. Aristid.Quint.54.15.
2 deshonroso πατρῴους δύας ἀτίμους las deshonrosas calamidades ancestrales A.Ch.443, cf. Supp.562, S.Ant.5, τοὔργον Ar.Au.166, φόνοι Triph.600, οὐδὲν ἄτιμον παρ' ἐκείνου (ἀγαθοῦ) λεκτέον εἶναι Plot.6.7.18
•subst. cosa indigna, indignidad, deshonra ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην A.Ch.408
•de puestos, honores poco honroso, inferior ἀτιμοτάτᾳ ἐνὶ μοίρᾳ Theoc.14.49, εἰς ἄτιμον χώραν [καταστή] σεται será relegado a un puesto menos honroso de un senador sancionado POxy.1406.9 (III d.C.), τοὺς συστρατιώτας εἰς ἀτιμοτέραν τάξιν χωροῦντας Synes.Ep.78.
3 de partes del cuerpo y aspecto externo indecente, indecoroso τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arist.PA 672b21, μέλη 1Ep.Cor.12.23
•marcado de ignominia, infamado εἶδος ἄτιμον ref. al cuerpo de Cristo en la cruz, LXX Is.53.3.
III no vengado οὐ μὴν ἄτιμοί γ' ἐκ θεῶν τεθνήξομεν A.A.1279, θεᾶς ἄτιμοι Κύπριδος ... ὀργαί las iras no vengadas de la diosa Cipris E.Hipp.1417.
IV adv. -ως indignamente, ignominiosamente σῖγ' ἀ. A.Ch.94, ταφέντ' ἀ. A.Th.1021, ἀ. αἰκίζεται A.Pr.195, cf. S.Ant.1069, El.1181, D.S.1.67, ἀ. πατρίδος ἐζωθούμενον S.OC 428, ἀ. λακτιζόμενος Luc.Tim.17.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and τιμή; (negatively) unhonoured or (positively) dishonoured: despised, without honour, less honourable (comparative degree).
English (Thayer)
ἄτιμον (τιμή); from Homer down; without honor, unhonored, dishonored: ἔνδοξος); base, of less esteem: ἀτιμότερα ( elz ἀτιμωτερα)).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτιμος, -ον) τιμή
1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος
2. επονείδιστος, αισχρός
νεοελλ.
1. ατιμωτικός
2. μισητός, ελεεινός
3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα
αρχ.-μσν.
(για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής
αρχ.
1. αυτός που θεωρείται ανάξιος για κάτι
2. ο στερημένος από τα πολιτικά του δικαιώματα
3. ο ανεκδίκητος.
Greek Monotonic
ἄτῑμος: -ον (τιμή I),
I. 1. άτιμος, ανέντιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· συγκρ. ἀ-τιμότερος, λιγότερο τίμιος, σε Ξεν.· με γεν., χωρίς τιμή σε..., δεν θεωρείται άξιος να..., σε Αισχύλ.· επίσης, χάρις οὐκ ἄτιμος πόνων, όχι ανάξια αμοιβή για..., στον ίδ.
2. στην Αθήνα, στερημένος από τα πολιτικά του δικαιώματα, Λατ. capite deminutus, αντίθ. προς το ἐπίτιμος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με γεν., ἄτιμος γερῶν, αποστερημένος από προνόμια, σε Θουκ.· ἄτιμος τοῦ συμβουλεύειν, αποστερημένος από το προνόμιο του συμβουλάτορα, σε Δημ.
II. 1. (τιμή II), αυτός που δεν έχει τιμή ή αξία, οἶκον ἄτιμον ἔδεις, καταβροχθίζεις την περιουσία του χωρίς να πληρώσεις, σε Ομήρ. Οδ.
2. ατιμώρητος.
III. επίρρ. -ρως, άτιμα, επονείδιστα, στον ίδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτῑμος: 1) малоценный, дешевый Diod.: ἀτιμότερον γενέσθαι Xen. подешеветь;
2) неоплаченный, безвозмездный: οἶκόν τινος ἄτιμον ἔδμεναι Hom. грабить чье-л. состояние;
3) безнаказанный (ἄτιμον μηδένα εἶναι μηδέποτε Plat.);
4) неотмщенный: οὐκ ἄτιμοι ἐκ θεῶν τεθνήξομεν (pl. = sing.) Aesch. боги не оставят мою смерть без отмщения;
5) неуважаемый, непочитаемый, презираемый (τινι и ἔκ τινος Soph.);
6) недостойный, нестоящий (τινος Soph.): χάρις οὐκ ἄ. πόνων Aesch. достойная трудов награда;
7) юр. пораженный в правах Her., Dem., Arph.: ἄ. γερῶν Thuc. лишенный особых прав или привилегий; ἄ. τῆς πόλεως Lys. лишенный гражданских прав;
8) бесславный, позорный (μόρος Aesch.);
9) позорящий, постыдный (ἔργα, πληγή Plat.).