Ἀχιλλεύς: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἀχιλλεύς:''' γεν. <i>Ἀχιλλέως</i>· Επικ. <i>-ῆος</i>, αιτ. <i>Ἀχιλλέᾱ</i>, κλητ. <i>Ἀχιλλεῦ</i>· Επικ. ονομ. επίσης [[Ἀχιλεύς]]· (από το [[ἄχος]], η [[οργή]] του ήρωα είναι το [[θέμα]] της Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[Ὀδυσσεύς]])· ο Αχιλλέας, [[γιος]] του Πηλέα και της Θέτιδας, [[αρχηγός]] των Μυρμιδόνων. | |lsmtext='''Ἀχιλλεύς:''' γεν. <i>Ἀχιλλέως</i>· Επικ. <i>-ῆος</i>, αιτ. <i>Ἀχιλλέᾱ</i>, κλητ. <i>Ἀχιλλεῦ</i>· Επικ. ονομ. επίσης [[Ἀχιλεύς]]· (από το [[ἄχος]], η [[οργή]] του ήρωα είναι το [[θέμα]] της Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[Ὀδυσσεύς]])· ο Αχιλλέας, [[γιος]] του Πηλέα και της Θέτιδας, [[αρχηγός]] των Μυρμιδόνων. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: PN<br />Meaning: The son of Peleus and Thetis (Il.).<br />Other forms: Also <b class="b3">Ἀχιλεύς</b> (Il.)<br />Dialectal forms: Myc. [[akireu]], dat. [[akirewe]].<br />Derivatives: <b class="b3">Ἀχιλλήϊος</b> (Hdt.), Att. <b class="b3">Ἀχίλλειος</b> (E.); also a plant.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The variation <b class="b3">λλ</b> Ἀχιλλεύς <b class="b3">λ</b> (like <b class="b3">σσ</b> Ἀχιλλεύς <b class="b3">σ</b> in <b class="b3">Όδυσ(σ)εύς</b>) is typical Pre-Greek, prob. points to a palatalized [[l]]. (Not a metrical question as per Chantraine Gramm. hom. 110. Nor hypocoristic forms.) Therefore not to <b class="b3">ἄχος</b> [[pain]]. Cf. Boßhardt Die Nomina auf <b class="b3">-ευς</b> 139f. (Quite wrong Bader, DELG Add.) | |||
}} | }} |
Revision as of 23:46, 2 January 2019
English (LSJ)
Ep. also Ἀχιλεύς, gen. Ἀχιλλέως (either quadrisyll. or trisyll., as the metre requires, cf. S.Ph.4,50 with 57,364): acc. Ἀχιλλέᾱ ib.331,358, voc. Ἀχιλλεῦ: Ep. gen. Ἀχιλλῆος, etc.:— Achilles. II the fallacy vulgarly called Achilles and the Tortoise', invented by Zeno of Elea, Arist.Ph.239b14, D.L.9.29.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχιλλεύς: γεν. Ἀχιλλέως (τετρασύλλαβος ἤ τρισύλλαβος κατὰ τὴν ἀνάκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σοφ. Φ. 4. 50 πρὸς 57. 364): αἰτιατ. Ἀχιλλέᾱ αὐτόθι 331, 358, κλητ. Ἀχιλλεῦ: Ἐπ. γεν. Ἀχιλλῆος, κτλ.: Ἐπ. ὀνομαστ. ὡσαύτως Ἀχιλλεύς, δι’ ἑνὸς λ: (ἐκ τοῦ ἄχος καθ’ ὅσον τὸ ἄχος, ἤτοι ἡ λύπη τοῦ ἥρωος εἶναι ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἰλιάδος, πρβλ. Ὀδυσσεύς): - Ὁ Ἀχιλλεὺς ἦτο υἱὸς τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος καὶ ἡγεμὼν τῶν Μυρμιδόνων, ἥρως δὲ τῆς Ἰλιάδος. ΙΙ. ὁ τοῦ Ζήνωνος παραλογισμὸς ὁ καλούμενος, Ἀχιλλεύς, ἔστι δ’ οὗτος ὅτι τό βραδύτερον οὐδέποτε καταληφθήσεται θέον ὑπὸ τοῦ ταχίστου κτλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 3, Διογ. Λ. 9. 29.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Achille, fils de Thétis et de Pélée, héros de la guerre de Troie.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; Kretschmer rapproche ἄχος de *ἀχίλος ; Palmer pose *Ἀχι-λᾱϜος, hypocoristique de ἄχος ; hyp. pélasgique de van Windekens.
English (Autenrieth)
ῆος, dat. -ῆι and -εῖ: Achilles, son of Peleus and Thetis, king of the Myrmidons, and the hero of the Iliad, as announced in A 1. For his relations to Phoenix and Cheiron the centaur, see I; his destiny, Il. 9.410 ff.; expedition against Troy, Il. 2.681; forays, Il. 9.328, Il. 1.392, Il. 2.690; death of Patroclus, Il. 16.827; μηνίδος ἀπόρρησις, Il. 19.56; Ἕκτορος ἀναίρεσις, Χ; Ἕκτορος λύτρα, Ω. The death of Achilles is mentioned in the Odyssey, Od. 5.310, Od. 24.37 ff. Epithets, δαΐφρων, διίφιλος, θεοείκελος, θεοῖς ἐπιείκελος, πελώριος, ποδάρκης, ποδώκης, πτολίπορθος, ῥηξήνωρ, πόδας ταχύς, and ὠκύς. (See cut from Panathenaic Amphora.) <figure n="19" />
English (Slater)
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.
1 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ (O. 2.79) ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos (O. 9.71) Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος (O. 10.19) σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ (P. 8.100) ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα (N. 3.43) ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) (N. 4.49) βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ)εὺς codd.) (N. 6.50) κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) (N. 7.27) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias (N. 8.30) καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (I. 8.48) οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν (I. 8.55) ]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. (N. 3.43) f., (O. 2.79) f.
Spanish (DGE)
-εως, ὁ
• Alolema(s): Ἀχῐλεύς Il.21.74, 116; Ἀχιλλεούς Schwyzer 121.4 (Corinto VI a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ac. Ἀχιλῆ E.El.439, Ἀχιλλῆα Il.7.228, Ἀχιλῆα Il.21.527, Ἀχιλέα Euph.90.2, gen. Ἀχιλλῆος Il.20.439, E.IT 436, Ἀχιλῆος Il.1.1, Euph.107.1, Ἀχιλλέος Q.S.2.14, AP 7.146 (Antip.Sid.), dat. Ἀχιλλῆϊ Il.1.283, Ἀχιλῆϊ Il.1.319, Euph.38c.18]
Aquiles
I mit.
1 hijo de Tetis y Peleo, jefe de los mirmidones, criado por Quirón Il.1.7, 58, 11.831, Cypr.25, Hes.Th.1007, Alc.354, 387, Ibyc.1a.33, Carm.Conu.11.3, Stesich.40.27, Pi.O.2.79, S.Ph.57, E.Hec.24, Euph.38c.18, 90.2, AP 9.38 (Antip.Sid.), Q.S.2.14
•su culto y tumba en Sigeon, Arr.An.1.12.1, D.C.77.16.7, fue honrada por Alejandro, D.S.17.17, Plu.Alex.15, Ael.VH 12.7, por Caracalla, Hdn.4.8.4
•tb. recibía culto en Epiro como Aspeto, Plu.Pyrrh.1, en Olimpia, Paus.6.23.3, en Arcadia en la ruta de Esparta a Atenas, Paus.3.20.8, Paus.3.24.5, sobre su estatua en Tesalia, junto al Borístenes, D.Chr.36.9, Paus.10.13.5
•como epít. honorífico de Euríloco, Euph.107.1, de Alejandro, Plu.Alex.5, de Pirro, Plu.Pyrrh.2
•c. mención de sus armas AP 7.146 (Antip.Sid.), 9.115, Paus.9.29.7, Aristid.Or.23.19
•en refranes y alusiones μῆνις Ἀχιλλῆος AP 9.169 (Pall.), βέβληκ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέτταρα Ar.Ra.1400, E.Fr.888, Zen.2.85
•como prototipo del valor, Arist.Rh.1418a36, Plu.Alc.23, AP 9.523
•como n. del sofisma llamado «Aquiles y la tortuga» de Zenón de Elea, Arist.Ph.239b14, D.L.9.29
•tít. de varios dramas y comedias: Ἀχιλλέως ἐρασταί los amantes de Aquiles drama satírico de Sófocles, S.Fr.149-157a
•de otros dramas
•de Aristarco, Aristarch.Trag.1a
•de Iofón, Iopho 1a
•de Carcino, Carcinus 1d
•de Cleofonte, Cleopho
•de Diógenes Sinopense, Diog.Fr.1a
•de Astidamante, Astyd.1f
•de comedias
•de Filetero, Philetaer.4
•de Anaxandridas, Anaxandr.8.
2 maestro de Quirón, Ptol.Chenn.6.9.
II geog.
1 Ἀχιλλέως δρόμος o νῆσος la isla Λευκή, actual Fidonisi, con un túmulo, templo y estatua, Scyl.Per.68, Scymn.791, Ptol.Geog.3.10.9, Paus.3.19.11, cf. St.Byz.s.u. Ἀχίλλειος, llamada tb. Ἀχίλλειος πλάξ Trag.Adesp.202, cf. Hsch.
2 Ἀχιλλέως δρόμος v. Ἀχίλλειος, -ον II 1.
III Aquiles Tacio
1 escritor del II d.C., Ach.Tat., I.
2 astrónomo del III d.C., Ach.Tat., I.
IV opt. escardillo, reflejo de los rayos del sol proyectados en una superficie por medio de un espejo, Hero Def.135.12 (= Gem.Opt.p.28.2). • DMic.: a-ki-re-u.
• Etimología: Etim. dud. Se ha propuesto derivarlo de *Αχιλᾱϝος c. geminación expresiva, comp. cuyo primer término estaría rel. ἄχος q.u. Tb. se ha propuesto un origen pelásgico.
Greek Monotonic
Ἀχιλλεύς: γεν. Ἀχιλλέως· Επικ. -ῆος, αιτ. Ἀχιλλέᾱ, κλητ. Ἀχιλλεῦ· Επικ. ονομ. επίσης Ἀχιλεύς· (από το ἄχος, η οργή του ήρωα είναι το θέμα της Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. Ὀδυσσεύς)· ο Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Θέτιδας, αρχηγός των Μυρμιδόνων.
Frisk Etymological English
Grammatical information: PN
Meaning: The son of Peleus and Thetis (Il.).
Other forms: Also Ἀχιλεύς (Il.)
Dialectal forms: Myc. akireu, dat. akirewe.
Derivatives: Ἀχιλλήϊος (Hdt.), Att. Ἀχίλλειος (E.); also a plant.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variation λλ Ἀχιλλεύς λ (like σσ Ἀχιλλεύς σ in Όδυσ(σ)εύς) is typical Pre-Greek, prob. points to a palatalized l. (Not a metrical question as per Chantraine Gramm. hom. 110. Nor hypocoristic forms.) Therefore not to ἄχος pain. Cf. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 139f. (Quite wrong Bader, DELG Add.)