ζῷον: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζῷον:''' (όπως εάν προερχόταν [[κατόπιν]] συναίρ. από το [[ζώϊον]]), τό ([[ζάω]]),<br /><b class="num">I.</b> έμψυχο, έμβιο ον, ζώσα ύπαρξη, ζωντανό [[πλάσμα]], ζώο (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στη ζωγραφική και στη [[γλυπτική]], [[απείκασμα]], [[είδωλο]], [[ομοίωμα]], όχι απαραίτητα κάποιου ζώου μονάχα, σε Ηρόδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν</i>, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν</i>, με δεύτερη αιτ., το [[πράγμα]] που απεικονίζεται· <i>ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου</i>, να ζωγραφίσει τη [[διάβαση]] του Βοσπόρου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ζῷον:''' (όπως εάν προερχόταν [[κατόπιν]] συναίρ. από το [[ζώϊον]]), τό ([[ζάω]]),<br /><b class="num">I.</b> έμψυχο, έμβιο ον, ζώσα ύπαρξη, ζωντανό [[πλάσμα]], ζώο (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στη ζωγραφική και στη [[γλυπτική]], [[απείκασμα]], [[είδωλο]], [[ομοίωμα]], όχι απαραίτητα κάποιου ζώου μονάχα, σε Ηρόδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν</i>, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν</i>, με δεύτερη αιτ., το [[πράγμα]] που απεικονίζεται· <i>ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου</i>, να ζωγραφίσει τη [[διάβαση]] του Βοσπόρου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῷον:''' иногда [[ζῶον]] τό<br /><b class="num">1)</b> живое существо ([[ἄνθρωπος]] φύσει πολιτικὸν ζ., sc. ἐστιν Arst.): [[πᾶν]], ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ [[ζῆν]], ζ. ἂν λέγοιτο Plat. все, что причастно жизни, может быть названо живым существом;<br /><b class="num">2)</b> животное (ζῷα πάντα καὶ φυτά Plat.; [[γένος]] ἀνθρώπων καὶ ζῴων καὶ φυτῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> презр. тварь: [[ὅπως]] ἡ [[χώρα]] τοῦ τοιούτου ζώου καθαρὰ γίγνηται Plat. чтобы страна очистилась от подобной твари;<br /><b class="num">4)</b> изображение с натуры, т. е. статуя, картина, рисунок и т. д. ([[πυραμίς]], ἐν τῇ ζῷα ἐγγέγλυπται Her.): ζ. οἱ [[ἐνῆν]] ἀνὴρ [[ἱππεύς]] Her. на нем (т. е. на каменном изваянии) было изображение всадника; ζῷα γράψασθαι πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου Her. написать картину (изображающую) весь этот мост через Боспор.
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῷον Medium diacritics: ζῷον Low diacritics: ζώον Capitals: ΖΩΟΝ
Transliteration A: zō̂ion Transliteration B: zōon Transliteration C: zoon Beta Code: zw=|on

English (LSJ)

τό,

   A living being, animal, Hdt.5.10 (of bees), Ar.V.551, Pl. 443, etc.; πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν ζῷον ἂν λέγοιτο Pl.Ti.77b; ζῷα, opp. φυτά, Id.Phd.70d, 110e, etc.; ζ. θαλάττιον, χερσαῖον, Phld. Rh.1.98S.; contemptuously, ὅπως ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται may be free from this kind of animal (i.e. beggars), Pl.Lg. 936c; ζ. πονηρόν, of women, Secund.Sent.8.    II in art, figure, image, not necessarily of animals (cf. ζῴδιον), ζῷον δέ οἱ ἐνῆν, ἀνὴρ ἱππεύς Hdt.3.88: mostly in pl., ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν Id.1.203, cf. 2.4,124,148, Pl.R.515a, etc.; ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου to have pictures of the bridging of the Bosporus painted, Hdt.4.88; cf. ζωγραφέω: ζῷα ποιεῖν Plu.Per.13.    III sign of the Zodiac, Man.2.166.—The word is post-Hom., no generic word used for animal being found till after the middle of the fifth cent. B.C. (ζώϊον Semon.13, whence Att. ζῷον by contraction: ι is found in IG12.372.42, al.,11(2).161B76 (Delos, iii B.C.), Phld.Rh.2.166S., and in codd. opt. in the Noun; the Adj. ζωός (q.v.) had no ι: for the compds. (exc. ζωγλύφος, ζωγράφος) decisive evidence is lacking: ζῳάγρια with ι was read by Aristarch. in Il.18.407.)

Greek (Liddell-Scott)

ζῷον: τό, ζῶν πλάσμα, μετέχον ζωῆς, Λατ. animal (ἀντὶ animale), Ἡρόδ. 5. 10 (ἐπὶ μελισσῶν), Ἀριστοφ. Σφ. 551, Πλ. 443, κτλ.· πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν ζῷον ἂν λέγοιτο Πλάτ. Τιμ. 77Β· ζῷα, ἀντίθ. φυτά, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 70D, 110Ε, κτλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰ ἑρπετά, ζῴοισιν ἑρπόντεσσί θ· Πίνδ. Ο. 7. 95· περιφρονητικῶς, ὅπωςχώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται, ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τοιούτου εἴδους ζῴου (δηλ. ἀπὸ ἐπαιτῶν), Πλάτ. Νόμ. 936C. ΙΙ. ζωγραφία, γλυφή, εἰκών, ὁμοίωμα οὐχὶ ἀναγκαίως ζῴου, ἀκριβῶς ὡς τὸ τύπος (πρβλ. ζῴδιον), ζῷον δὲ οἱ ἐνῆν, ἀνὴρ ἱππεὺς Ἡρόδ. 3. 88· ἀλλὰ συνήθ. κατὰ πληθ., ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν αὐτόθι 203, πρβλ. 2. 4, 124, 148, Πλάτ. Πολ. 515Α, κτλ.· ζῷα γράφεσθαι, ἀντὶ τοῦ ζωγραφεῖν, μετὰ β΄ αἰτιατ. τοῦ ζωγραφουμένου πράγματος, ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου, νὰ ζωγραφήσῃ τὴν διάβασιν τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 88· πρβλ. ζῴδιον, ζωγράφος, ζωογλύφος. - Ἡ λέξις εἶναι τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων· οὐδεμία δὲ λέξις ἐκφράζουσα τὸ γένος ζῷον εὑρίσκεται μέχρι τῆς 5ης ἑκατονταετηρ. π.Χ. (Ἐν Ἐπιγρ. καὶ τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων φέρεται ζῷον, ὡς συνηρ. ἐκ τοῦ ζώϊον, ὅπερ μετεχειρίσθη ὁ Σιμωνίδ., πρβλ. Ε. Μ. 413. 17. Ἀλλ’ ἐν τῷ ἐπιθ. ζωὸς καὶ τοῖς ἐξ αὐτοῦ συνθέτοις δὲν ὑπάρχει τὸ ι, ἴδε Δινδ. Στεφ. Θησ.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tout être vivant, animal;
2 personnage ou figure (d’homme ou d’animal) représentés dans un tableau (même en parl. d’objets inanimés) : ζῷα γραψάμενος (= ζωγραφησάμενος) τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου HDT ayant représenté d’après nature le passage du Bosphore (le roi, l’armée).
Étymologie: contr. de ζώϊον.

Spanish

animal

Greek Monotonic

ζῷον: (όπως εάν προερχόταν κατόπιν συναίρ. από το ζώϊον), τό (ζάω),
I. έμψυχο, έμβιο ον, ζώσα ύπαρξη, ζωντανό πλάσμα, ζώο (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. στη ζωγραφική και στη γλυπτική, απείκασμα, είδωλο, ομοίωμα, όχι απαραίτητα κάποιου ζώου μονάχα, σε Ηρόδ.· κυρίως στον πληθ., ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, με δεύτερη αιτ., το πράγμα που απεικονίζεται· ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου, να ζωγραφίσει τη διάβαση του Βοσπόρου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ζῷον: иногда ζῶον τό
1) живое существо (ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζ., sc. ἐστιν Arst.): πᾶν, ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζ. ἂν λέγοιτο Plat. все, что причастно жизни, может быть названо живым существом;
2) животное (ζῷα πάντα καὶ φυτά Plat.; γένος ἀνθρώπων καὶ ζῴων καὶ φυτῶν Arst.);
3) презр. тварь: ὅπωςχώρα τοῦ τοιούτου ζώου καθαρὰ γίγνηται Plat. чтобы страна очистилась от подобной твари;
4) изображение с натуры, т. е. статуя, картина, рисунок и т. д. (πυραμίς, ἐν τῇ ζῷα ἐγγέγλυπται Her.): ζ. οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Her. на нем (т. е. на каменном изваянии) было изображение всадника; ζῷα γράψασθαι πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου Her. написать картину (изображающую) весь этот мост через Боспор.