προδείκνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδείκνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]] με τη μέθοδο του παραδείγματος, σε Ηρόδ.· τὸν ζωστῆρα [[προδέξας]], έδειξα τη [[χρήση]] του ζωστήρα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[μιλώ]] [[πρώτος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[γνωρίζω]] από [[πριν]] τί πρόκειται να γίνει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., κάνω γνωστό εκ των προτέρων ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δείχνω]] [[πριν]] από κάποιον, σκήπτρῳ [[προδείκνυμι]] (ενν. <i>τὴν ὁδόν</i>), [[βρίσκω]] τον δρόμο με [[ραβδί]], λέγεται για άνθρωπο τυφλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[τεχνικός]] όρος, χερσὶ [[προδείκνυμι]], κάνω παραπλανητικές επιθέσεις με τα χέρια, κάνω όπως [[κάποιος]] που ετοιμάζεται να χτυπήσει κάποιον [[άλλο]], Λατ. praeludere, σε Θεόκρ.· χρησιμ. σε πόλεμο, κάνω [[επίδειξη]] δύναμης, σε Ξεν.
|lsmtext='''προδείκνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]] με τη μέθοδο του παραδείγματος, σε Ηρόδ.· τὸν ζωστῆρα [[προδέξας]], έδειξα τη [[χρήση]] του ζωστήρα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[μιλώ]] [[πρώτος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[γνωρίζω]] από [[πριν]] τί πρόκειται να γίνει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., κάνω γνωστό εκ των προτέρων ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δείχνω]] [[πριν]] από κάποιον, σκήπτρῳ [[προδείκνυμι]] (ενν. <i>τὴν ὁδόν</i>), [[βρίσκω]] τον δρόμο με [[ραβδί]], λέγεται για άνθρωπο τυφλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[τεχνικός]] όρος, χερσὶ [[προδείκνυμι]], κάνω παραπλανητικές επιθέσεις με τα χέρια, κάνω όπως [[κάποιος]] που ετοιμάζεται να χτυπήσει κάποιον [[άλλο]], Λατ. praeludere, σε Θεόκρ.· χρησιμ. σε πόλεμο, κάνω [[επίδειξη]] δύναμης, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προδείκνῡμι:''' (ион. part. aor. [[προδέξας]])<br /><b class="num">1)</b> (наглядно) показывать, демонстрировать (τι Her.);<br /><b class="num">2)</b> предварительно рассказывать: πρόδειξον αἵρεσίν τ᾽ ἐμοὶ [[δίδου]] Aesch. расскажи сначала и дай мне возможность выбора;<br /><b class="num">3)</b> предвещать, предсказывать (πάντα τὰ ἐπιφερόμενα Her.);<br /><b class="num">4)</b> указывать впереди, протягивать вперед (τὸ [[τόξον]] Luc.): σκήπτρῳ προδεικνύς Soph. нащупывая палкой дорогу (о слепом Эдипе);<br /><b class="num">5)</b> обозначать одними движениями: χερσὶ προδεικνύναι Theocr. (о борцах) делать подготовительные движения руками; προδεικνύων τινὰς ἐπιβολάς Polyb. делая вид, что собирается совершить какие-то атаки.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδείκνῡμι Medium diacritics: προδείκνυμι Low diacritics: προδείκνυμι Capitals: ΠΡΟΔΕΙΚΝΥΜΙ
Transliteration A: prodeíknymi Transliteration B: prodeiknymi Transliteration C: prodeiknymi Beta Code: prodei/knumi

English (LSJ)

(προδεικνύω Hdt.1.209, 7.37), 3sg. προδίκνυτι [δῐ] Epigr. in GDI5112 (Crete): Ion.aor. -έδεξα (v. infr.):—

   A show by example, by doing something first, προδέξαντες σχῆμα, οἷόν τι ἔμελλε εὐπρεπέστατον φανέεσθαι ἔχουσα Hdt.1.60; τὸν ζωστῆρα προδέξας having shown [the way of] the girdle, Id.4.10.    2 abs., tell first, A.Pr.779, S.OT624.    II foreshow what is about to happen, πάντα τὰ ἐπιφερόμενα Hdt.1.209; Ἕλλησι π. ὁ θεὸς ἔκλειψιν τῶν πολίων Id.7.37, cf. 6.27; προφαίνει καρπὸν . . μέχρι τοῦ προδεῖξαι μόνον Thphr.CP1.13.10: c. acc. et inf., make known beforehand that... Th.3.47; π. ὅτι . . Plu.Phoc.28; προδεδειγμένου it having been already shown, A.D Synt. 336.16.    III point before one, σκήπτρῳ π. γαῖαν, of a blind man, S.OT456; π. τὸ τόξον put it out before one, Luc.Herc.1, cf.Herm.68; π. δελεάσματα hold out baits, Them.Or.22.271c; π. χρεῶν ἀποκοπάς ib.7.91c.    2 as a technical term of pugilists, χερσὶ π. make feints with the hands, Theoc.22.102; also in war, X.Eq.Mag.8.24; π. τινὰς ἐπιβολάς Plb.2.66.2; of the cuttle-fish, π. εἰς τὸ πρόσθεν Arist. HA621b34.

German (Pape)

[Seite 714] u. προδεικνύω (s. δείκνυμι), vorher zeigen; σκήπτρῳ προδεικνὺς ἐμπορεύσεται, Soph. O. R. 456, von einem Blinden, der den Weg mit dem Stabe vorfühlt; aufzeigen, Her. 4, 10; als Beispiel, προδέξαντες σχῆμα οἷόν τι ἔμελλε εὐπρεπέστατον φανέεσθαι ἔχουσα, 1, 60; vorher anzeigen, ankündigen, πρόδειξον, αἵρεσίν τ' ἐμοὶ δίδου, Aesch. Prom. 781; ὅταν προδείξῃς οἷόν ἐστι τὸ φθονεῖν, Soph. O. R. 624; u. in Prosa, vorbedeuten, vorher befehlen, ὡς Ἕλλησι προδεικνύει ὁ θεὸς ἔκλειψιν τῶν πολίων, Her. 7, 37; προδειξάντων ὑμῶν, τὴν αὐτὴν ζημίαν κεῖσθαι, Thuc. 3, 47; Sp., wie Plut. Phoc. 28 Luc. Hermot. 68. – In der Kriegssprache = eine Demonstration oder einen falschen Angriff machen; χερσὶ προδεικνύναι, mit den Händen den Angriff vormachen, praeludere, Theocr. 22, 102; προδεικνύναι κατὰ τόπον τινά, sich stellen, als wolle man gegen einen Ort Etwas unternehmen, um die Aufmerksamkeit des Feindes von einem andern Punkte abzuwenden, Mathem.; vgl. Xen. Hipparch. 8, 24; s. auch Arist. H. A. 9, 25; ἐπιβολάς, Pol. 2, 66, 2; überhaupt sich anstellen, Miene wozu machen.

Greek (Liddell-Scott)

προδείκνῡμι: καὶ -ύω, Ἡρόδ. 1. 209., 7. 37· μέλλ. -δείξω, Ἰων. -δέξω. Δεικνύω ὡς παράδειγμα, προδέξαντες σχῆμα οἶόν τι ἔμελλε εὐπρεπέστατον φανέεσθαι ἔχουσα Ἡρόδ. 1. 60· τὸν ζωστῆρα προδέξας, δείξας τὴν χρῆσιν τοῦ ζωστῆρος, ὁ αὐτ. 4. 10. 2) ἀπολ., δεικνύω προηγουμένως, προεξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 779, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 624. ΙΙ. δεικνύω προηγουμένως τί μέλλει νὰ συμβῇ, πάντα τὰ ἐπιφερόμενα Ἡρόδ. 1. 209· τοῖς Ἕλλησι τὴν ἔκλειψιν ὁ αὐτ. 6. 27, κτλ.· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ποιῶ ἐκ τῶν προτέρων γνωστὸν ὅτι..., Θουκ. 3. 47· πρ. ὅτι..., Πλουτ. Φωκ. 28. ΙΙΙ. σκήπτρῳ προδεικνύς (ἐξυπ. τὴν ὁδὸν) εὑρίσκων τὴν ὁδὸν προψηλαφῶν διὰ τῆς ῥάβδου τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τυφλοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 456 (τὸ τοῦ Σενέκα baculo senili iter praetentare)· τὸ τόξον ἐντεταμένον ἡ ἀριστερὰ προδείκνυσι, κρατεῖ πρὸ αὐτοῦ, Λουκ. Ἡρακλ. 1. θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν ὥσπερ τὰ πρόβατα ὁ αὐτ. ἐν Ἑρμοτ. 68· πρ. δελεάσματα Θεμίστ. 271C· πρ. χρεῶν ἀποκοπὰς ὁ αὐτ. 2) ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐπὶ πυκτῶν, χερσὶ προδεικνύς, προβάλλων τὰς πυγμάς, κινῶν αὐτὰς ὡς μέλλων νὰ κτυπήσῃ, ὡς τὸ Λατ. praeludere, Θεόκρ. 22. 102· ― ὡσαύτως ἐν πολέμῳ, κάμνω ἐπίδειξιν, λαμβάνω τὴν στάσιν τοῦ προσβάλλοντος, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 24· πρ. τινὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 2. 66, 2· ― οὕτως ἐπὶ τῆς σηπίας, πρ. εἰς τὸ πρόσθεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 20.

French (Bailly abrégé)

1 montrer devant soi : σκήπτρῳ SOPH tâter avec un bâton (le chemin à suivre, etc.) ; fig. faire voir, expliquer ou indiquer d’avance : προδεικνύναι ὅτι PLUT montrer d’avance que ; particul. montrer par un exemple;
2 tenir tendu : τόξον LUC un arc.
Étymologie: πρό, δείκνυμι.

Greek Monolingual

και προδεικνύω Α
1. δείχνω κάτι ως παράδειγμα («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» — αφού έδειξε τη χρήση του ζωστήρα, Ηρόδ.)
2. δείχνω εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί
3. εξηγώ κάτι πρώτοςὅταν προδείξης οἷον ἐστι τὸ φθονεῑν», Σοφ.)
4. καθιστώ εκ τών προτέρων γνωστό
5. κρατώ ενώπιόν μου («τὸ τόξον έντεταμένον ἡ ἀριστερὰ προδείκνυσι», Λουκιαν.)
6. παρουσιάζω δολώματα, θέλγητρα («προδείκνυμι δελεάσματα», Θεμίστ.)
7. (ως τεχνικός όρος) α) (για πυγμάχους) προβάλλω την πυγμή μου, τη γροθιά μου και τήν κουνώ σαν να πρόκειται να χτυπήσω τον αντίπαλο, προβάλλω τα χέρια μου και προσποιούμαι ότι κάνω επίθεση με σκοπό τον αντιπερισπασμό του αντιπάλου
β) (στον πόλεμο) παίρνω στάση επίθεσης
8. (για τη σουπιά) εμφανίζω το κεφάλι
9. φρ. «σκήπτρῳ προδείκνυμί τι»
(για τυφλό) βρίσκω τον δρόμο ανιχνεύοντας πρώτα το έδαφος με τη ράβδο.

Greek Monotonic

προδείκνῡμι: και -ύω, μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω,
I. 1. δείχνω με τη μέθοδο του παραδείγματος, σε Ηρόδ.· τὸν ζωστῆρα προδέξας, έδειξα τη χρήση του ζωστήρα, στον ίδ.
2. απόλ., μιλώ πρώτος, σε Αισχύλ.
II. γνωρίζω από πριν τί πρόκειται να γίνει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., κάνω γνωστό εκ των προτέρων ότι..., σε Θουκ.
III. 1. δείχνω πριν από κάποιον, σκήπτρῳ προδείκνυμι (ενν. τὴν ὁδόν), βρίσκω τον δρόμο με ραβδί, λέγεται για άνθρωπο τυφλό, σε Σοφ.
2. ως τεχνικός όρος, χερσὶ προδείκνυμι, κάνω παραπλανητικές επιθέσεις με τα χέρια, κάνω όπως κάποιος που ετοιμάζεται να χτυπήσει κάποιον άλλο, Λατ. praeludere, σε Θεόκρ.· χρησιμ. σε πόλεμο, κάνω επίδειξη δύναμης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προδείκνῡμι: (ион. part. aor. προδέξας)
1) (наглядно) показывать, демонстрировать (τι Her.);
2) предварительно рассказывать: πρόδειξον αἵρεσίν τ᾽ ἐμοὶ δίδου Aesch. расскажи сначала и дай мне возможность выбора;
3) предвещать, предсказывать (πάντα τὰ ἐπιφερόμενα Her.);
4) указывать впереди, протягивать вперед (τὸ τόξον Luc.): σκήπτρῳ προδεικνύς Soph. нащупывая палкой дорогу (о слепом Эдипе);
5) обозначать одними движениями: χερσὶ προδεικνύναι Theocr. (о борцах) делать подготовительные движения руками; προδεικνύων τινὰς ἐπιβολάς Polyb. делая вид, что собирается совершить какие-то атаки.