φάντασμα: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φάντασμα:''' -ατος, τό ([[φαντάζω]]), = [[φάσμα]],<br /><b class="num">I.</b> [[εμφάνιση]], [[φάντασμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· όραμα, όνειρο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη [[φιλοσοφία]], βλ. [[φαντασία]].<br /><b class="num">2.</b> απλή [[απεικόνιση]], όχι [[πραγματικότητα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φάντασμα:''' -ατος, τό ([[φαντάζω]]), = [[φάσμα]],<br /><b class="num">I.</b> [[εμφάνιση]], [[φάντασμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· όραμα, όνειρο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη [[φιλοσοφία]], βλ. [[φαντασία]].<br /><b class="num">2.</b> απλή [[απεικόνιση]], όχι [[πραγματικότητα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φάντασμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> видение, призрак Eur.: ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. сонные грезы;<br /><b class="num">2)</b> сновидение Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> отражение (ἐν τοῖς [[ὕδασι]] Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.);<br /><b class="num">4)</b> воображение, представление Plat.: αἱ φαντασίαι γίνονται αἱ [[πλείους]] ψευδεῖς Arst. образы фантазии в большинстве (своем) обманчивы.
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάντᾰσμα Medium diacritics: φάντασμα Low diacritics: φάντασμα Capitals: ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Transliteration A: phántasma Transliteration B: phantasma Transliteration C: fantasma Beta Code: fa/ntasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = φάσμα, apparition, phantom, ἐνύπνια φαντάσματα A.Th.710; νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφάς Id.Fr.312; φ. δαίμονος Plu.Dio 2, cf. E.Hec.54,94 (anap.), 390, Chrysipp.Stoic.2.22, Ev.Matt.14.26; περὶ τὰ μνήματα . . ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φ. Pl.Phd.81d; vision, dream, Arist.EN 1102b10(pl.), Theoc.21.30.    b pl., phenomena, τὰ ἐν ἀέρι φ. Arist. Mu.395a29: pl., portents, D.H.4.62.    II = φαντασία 1, Pl.Prt.356e, Tht.167b, Prm.166a, R.598b, Arist.de An.428a1, Epicur.Ep.2pp.37,51 U.; distd. from εἰκών, Pl.Sph.236c.

German (Pape)

[Seite 1255] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.

Greek (Liddell-Scott)

φάντασμα: τό, (φαντάζω) = φάσμα, ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― ἐντεῦθεν ὅραμα, ἐνύπνιον, ὄνειρον, Θεόκρ. 29. 30· ― ὡσαύτως, τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, ἴνδαλμα παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. φαντασία ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν ἴνδαλμα, οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ ἀλήθεια, Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ εἰκών, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 apparition, vision, songe;
2 image offerte à l’esprit par un objet ; image sans consistance, apparence;
3 spectre, fantôme.
Étymologie: φαντάζω.

Spanish

aparición, fantasma, visión

English (Strong)

from φαντάζω; (properly concrete) a (mere) show ("phantasm"), i.e. spectre: spirit.

English (Thayer)

φαντασματος, τό (φαντάζω), an appearance; specifically, an apparition, spectre: Aeschylus, Euripides, Plato, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others; Wisdom of Solomon 17:14 (15).)

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και φάνταγμα Ν φαντάζω, -ομαι]
1. υπερφυσικό, άυλο ον (α. «αντίκρυ από τα πλάσματα του νοός τ' αληθινά / του προβαίνουν δύο φαντάσματα», Σόλωμ.
β. «νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς», Αισχύλ.)
2. οπτασία, είδωλο, εμφάνιση προσώπου που έχει πεθάνει
3. φανταστική εικόνα, φανταστική παράσταση, είκασμα
νεοελλ.
1. (λαογρ.) ψυχή, πνεύμα, φάσμα νεκρού ανθρώπου, ιδίως θανατωμένου ή κολασμένου, που συχνάζει στον τόπο όπου έζησε ή όπου τον έθαψαν, στοιχειό (α. «το φάντασμα του βασιλιά Ληρ» β. «πύργος γεμάτος φαντάσματα»)
2. έπαρση, αλαζονεία
3. μτφ. άνθρωπος κάτισχνος ή πολύ άσχημος (α. «έγινε φάντασμα μετά από την εντατική δίαιτα που έκανε» β. «είναι σαν φάντασμα κι ας βάζει τόσες καλλυντικές κρέμες στο πρόσωπο»)
αρχ.
1. η αποτύπωση ενός πράγματος στον νου, ο σχηματισμός της ιδέας της εικόνας ενός πράγματος
2. όνειρο
3. στον πληθ. τὰ φαντάσματα
α) φαινόμενα («τὰ ἐν ἀέρι φαντάσματα», Αριστοτ.)
β) θαύματα.

Greek Monotonic

φάντασμα: -ατος, τό (φαντάζω), = φάσμα,
I. εμφάνιση, φάντασμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· όραμα, όνειρο, σε Θεόκρ.
II. 1. στη φιλοσοφία, βλ. φαντασία.
2. απλή απεικόνιση, όχι πραγματικότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φάντασμα: ατος τό1) видение, призрак Eur.: ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. сонные грезы;
2) сновидение Theocr.;
3) отражение (ἐν τοῖς ὕδασι Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.);
4) воображение, представление Plat.: αἱ φαντασίαι γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Arst. образы фантазии в большинстве (своем) обманчивы.