πάσσαλος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(3b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πάσσᾰλος:''' атт. [[πάτταλος|πάττᾰλος]] ὁ [[πήγνυμι]]<br /><b class="num">1)</b> колышек, (деревянный) гвоздь (κρεμάσαι ἐκ [[πασσαλόφι]] Hom.): αἱρεῖν ἀπὸ [[πασσαλόφι]] Hom. снимать с гвоздя; χαλινοὺς ἐκ πασσάλων [[δῆσαι]] Her. привязывать (лошадей за) уздечки к колышкам; [[μηδὲ]] πάτταλον ἔχειν погов. Arph. не иметь ни гвоздя, т. е. не иметь решительно ничего;<br /><b class="num">2)</b> затычка, кляп (ἐμβάλλειν τινὶ πάτταλον εἰς τὸ [[στόμα]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> Arph., Anth. = [[membrum]] virile.
|elrutext='''πάσσᾰλος:''' атт. [[πάτταλος|πάττᾰλος]] ὁ [[πήγνυμι]]<br /><b class="num">1)</b> колышек, (деревянный) гвоздь (κρεμάσαι ἐκ [[πασσαλόφι]] Hom.): αἱρεῖν ἀπὸ [[πασσαλόφι]] Hom. снимать с гвоздя; χαλινοὺς ἐκ πασσάλων [[δῆσαι]] Her. привязывать (лошадей за) уздечки к колышкам; [[μηδὲ]] πάτταλον ἔχειν погов. Arph. не иметь ни гвоздя, т. е. не иметь решительно ничего;<br /><b class="num">2)</b> затычка, кляп (ἐμβάλλειν τινὶ πάτταλον εἰς τὸ [[στόμα]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> Arph., Anth. = [[membrum]] virile.
}}
{{elnl
|elnltext=πάσσαλος Ion. voor πάτταλος.
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάσσᾰλος Medium diacritics: πάσσαλος Low diacritics: πάσσαλος Capitals: ΠΑΣΣΑΛΟΣ
Transliteration A: pássalos Transliteration B: passalos Transliteration C: passalos Beta Code: pa/ssalos

English (LSJ)

Att. πάττ-, ὁ, Ep. gen. πασσαλόφι (v. infr.), (πήγνυμι)

   A peg on which to hang clothes, arms, etc., ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24.268, cf. 5.209 ; ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od. 21.53 ; ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν' Pi.O.1.17, cf. B.Scol.Oxy.1361.1.1 ; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67 ; χαλινοὺς . . ἐκ πασσάλων δέουσι Hdt.4.72, v. ἐκ 1.6 ; [χιτῶνα] πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440 ; κύλιξ . . κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Hermipp.55 ; ἐπὶ τῶν παττάλων Arist.PA681a25 ; παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.129 ; peg for making a hole in a vine-stem, Thphr.HP2.5.5, CP3.12.1 ; used to force open the mouth or as a gag, Ar.Eq.376, Th.222 ; of stakes used to mark boundaries, IG14.352i38 (Halaesa) ; pale, Apollod. Poliorc. 140.7, al. :—prov. of things very small or worthless, ἔχουσι μηδὲ πάτταλον not a pin (i. e. no part of their fee), Ar.Ec.284 ; μηδὲ π. καταλιπεῖν Luc.Jud.Voc.9 ; παττάλου γυμνότερος Aristaenet.2.18 ; also πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται Eust. 126.13, cf. Com.Adesp.494 ; εἶναι ἐν πασσάλοις, i.e. to be hung up, not in use, Lib.Or.1.268.    II from the like ness of form,    1 membrum virile, Ar.Ec.1020, AP5.128 (Autom.).    2 = ἵππος ὀρθόκωλος, Hippiatr.115.

German (Pape)

[Seite 532] ὁ, att. πάτταλος (πήγνυμι, παγῆναι), ein Pflock oder hölzerner Nagel, der in der Wand befestigt ist, um Etwas daran zu hängen; αίρεῖν ἀπ ὸ πασσαλόφι, vom Nagel nehmen, Il. 24, 268, wie Pind. Ol. 1, 17; vgl. κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας, Eur. Andr. 1123; κρεμάσαι ἐκ πασσαλόφι, an dem Nagel aufhängen, Od. 8, 67; auch ein Pflock oder Holznagel, Etwas damit zu befestigen oder Pferde daran zu binden, τοὺς χαλινοὺς ἐκ πασσάλων δέουσι, Her. 4, 72; Alcae. bei Ath. XIV, 627 b; ἐμβαλόντες αὐτῷ πάτταλον μαγειρικῶς ἐς τὸ στόμα, ein Knebel, Ar. Equ. 376; παττάλους ἐνέκρουεν ἐς τὸν τοῖχον, Vesp. 129; Folgde. Sprichwörtlich μηδὲ πάτταλον καταλιπεῖν, Luc. iud. voc. 9; vgl. Ar. Eccl. 284; παττάλου γυμνότερος, Aristaen. 2, 18. – Auch = πόσθη, Ar. Eccl. 1011, wie Automed. 3 (V, 129). – Ein Stellholz in der Mäusefalle.

Greek (Liddell-Scott)

πάσσᾰλος: Ἀττ. πάττ-, ὁ· Ἐπικ. γενκ. πασσαλόφι, ἴδε κατωτ.· (√ΠΑΓ, πήγνυμι)· - «παλοῦκι» ξύλινον, καρφίον πρὸς ἀνάρτησιν ἱματίων, ὅπλων, κτλ., ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Ἰλ. Ω. 268, πρβλ. Ε. 209· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Ὀδ. Φ. 53· ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν’ Πινδ. Ο. Ι. 25· ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 67· χαλινοὺς ... ἐκ πασσάλων δέουσι Ἡρόδ. 4. 72 (ἴδε ἐκ Ι. 3)· [χιτῶνα] πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 3· ἐπὶ τῶν παττάλων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 44· παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφάν. Σφ. 129 ἐπὶ πασσάλων χρησίμων πρὸς καθορισμὸν ὁρίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594, 1. 38 κ.ἑξ.· - παροιμ. ἐπὶ πραγμάτων λίαν μηδαμινῶν καὶ ἀναξίων λόγου, ἔχουσι μηδὲ πάτταλον, δηλ. οὐδ’ ἀξίαν τριωβόλου, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 284· παττάλου γυμνότερος Ἀρισταίν. 2. 18· μηδὲ π. καταλιπεῖν Λουκ. Δίκη Φων. 9· - ὡσαύτως, πάτταλοι παττάλοις ἐκρούονται, τὸ ἕνα καρφὶ ἐκβάλλει τὸ ἄλλο, Συνεσ. Ἐπιστ. 50, πρβλ. Εὐστ. 126. 13· ἴδε ἐν λέξ. ἧλος· εἶναι ἐν πασσάλοις, δηλ. κρεμασμένος εἰς τὸν τοῖχον, ἄχρηστος, Λιβάν. 1. 159. ΙΙ. ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, 1) τεμάχιον ξύλου δι’ οὗ οἱ μάγειροι διήνοιγον τὸ στόμα τοῦ ἐσφαγμένου χοίρου καὶ ἐξῆγον τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 376. 2) = πέος, ταῖς πρεσβυτέραις γυναιξὶν ἔστω τὸν νέον ἕλκειν ἀνατί λαβομένας τοῦ παττάλου ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1020, Ἀνθ. Π. 5. 129. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 168-69.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
néo-att. πάτταλος, ου (ὁ) :
1 cheville, clou pour suspendre qch;
2 pieu ou cheville de bois pour attacher les chevaux.
Étymologie: p. *πάγjαλος, de la R. Παγ, ficher ; cf. πήγνυμι.

English (Autenrieth)

gen. πασσαλόφιν· wooden nail or pin, peg, used to hang things upon, as the harp, Il. 24.268, Od. 1.440, Od. 8.67, 105.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α
1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.)
2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» — το κακό καταπολεμάται με κακό
νεοελλ.
τεχνολ. επίμηκες στέλεχος, κυλινδρικής ή πρισματικής διατομής, από ξύλο, μέταλλο ή οπλισμένο σκυρόδεμα, που εμπηγνύεται ή διαμορφώνεται μέσα στο έδαφος και χρησιμεύει για τη θεμελίωση δομικών έργων σε σαθρά εδάφη
αρχ.
1. ξύλινο καρφί που μπήγεται στον τοίχο («παττάλους ἐνέκρουε εἰς τὸν τοῑχον», Αριστοφ.)
2. σφήνα για διάνοιξη οπών
3. τεμάχιο ξύλου με το οποίο οι μάγειροι άνοιγαν το στόμα σφαγμένου χοίρου και έβγαζαν τη γλώσσα του
4. πέος
5. παροιμ. α) «μηδὲ πάσσαλον ἔχω» — δεν έχω παρά μόνο μηδαμινά πράγματα
β) «μηδὲ πάτταλον καταλείπω» — ερημώνω και διαρπάζω τα πάντα
γ) «παττάλου γυμνότερος» — λεγόταν για πολύ φτωχό άνθρωπο
δ) «εἶναι ἐν πασσάλοις» — είναι άχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πάσσαλος (< πάκy-αλος) ανάγεται στη ρίζα pāk- / pә2k- του πήγνυμι με άηχο ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. λατ. paciscor, pax, γοτθ. fāhan) και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. πάσσων με υγρό επίθημα -αλ- (πρβλ. κνώδων: κνώδ-αλ-ον). Υγρό επίθημα εμφανίζεται με διαφορετικό σχηματισμό και στο λατ. pālus «χάρακας» (< pak-slo-). Τη λ. πάσσαλος δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή pessulus (βλ. και λ. πήγνυμι για την εναλλαγή άηχου και ηχηρού ουρανικού συμφώνου στη ρίζα)].

Greek Monotonic

πάσσᾰλος: Αττ. πάττ-, ὁ· Επικ. γεν. πασσαλόφι· (πήγνυμι
I. πάσσαλος, παλούκι στο οποίο κρέμωνται ρούχα, όπλα, κ.τλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, στο ίδ.
II. στοματοδιαστολέας, φίμωτρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάσσᾰλος: атт. πάττᾰλοςπήγνυμι
1) колышек, (деревянный) гвоздь (κρεμάσαι ἐκ πασσαλόφι Hom.): αἱρεῖν ἀπὸ πασσαλόφι Hom. снимать с гвоздя; χαλινοὺς ἐκ πασσάλων δῆσαι Her. привязывать (лошадей за) уздечки к колышкам; μηδὲ πάτταλον ἔχειν погов. Arph. не иметь ни гвоздя, т. е. не иметь решительно ничего;
2) затычка, кляп (ἐμβάλλειν τινὶ πάτταλον εἰς τὸ στόμα Arph.);
3) Arph., Anth. = membrum virile.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάσσαλος Ion. voor πάτταλος.