βαθμός: Difference between revisions
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βαθμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> ступень(ка) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> степень, ранг ([[καλός]] NT). | |elrutext='''βαθμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> ступень(ка) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> степень, ранг ([[καλός]] NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[βαίνω]]<br />a [[step]]: metaph. a [[step]], [[degree]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 9 January 2019
English (LSJ)
or βασμός, ὁ, (βαίνω)
A step, threshold, LXX IKi.5.5, [S.]Fr.1127; degree on the dial, LXX 4 Ki.20.9 sq.; fifteen degrees of the zodiac, Vett.Val.31.2; interval in a musical scale, Iamb.VP26.120. 2 rung of a ladder, Luc.Trag.221. 3 base or plinth of a tower, GDI5524.10 (Cyzicus). II metaph., step, degree in rank (οἱ β. κλίμακος προκοπὴν σημαίνουσι Artem.2.42), 1 Ep.Ti.3.13, Procop.Arc.24, Lyd.Mag.2.8, al.; οἱ τᾶς ἀξίας βάσμοι IG12(2).243.16 (Mytil.); simply, degree, τολμημάτων βαθμοί J.BJ4.3.10; ὥσπερ ἡδονῆς κλίμακα συμπηξάμενος ἔρως πρῶτον ἔχει β. ὄψεως Luc.Am.53; step in an argument, Simp.in Cael.718.35; of a genealogy, ἀπωτέρω δυοῖν β. two steps farther back, i.e. farther back than one's grandfather, D.Chr.41.6. III tax paid on stairs, POxy.574 (ii A. D.): acc. to Phryn.296, Moer.97, βαθμός is Ion., βασμός Att., but βασμός occurs GDI5524.10 (Cyzic.), Jahresh.3.55 (Scepsis).
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, 1) Stufe, Tritt, Schwelle, Soph. frg. 708; bes. Sp., z. B. Plut. Rom. 20. – 2) Ehrenstufen, K. S. – 3) Schritt, Gang, Dio Chr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
degré.
Étymologie: R. Βα, marcher ; pour le suff. -θμος, cf. πορθμός, ἰσθμός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βασμός Luc.Trag.221, Phryn.295, Moer.90, Hsch.
I 1peldaño de una escalera, Luc.l.c., Artem.2.42, Hierocl.Facet.93
•fig. grado de progreso o retroceso en la vida intelectual y espiritual, Plu.Rom.20, Eus.DE 1.6, Olymp.in Alc.129, Marin.Procl.22, de audacia, I.BI 4.171, de parentesco, Basil.M.31.1389C, PMasp.169.10 (VI d.C.), ref. a las generaciones en una genealogía D.Chr.41.6.
2 umbral LXX 1Re.5.5.
3 cien. grado del reloj de sol, LXX 4Re.20.10
•astr. equivalente a quince grados del zodíaco, Vett.Val.30.4
•mús. intervalo en la escala musical, Iambl.VP 120.
4 medic. cavidad τοῦ πήχεος Gal.18(2).860.
II fig. puesto, dignidad, rango en una escala de honores, en el gobierno, en la iglesia, etc. Sitz.Wien.265(1).1969.12.67 (Lidia I d.C.), 1Ep.Ti.3.13, Eus.HE 8.5, Basil.M.31.648A, 32.668A, Procop.Arc.24
•profesión ἐπὶ τῶν οἰκείων βαθμῶν μένειν Olymp.in Grg.6.11.
• Etimología: v. βαίνω.
English (Abbott-Smith)
† βαθμός, -οῦ, ὁ, Ion. form of βασμός (< βαίνω, to step), [in LXX I Ki 5:5 (מִפְתָּן), IV Ki 20:9, 10 11 (מַעֲלָה), Si 6:36*;]
a step (IV Ki, l.c., of degrees of a dial); metaph., a degree, standing: I Ti 3:13.†
English (Strong)
from the same as βάθος; a step, i.e. (figuratively) grade (of dignity): degree.
English (Thayer)
βαθμου, ὁ (from the obsolete βάω equivalent to βαίνω, like σταθμός (from ἵστημι), threshold, step; of a grade of dignity and wholesome influence in the church (R. V. standing), Sept. Strabo (Plutarch), Lucian, Appian, Artemidorus Daldianus (others); cf. Lob. ad Phryn., p. 324.)
Greek Monolingual
ο (AM βαθμός)
1. αξίωμα σε ιεραρχική κλίμακα
2. το σημείο όπου βρίσκεται ή φθάνει κάποιος
3. μέτρο για τη δήλωση συγγενικής σχέσης
νεοελλ.
1. μέτρο επίδοσης εξεταζόμενων
2. οποιαδήποτε υποδιαίρεση μιας κλίμακας
3. μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με την επίκεντρη γωνία που βαίνει στο 1 / 400 του κύκλου
4. η θέση που κατέχει ο στρατιωτικός (αξιωματικός ή υπαξιωματικός) στην κλίμακα της στρατιωτικής ιεραρχίας
5. φρ. «βαθμός ελευθερίας» — οποιαδήποτε από τις ανεξάρτητες ποσότητες που είναι απαραίτητες για να εκφράσουν τις τιμές όλων των μεταβλητών ιδιοτήτων ενός συστήματος
αρχ.
1. σκαλοπάτι, κατώφλι
2. υποδιαίρεση στο ηλιακό ρολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του βαίνω + (επίθημα) -θμός (πρβλ. ρυθμός, σταθμός κ.ά.).
ΠΑΡ. βαθμηδόν, βαθμίδα (-ίς)
νεοελλ.
βαθμιαίος.
ΣΥΝΘ. αναβαθμός αρχ. βαθμοειδής
νεοελλ.
βαθμολόγος, βαθμομετρώ, βαθμονομώ, βαθμούχος, βαθμοφόρος].
Greek Monotonic
βαθμός: ή βασμός, ὁ (βαίνω), μεταφ., σκαλοπάτι· πρόοδος, βαθμός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βαθμός: ὁ
1) ступень(ка) Plut.;
2) степень, ранг (καλός NT).