крепкий: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(DvTab)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἐχυρός]], [[πύργινος]], [[μάργος]], [[ἀνεμοτρεφής]], [[βαθύς]], [[ἔπακμος]], [[πλήκτης]], [[πρίνινος]], [[λιπαρός]], [[ἐπιτελεστικός]], [[στομωτός]], [[εὐεκτικός]], [[σφενδάμνινος]], [[ἀδινός]], [[σῶκος]], [[ἀλκαῖος]], [[κάτοχος]], [[βέβαιος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρρωμένος]], [[πηγός]], [[βριαρός]], [[εὐσωματώδης]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[ταλαύρινος]], [[ἁδρός]], [[ἰσχυρός]], [[ἐρισθενής]], [[κραταιός]], [[νεανίας]], [[νεηνίης]], [[εὔτονος]], [[ἀσταγής]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀστεμφής]], [[νήγρετος]], [[ἄρρηκτος]], [[ζωρός]], [[ἀαγής]], [[χλούνης]], [[δριμύς]], [[στιβαρός]], [[πυκνός]], [[ἰνώδης]], [[αἰζηός]], [[αἰζήϊος]], [[σφοδρός]], [[ἔμπεδος]], [[κραταίπεδος]], [[εὐρύνωτος]], [[πραγματικός]], [[δυνατός]], [[ἐγκρατής]], [[εὔρωστος]], [[καρτερός]], [[ῥωμαλέος]], [[κραταιγύαλος]], [[στερεός]], [[στυφελός]], [[στυφλός]], [[στερρός]], [[στέριφος]], [[παχύς]], [[ἀτενής]], [[ἐμβριθής]], [[εὔφορος]], [[στιπτός]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]], [[εὐπαγής]], [[τετράγωνος]], [[πλατύς]], [[θαλερός]], [[ἀντίτυπος]]
|rueltext=[[ἀαγής]], [[ἀδινός]], [[ἁδρός]], [[αἰζήϊος]], [[αἰζηός]], [[ἀλκαῖος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀνεμοτρεφής]], [[ἀντίτυπος]], [[ἄρρηκτος]], [[ἀσταγής]], [[ἀστεμφής]], [[ἀτενής]], [[βαθύς]], [[βέβαιος]], [[βριαρός]], [[δριμύς]], [[δυνατός]], [[ἐγκρατής]], [[ἐμβριθής]], [[ἔμπεδος]], [[ἔπακμος]], [[ἐπιτελεστικός]], [[ἐρισθενής]], [[ἐρρωμένος]], [[εὐεκτικός]], [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[εὐρύνωτος]], [[εὔρωστος]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]], [[εὐσωματώδης]], [[εὔτονος]], [[εὔφορος]], [[ἐχυρός]], [[ζωρός]], [[θαλερός]], [[ἰνώδης]], [[ἰσχυρός]], [[καρτερός]], [[κάτοχος]], [[κραταιγύαλος]], [[κραταιός]], [[κραταίπεδος]], [[λιπαρός]], [[μάργος]], [[νεανίας]], [[νεηνίης]], [[νήγρετος]], [[ὀχυρός]], [[παχύς]], [[πηγός]], [[πλατύς]], [[πλήκτης]], [[πραγματικός]], [[πρίνινος]], [[πυκνός]], [[πύργινος]], [[ῥωμαλέος]], [[στερεός]], [[στέριφος]], [[στερρός]], [[στιβαρός]], [[στιπτός]], [[στομωτός]], [[στυφελός]], [[στυφλός]], [[σφενδάμνινος]], [[σφοδρός]], [[σῶκος]], [[ταλαύρινος]], [[τετράγωνος]], [[χλούνης]]
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 7 March 2024

Russian > Greek

ἀαγής, ἀδινός, ἁδρός, αἰζήϊος, αἰζηός, ἀλκαῖος, ἀμαιμάκετος, ἀνεμοτρεφής, ἀντίτυπος, ἄρρηκτος, ἀσταγής, ἀστεμφής, ἀτενής, βαθύς, βέβαιος, βριαρός, δριμύς, δυνατός, ἐγκρατής, ἐμβριθής, ἔμπεδος, ἔπακμος, ἐπιτελεστικός, ἐρισθενής, ἐρρωμένος, εὐεκτικός, εὐπαγής, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, εὐρύνωτος, εὔρωστος, εὐσταθής, ἐϋσταθής, εὐσωματώδης, εὔτονος, εὔφορος, ἐχυρός, ζωρός, θαλερός, ἰνώδης, ἰσχυρός, καρτερός, κάτοχος, κραταιγύαλος, κραταιός, κραταίπεδος, λιπαρός, μάργος, νεανίας, νεηνίης, νήγρετος, ὀχυρός, παχύς, πηγός, πλατύς, πλήκτης, πραγματικός, πρίνινος, πυκνός, πύργινος, ῥωμαλέος, στερεός, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στιπτός, στομωτός, στυφελός, στυφλός, σφενδάμνινος, σφοδρός, σῶκος, ταλαύρινος, τετράγωνος, χλούνης