ὀνομαστός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onomastos
|Transliteration C=onomastos
|Beta Code=o)nomasto/s
|Beta Code=o)nomasto/s
|Definition=ή, όν, in dialects ὀνῠμ- <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.38</span> (as pr. n. of a Delphian, <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.158 (Cyrene)):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">named, to be named</b>, and <b class="b3">οὐκ ὀνομαστός</b> <b class="b2">not to be named</b> or [[mentioned]], i.e. [[abominable]], Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν <span class="bibl">Od.19.260</span>,<span class="bibl">597</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of name</b> or [[note]], [[famous]], <span class="bibl">Thgn.23</span>, Pi.l.c., <span class="bibl">Hdt.4.47</span>, <span class="bibl">Isoc.12.261</span>, <span class="bibl">Phoen.2.11</span>, etc. : Comp. and Sup., <span class="bibl">Hdt.6.126</span>,<span class="bibl">2.178</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, [[notable]], ὀνομαστὰ πράσσων <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>509</span>.</span>
|Definition=ή, όν, in dialects ὀνῠμ- <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.38</span> (as pr. n. of a Delphian, <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.158 (Cyrene)):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">named, to be named</b>, and <b class="b3">οὐκ ὀνομαστός</b> [[not to be named]] or [[mentioned]], i.e. [[abominable]], Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν <span class="bibl">Od.19.260</span>,<span class="bibl">597</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of name</b> or [[note]], [[famous]], <span class="bibl">Thgn.23</span>, Pi.l.c., <span class="bibl">Hdt.4.47</span>, <span class="bibl">Isoc.12.261</span>, <span class="bibl">Phoen.2.11</span>, etc. : Comp. and Sup., <span class="bibl">Hdt.6.126</span>,<span class="bibl">2.178</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, [[notable]], ὀνομαστὰ πράσσων <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>509</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:34, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστός Medium diacritics: ὀνομαστός Low diacritics: ονομαστός Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: onomastós Transliteration B: onomastos Transliteration C: onomastos Beta Code: o)nomasto/s

English (LSJ)

ή, όν, in dialects ὀνῠμ- Pi.P.1.38 (as pr. n. of a Delphian, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene)):—

   A named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i.e. abominable, Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.Th.148.    II of name or note, famous, Thgn.23, Pi.l.c., Hdt.4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc. : Comp. and Sup., Hdt.6.126,2.178.    2 of things, notable, ὀνομαστὰ πράσσων E.HF509.

German (Pape)

[Seite 349] genannt, zu nennen, οὐκ ὀνομαστός, unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, τέμενος οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστός: Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, ἄξιος νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ ὀνομαστός, ἀνάξιος νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, δηλ. βδελυκτός, Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων ὄνομα ἐπίσημον ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, ὀνομαστός, ἐπιφανής, περίφημος, Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἔνδοξος πρᾶξις, περιβόητον πρᾶγμα, ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut nommer ou prononcer : οὐκ ὀνομαστός OD dont il ne faut pas parler ou prononcer le nom;
2 renommé, célèbre;
Cp. ὀνομαστότερος, Sp. ὀνομαστότατος.
Étymologie: ὀνομάζω.

English (Autenrieth)

to be named, w. neg., of a name not to be uttered for the illomen it contains. (Od.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) ονομάζω
αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνομαστά
ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.

Greek Monotonic

ὀνομαστός: Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν (ὀνομάζω),·
I. φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ ὀνομαστός, αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. ακατονόμαστος, βδελυρός, Λατ. infandus, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για ξακουστό όνομα ή φήμη, αξιομνημόνευτος, ξακουστός, επιφανής, περίφημος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομαστός: ион. οὐνομαστός 3
1) (легко) выразимый: οὐκ ὀ. Hom. невыразимый, несказанный, неописуемый;
2) славный, знаменитый, замечательный (τέμενος Her.; ἄνδρες Plat.; μάχη Plut.): ὀνομαστὰ πράττειν Eur. пользоваться славой.

Middle Liddell

ὀνομάζω
I. named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i. e. abominable, Lat. infandus, Od.
II. of name or note, notable, famous, Theogn., Hdt., etc.