ἐπίκαιρος: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikairos | |Transliteration C=epikairos | ||
|Beta Code=e)pi/kairos | |Beta Code=e)pi/kairos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in fit time]] or [[place]], [[seasonable]], [[opportune]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>875</span> (lyr.), <span class="bibl">Th.6.34</span>; νίκη -οτάτη <span class="bibl">Id.8.106</span>; of places, -ότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι <span class="bibl">Id.1.68</span>; <b class="b3">τὰ ἐ</b>. [[advantageous]] positions, <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>10.5</span>; τοὺς ἐ. τῶν τόπων <span class="bibl">D. 18.27</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1331a21</span>; Κόρκυρα ἐν -οτάτῳ κειμένη <span class="bibl">Isoc.15.108</span>; τὰ ἐνδεχόμενα καὶ -ότατα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1396b5</span>; <b class="b3">τοῦ πάθους τὸ ἐ</b>. [[spontaneous]] [[outburst]] of passion, Longin.18.2: also c.gen., <b class="b3">τρίποδα . .λουτρῶν</b> <b class="b3">ἐπίκαιρον</b>, = [[καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν]], [[convenient for]]... <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1406</span> (anap.); <b class="b3">ἰατὴρ -ότατος</b> [[helping in time of need]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.270</span>. Adv. -ως Sm.<span class="title">Ps.</span>9.10, Sup. -οτάτως Anon.<span class="title">in Rh.</span>132.8. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[serious]], [[important]], <b class="b3">ἐ. σημεῖα</b> [[important]] symptoms, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.25</span>; <b class="b3">ἐς τέκμαρσιν</b> Id.<span class="title">Acut.</span> . </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span>. of parts of the body, [[vital]], ἐν τῷ -οτάτῳ ἀφύλακτον <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>12.7</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>766a24</span>; <b class="b3">ἐ. τοῦ ζῆν</b> [[necessary]] for life, ib.<span class="bibl">719a16</span>; of wounds, [[dangerous]], ἐ. τρῶμα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>11</span>; ἕλκος <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span>46</span>. Adv. -ρως, τετρῶσθαι <span class="bibl">Paus.4.8.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span>. [[susceptible]] to disorders, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>2.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. <b class="b2">for a time, temporary</b>, opp. <b class="b3">ἀΐδιος</b>, <span class="bibl">Epict.<span class="title">Gnom.</span>8</span>; ἡ τῆς δόξης ἐ. εὐδαιμονία <span class="bibl">Vett.Val.130.30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:37, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A in fit time or place, seasonable, opportune, S.OT875 (lyr.), Th.6.34; νίκη -οτάτη Id.8.106; of places, -ότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Id.1.68; τὰ ἐ. advantageous positions, X.Hier.10.5; τοὺς ἐ. τῶν τόπων D. 18.27, cf. Arist.Pol.1331a21; Κόρκυρα ἐν -οτάτῳ κειμένη Isoc.15.108; τὰ ἐνδεχόμενα καὶ -ότατα Arist.Rh.1396b5; τοῦ πάθους τὸ ἐ. spontaneous outburst of passion, Longin.18.2: also c.gen., τρίποδα . .λουτρῶν ἐπίκαιρον, = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, convenient for... S.Aj.1406 (anap.); ἰατὴρ -ότατος helping in time of need, Pi.P.4.270. Adv. -ως Sm.Ps.9.10, Sup. -οτάτως Anon.in Rh.132.8. 2. serious, important, ἐ. σημεῖα important symptoms, Hp.Epid.1.25; ἐς τέκμαρσιν Id.Acut. . 3. of parts of the body, vital, ἐν τῷ -οτάτῳ ἀφύλακτον X.Eq.12.7, cf. Arist.GA766a24; ἐ. τοῦ ζῆν necessary for life, ib.719a16; of wounds, dangerous, ἐ. τρῶμα Hp.Fract.11; ἕλκος Id.Acut.46. Adv. -ρως, τετρῶσθαι Paus.4.8.4. 4. susceptible to disorders, Gal.Nat.Fac.2.8. II. for a time, temporary, opp. ἀΐδιος, Epict.Gnom.8; ἡ τῆς δόξης ἐ. εὐδαιμονία Vett.Val.130.30.
German (Pape)
[Seite 945] zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; ἐπικαιρότατος ἰατήρ Pind. P. 4, 270; ἃ μἡ' πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα Soph. O. R. 875; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich, Ai. 1385; τὸ μὲν ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Thuc. 1, 68; νίκη 8, 106; φυλακαί Xen. Mem. 3, 6, 10; τὰ ἐπίκαιρα φυλάσσοντες Hier. 10, 5; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem. 18, 27; Folgde. – Auch wie ἐπικαίριος, leicht verwundbar, gefährlich, von Theilen des Körpers, Hippocr.; Arist. gener. an. 4, 1 part. an. 4, 2; auch ἕλκος, Hippocr. – Zeitlich, vorübergehend, Ggstz ἀΐδιος, Stob. fl. 5, 112; ζημία u. ä., Clem. Al. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκαιρος: -ον, ἐν καταλλήλῳ καιρῷ ἢ τόπῳ, ἔγκαιρος, κατάλληλος, χρήσιμος, ὠφέλιμος, Σοφ. Ο. Τ. 875, Θουκ. 6, 34· νίκη ὁ αὐτ. 8. 106· ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 1. 68· τὰ ἐπ., θέσεις σπουδαῖαι καὶ χρήσιμοι, Ξεν. Ἱερ. 19, 5· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Δημ. 234. 14, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1· νῆσος ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 115· τὰ ἐπικαιρότατα Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· τοῦ πάθους τὸ ἐπ. Λογγῖν. 18. 2:- ὡσαύτως μετὰ γεν., τρίποδα… λουτρῶν ἐπίκαιρον = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, κατάλληλον διά…, Σοφ. Αἴ. 1406:- ἐπὶ προσώπων, βοηθῶν ἐν καιρῷ ἀνάγκης, Πινδ. Π. 4. 488. 2) σπουδαῖος, ἔχων μεγάλην σημασίαν, ἐπ. σημεῖα, σπουδαῖα συμπτώματα, Ἱππ. 964Α, πρβλ. 383. 36, κτλ.· ἐπ. τρῶμα ὁ αὐτ. 759G. 3) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, σπουδαίος, καίριος, Ξεν. Ἱππ. 12, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 35· ἐπ. τοῦ ζῆν, ἀναγκαῖος πρὸς ζωήν, αὐτόθι 1. 11, 5: ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, ἐπικίνδυνος (πρβλ. καίριος), ἐπ. ἕλκος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.- Ἐπιρρ., ἐπικαίρως τετρῶσθαι Παυσ. 4. 8. 4. ΙΙ. πρόσκαιρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀΐδιος, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 74. 16, Κλημ. Ἀλ. 220.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 opportun, favorable, convenable ; τὰ ἐπίκαιρα XÉN position avantageuse ; νῆσος ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη ISOCR île dans une situation très favorable ; ἐπίκαιρος πρός τι, ἐπίκαιρός τινος avantageux ou utile pour qch;
2 important;
Sp. ἐπικαιρότατος.
Étymologie: ἐπί, καιρός.
English (Slater)
ἐπῐκαιρος
1 opportune, timely ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος sc. Arkesilas (P. 4.270)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίκαιρος, -ον)
1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση»)
2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) καίριος, αποτελεσματικός
2. (το ουδ. ως ουσ. συνήθ. στον πληθ.) τα επίκαιρα
τα νέα, τα πρόσφατα γεγονότα
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει πλεονεκτήματα, πλεονεκτικός («τά ἐπίκαιρα φυλάττοντες», Ξεν.)
2. (για πάθος) αυθόρμητη έκρηξη
3. (με γεν.) ο κατάλληλος για κάτι («τρίποδ’ ἀμφίπυρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ’ ἐπίκαιρον», Σοφ.)
4. (για μέρη του σώματος) καίριος, ζωτικός
5. (για ζωή) αναγκαίος
6. (για τραύματα, πληγές) επικίνδυνος
7. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός
8. (για πρόσ.) αυτός που βοηθά σε κατάλληλο χρόνο, σε ώρα ανάγκης («ἐσσὶ δ’ ἰατὴρ ἐπικαιρότατος», Πίνδ.).
επίρρ...
επικαίρως, -α
1. σε κατάλληλο καιρό, κατάλληλα
2. καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καιρός «κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία»].
Greek Monotonic
ἐπίκαιρος: -ον, 1. αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή τόπο, έγκαιρος, επίκαιρος, κατάλληλος, πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον χωρίον ἀποχρῆσθαι, το πιο πρόσφορο, το πλέον κατάλληλο προς χρήση, στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν ἐπίκαιρος, κατάλληλο για..., σε Σοφ.
2. λέγεται για μέρη του σώματος, ζωτικός, σπουδαίος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκαιρος:
1) удобный, выгодный (χωρίον Thuc.; τόπος Arst., Dem.): τὰ ἐπίκαιρα Xen. и οἱ ἐπίκαιροι τῶν τόπων Dem. (стратегически) выгодные позиции; ἐ. πρός τι Thuc. или ἐ. τινος Soph. подходящий, удобный, годный или полезный для чего-л.;
2) важный, существенный (νίκη Thuc.; φυλακαί Xen.; προτείχισμα Plut.): τὰ ἐπίκαιρα καὶ συμφέροντα Soph. важные и полезные мероприятия;
3) (тж. ἐ. τοῦ ζῆν Arst.) жизненно важный (ἥπατος φύσις Arst.): τὸ ἐπικαιρότατον Xen. наиболее важный (для жизни) участок тела;
4) опытный, сведущий (ἰατήρ Pind.).
Middle Liddell
ἐπί-καιρος, ον
1. in fit time or place, in season, seasonable, opportune, convenient, Soph., Thuc.; of places, ἐπικαιρότατον χωρίον ἀποχρῆσθαι most convenient to use, Thuc.; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem.:—also c. gen., λουτρῶν ἐπίκαιρος convenient for . . , Soph.
2. of parts of the body, vital, Xen.