ἀμφήκης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφήκης''': -ες, (ἀκή) δίστομος, δίκοπος, [[ἀμφοτέρωθεν]] [[ὀξύς]], κοπτερός, [[φάσγανον]], [[ξίφος]] Ἰλ. Κ. 256, Ὀδ. Π. 80, κτλ.: [[κέντρον]], [[δόρυ]] Αἰσχύλ. Πρ. 692, Ἀγ. 1149· [[ἔγχος]], [[γένυς]] Σοφ. Αἴ. 286, Ἠλ. 485· ἐπὶ ἀστραπῆς, πυρὸς [[ἀμφήκης]] βόστρυχος Αἰσχύλ. Πρ. 1044. ΙΙ. μεταφ., ἀμφ. [[γλῶττα]], [[γλῶσσα]] ἥτις κόπτει κατὰ δύο τρόπους, δύναται δηλ. νὰ ὑπερασπίσῃ καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1160· ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ δυνάμενος κατὰ δύο τρόπους νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀμφ. καὶ [[διπρόσωπος]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 43.
|lstext='''ἀμφήκης''': -ες, (ἀκή) δίστομος, δίκοπος, [[ἀμφοτέρωθεν]] [[ὀξύς]], κοπτερός, [[φάσγανον]], [[ξίφος]] Ἰλ. Κ. 256, Ὀδ. Π. 80, κτλ.: [[κέντρον]], [[δόρυ]] Αἰσχύλ. Πρ. 692, Ἀγ. 1149· [[ἔγχος]], [[γένυς]] Σοφ. Αἴ. 286, Ἠλ. 485· ἐπὶ ἀστραπῆς, πυρὸς [[ἀμφήκης]] βόστρυχος Αἰσχύλ. Πρ. 1044. ΙΙ. μεταφ., ἀμφ. [[γλῶττα]], [[γλῶσσα]] ἥτις κόπτει κατὰ δύο τρόπους, δύναται δηλ. νὰ ὑπερασπίσῃ καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1160· ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ δυνάμενος κατὰ δύο τρόπους νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀμφ. καὶ [[διπρόσωπος]] Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 43.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:30, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφήκης Medium diacritics: ἀμφήκης Low diacritics: αμφήκης Capitals: ΑΜΦΗΚΗΣ
Transliteration A: amphḗkēs Transliteration B: amphēkēs Transliteration C: amfikis Beta Code: a)mfh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A) A two-edged, φάσγανον, ξίφος, Il.10.256, Od.16.80, B.10.87, etc.; κέντρον, δόρυ, A.Pr.692 (lyr.), Ag.1149; ἔγχος, γένυς, S.Aj.286, El.485; of lightning, forked, πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος A. Pr.1044; κεραυνός Cleanth.1.10. II metaph., ἀμφήκης γλῶττα tongue that will cut both ways, i.e. maintain either right or wrong, Ar.Nu. 1160 (parod.); of an oracle, ambiguous, ἀμφήκης καὶ διπρόσωπος Luc.JTr. 43.

German (Pape)

[Seite 134] ες (ἀκή), zweischneidig, Hom. viermal, nur in der Form ἄμφηκες, φάσγανον Il. 10, 256, ξίφος 21, 118 Od. 16, 80. 21, 341; – Aasch. κέντρον Prom. 694; πυρὸς βόστρυχος, vom Blitze, 1046; δόρυ Ag. 1120; Soph. ἔγχος, vom Schwerte, Ai. 275; γένυς El. 476; Eur. ξίφος El. 688; Ar. γλῶττα Nnbb. 1144; Luc. Iup. trag. 43 χρησμός, zweideutig.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφήκης: -ες, (ἀκή) δίστομος, δίκοπος, ἀμφοτέρωθεν ὀξύς, κοπτερός, φάσγανον, ξίφος Ἰλ. Κ. 256, Ὀδ. Π. 80, κτλ.: κέντρον, δόρυ Αἰσχύλ. Πρ. 692, Ἀγ. 1149· ἔγχος, γένυς Σοφ. Αἴ. 286, Ἠλ. 485· ἐπὶ ἀστραπῆς, πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος Αἰσχύλ. Πρ. 1044. ΙΙ. μεταφ., ἀμφ. γλῶττα, γλῶσσα ἥτις κόπτει κατὰ δύο τρόπους, δύναται δηλ. νὰ ὑπερασπίσῃ καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1160· ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ δυνάμενος κατὰ δύο τρόπους νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀμφ. καὶ διπρόσωπος Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 43.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 à double tranchant;
2 ambigu, équivoque.
Étymologie: ἀμφί, ἀκή.

English (Autenrieth)

ἄμφηκες (root ακ): twoedged, of a sword, Od. 16.80.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): dór. ἀμφάκης B.11.87, S.El.485; ἀμφήχης Luc.ITr.43; neutr. ἄμφακες Sophr.4.7; ἀμφακές Hsch.; ἀμφίηκες Hsch.
I 1de doble filo φάσγανον Il.10.256, cf. 21.118, Od.16.80, B.l.c., Fr.4.72, A.A.1149, Pr.692, S.Ai.286, El.l.c., E.El.688, Thphr.HP 9.8.7, Hsch., Max.385, de un pez στόμα Hes.Fr.372.1
fig. δύα B.1.79
de los sofistas equívoco, capcioso γλῶττα Ar.Nu.1160
de un oráculo ambiguo Luc.l.c.
ambivalente τὴν φιλοσοφίαν ... ἀμφήκη πρός τε τὸ πρακτικὸν ... καὶ πρὸς ἡσυχίαν Chio 5.
2 de dos dientes o rayos del relámpago πυρὸς ἀ. βόστρυχος A.Pr.1044, κεραυνός Cleanth.Fr.Poet.1.10.
II subst. τὸ ἄ. cuchillo de doble filo propio de prácticas cultuales δός μοι τὺ τὤμφακες Sophr.l.c., ἄμφηκες δέ· ... ἢ κεραυνός ἢ ξίφος Hsch., ἀμφακές· ἀξίνη Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφήκης, -ες (Α)
1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός
2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός
3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος
4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί να υπερασπίσει και το δίκαιο και το άδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήκης < ἄκος (βλ. λ. ἀκ- τ. 5, σ. 182, στίχ. α΄ και σ. 181 στίχ. β΄)
πρβλ. και εὐήκης, νεήκης, ταναήκης.

Greek Monotonic

ἀμφήκης: -ες (ἀκή),
I. αυτός που έχει δύο άκρες ή αιχμές, δίστομος, δίκοπος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. μεταφ., ἀμφ. γλῶττα, γλώσσα που κόβει και από τις δύο μεριές, δηλ. μπορεί να υπερασπίσει και το δίκαιο και το άδικο, σε Αριστοφ.· λέγεται για χρησμό, διφορούμενος, αμφίβολος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφήκης: дор. ἀμφάκης 2 (φᾱ)
1) обоюдоострый (φάσγανον Hom.; δόρυ Aesch.; γένυς Soph.; ξίφος Hom., Plut.);
2) раздвоенный, расщепленный (πυρὸς βόστρυχος Aesch.; перен. γλῶττα Arph.);
3) двусмысленный (χρησμός Luc.).

Middle Liddell

[ἀκή]
I. two-edged, Il., Aesch.
II. metaph., ἀμφ. γλῶττα a tongue that will cut both ways, i. e. maintain either right or wrong, Ar.; of an oracle, ambiguous, Luc.