προεισάγω: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προεισάγω:''' ион. [[προεσάγω]] (ᾰ) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[заблаговременно ввозить]] (med. σιτία Her.);<br /><b class="num">2)</b> вводить раньше: τί τινος π. Plut. вводить что-л. раньше чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> выступать на сцену: π. τινός Arst. выходить на сцену раньше кого-л. | |elrutext='''προεισάγω:''' ион. [[προεσάγω]] (ᾰ) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[заблаговременно ввозить]] (med. σιτία Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[вводить раньше]]: τί τινος π. Plut. вводить что-л. раньше чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[выступать на сцену]]: π. τινός Arst. выходить на сцену раньше кого-л. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic προ-ες fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] in or [[introduce]] [[before]], Dem.:—Mid. to [[bring]] in [[beforehand]] for [[oneself]], to [[bring]] in from the [[country]] [[into]] the [[town]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> intr., πρ. [[ἑαυτοῦ]] to go on the [[stage]] [[before]] [[oneself]], Arist. | |mdlsjtxt=ionic προ-ες fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] in or [[introduce]] [[before]], Dem.:—Mid. to [[bring]] in [[beforehand]] for [[oneself]], to [[bring]] in from the [[country]] [[into]] the [[town]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> intr., πρ. [[ἑαυτοῦ]] to go on the [[stage]] [[before]] [[oneself]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 19 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], A bring in, introduce before (sc. εἰς τοὺς φράτερας), D. 39.32 (Pass.); ἐπὶ τὴν χώραν τἀδελφοῦ IG22.1326.31 (Pass.); τὴν κακίαν τῆς ἀρετῆς Plu.2.1066d; τὰ προεισηγμένα measures previously introduced, v.l.in J.AJ19.2.2; in writing, introduce or describe first, τὸν τοῦ πρεσβυτέρου [βίον] Plu.Dio 2; ἡ προεισηγμένη σφραγίς aforementioned, PHamb.12.20 (iii A.D., prob.), cf. Stud.Pal.17p.25 (iii A.D.). II intr., ἑαυτοῦ π. go on the stage before oneself, Arist. Pol.1336b29.
German (Pape)
[Seite 718] (s. ἄγω), vorher hineinführen; ἐμοῦ προεισηγμένου, sc. εἰς φράτορας, Dem. 39, 32; von Schauspielern, auftreten lassen, Arist. pol. 7, 17. – Med. für sich, zum eigenen Gebrauche vorher einführen; vom Lande in die Stadt, προεισάξαντο σιτία, Her. 1, 190. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
προεισάγω: [ᾰ], Ἰων. προεσ-, εἰσάγω προηγουμένως ἢ πρότερον, εἰς τοὺς φράτερας Δημ. 1004. 6· τὴν κακίαν τῆς ἀρετῆς Πλούτ. 2. 1066D· ― εἰσάγω ἢ περιγράφω πρῶτον, τι ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 2· ― Μέσ., εἰσάγω ἐκ τῶν προτέρων δι’ ἐμαυτὸν ἢ πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, εἰσάγω ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν πόλιν, προεσάξαντο σιτία Ἡρόδ. 1. 190, πρβλ. 8. 20. ΙΙ. ἀμετάβ., οὐδενὶ πώποτε παρῆκεν ἑαυτοῦ προεισάγειν, οὐδὲ τῶν εὐτελῶν ὑποκριτῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13.
French (Bailly abrégé)
1 introduire auparavant, exposer d’abord;
2 introduire de préférence : τί τινος une chose avant une autre;
Moy. προεισάγομαι introduire pour son usage, acc..
Étymologie: πρό, εἰσάγω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω εκ τών προτέρων
αρχ.
1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῦ προεισαγομένου», επιγρ.)
2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῦτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῦ πρεσβυτέρου προεισαγάγωμεν», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) εμφανίζομαι πρώτος στη σκηνή θεάτρου («οὐθενὶ γὰρ πώποτε παρῆκεν ἑαυτοῦ προεισάγειν, οὐδὲ τῶν εὐτελῶν ὑποκριτῶν, ὡς οἰκειουμένων τῶν θεατῶν ταῖς πρώταις ἀκοαῑς», Αριστοτ.)
4. διδάσκω ένα δράμα για πρώτη φορά («ἡ Ἀνδρομέδα ὀγδόῳ ἔτει προεισῆκται», Σχόλ. Αριστοφ.)
5. μέσ. προεισάγομαι
εισάγω εκ τών προτέρων από τους αγρούς στην πόλη για προσωπική μου χρήση («προεσάξαντο σιτία», Ηρόδ.)
6. (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προεισηγμένα
μέτρα που εισήχθησαν προηγουμένως («οἷς μὴ ἀρέσκοιτο τὰ προεισηγμένα», Ιώσ.)
7. φρ. «ἡ προεισηγμένη σφραγίς» — η προαναφερθείσα σφραγίδα.
Greek Monotonic
προεισάγω: [ᾰ], Ιων. προ-εσ-, μέλ. -ξω,
I. φέρνω μέσα ή εισάγω πιο πριν, σε Δημ. — Μέσ., εισάγω εκ των προτέρων για τον εαυτό μου, εισάγω από τον αγρό στην πόλη, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., προεισάγω ἑαυτοῦ, πηγαίνω, ανεβαίνω στη σκηνή πριν από κάποιον άλλο, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εισάγω act. eerder introduceren: met acc..; τὸν τοῦ πρεσβυτέρου π. eerst dat (het leven) van de oudere persoon introduceren Plut. Dion 2.7; intrans. eerder op het toneel verschijnen: met gen.. οὐθενὶ... πώποτε παρῆκεν ἑαυτου προεισάγειν hij heeft nooit iemand toegestaan eerder dan hijzelf op het toneel te verschijnen Aristot. Pol. 1336b29. med. van tevoren naar binnen brengen:. προεσάξαντο σιτία zij hadden van tevoren proviand ingeslagen Hdt. 1.190.2.
Russian (Dvoretsky)
προεισάγω: ион. προεσάγω (ᾰ) тж. med.
1) заблаговременно ввозить (med. σιτία Her.);
2) вводить раньше: τί τινος π. Plut. вводить что-л. раньше чего-л.;
3) выступать на сцену: π. τινός Arst. выходить на сцену раньше кого-л.
Middle Liddell
ionic προ-ες fut. ξω
I. to bring in or introduce before, Dem.:—Mid. to bring in beforehand for oneself, to bring in from the country into the town, Hdt.
II. intr., πρ. ἑαυτοῦ to go on the stage before oneself, Arist.