μεθέλκω: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. [[ἕλκω]]), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. [[ἕλκω]]), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.
}}
{{bailly
|btext=tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἕλκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθέλκω''': [[ἕλκω]] πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.
|lstext='''μεθέλκω''': [[ἕλκω]] πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.
}}
{{bailly
|btext=tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἕλκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέλκω Medium diacritics: μεθέλκω Low diacritics: μεθέλκω Capitals: ΜΕΘΕΛΚΩ
Transliteration A: methélkō Transliteration B: methelkō Transliteration C: methelko Beta Code: meqe/lkw

English (LSJ)

draw to the side, ἡνίας APl.5.384,386; divert, τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224:—Pass., ὑπό τινος Id.1.387; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἕλκω), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.

French (Bailly abrégé)

tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.
Étymologie: μετά, ἕλκω.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέλκω: ἕλκω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.

Greek Monolingual

μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)
1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ
2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι
μσν.
1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)
2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνω
αρχ.
1. τέρπω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕλκω (πρβλ. παρέλκω, προσέλκω)].

Greek Monotonic

μεθέλκω: οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, ἡνίας, σε Ανθ.

Middle Liddell


to draw to the other side, ἡνίας Anth.