ὀδυνάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] Schmerz verursachen, betrüben; Eur. Hipp. 247; Ar. Lys. 164. – Häufiger im pass. u. med., bei Aesch. Ch. 368 zw. Conj.; ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη, betrübt, Soph. El. 794; Ar. Vesp. 283 u. öfter; u. in Prosa, οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, Plat. Phaedr. 251 d; καὶ ἀγανακτεῖν, Rep. VII, 515 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] Schmerz verursachen, betrüben; Eur. Hipp. 247; Ar. Lys. 164. – Häufiger im pass. u. med., bei Aesch. Ch. 368 zw. Conj.; ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη, betrübt, Soph. El. 794; Ar. Vesp. 283 u. öfter; u. in Prosa, οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, Plat. Phaedr. 251 d; καὶ ἀγανακτεῖν, Rep. VII, 515 e.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὀδυνήσω, <i>ao.</i> ὠδύνησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀδυνηθήσομαι, <i>ao.</i> ὠδυνήθην, <i>pf. inus.</i><br />causer de la douleur, affliger, acc. ; <i>Pass. (plus souv.)</i> éprouver de la douleur physique <i>ou</i> morale, être affligé.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδῠνάω''': ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., [[ἀλλά]], ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, [[θλίβω]], τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε [[γῆρας]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., [[αἰσθάνομαι]], ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.
|lstext='''ὀδῠνάω''': ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., [[ἀλλά]], ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, [[θλίβω]], τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε [[γῆρας]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., [[αἰσθάνομαι]], ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὀδυνήσω, <i>ao.</i> ὠδύνησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀδυνηθήσομαι, <i>ao.</i> ὠδυνήθην, <i>pf. inus.</i><br />causer de la douleur, affliger, acc. ; <i>Pass. (plus souv.)</i> éprouver de la douleur physique <i>ou</i> morale, être affligé.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύνη]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 17:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνάω Medium diacritics: ὀδυνάω Low diacritics: οδυνάω Capitals: ΟΔΥΝΑΩ
Transliteration A: odynáō Transliteration B: odynaō Transliteration C: odynao Beta Code: o)duna/w

English (LSJ)

aor. ὀδυνῆσαι Gal.10.853 :—Pass., Phld.Lib.p.29 O.; 2sg. ὀδυνᾶσαι Ev.Luc.16.25 : fut. ὀδυνηθήσομαι Gal.10.851, but ὀδυνήσομαι Men.325.16, TelesFr.2p.9H.: aor. ὠδυνήθην Ar.Ach.3 :— cause one pain or suffering, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ E.Hipp.247 (anap.), cf. Ar.Lys.164; οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Id.Ec.928; μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Men.659 :—Pass., feel pain, suffer pain, Democr.159, Hp.Epid.4.12, S.El.804, Ar.V.283,Ra.650, Pl.R.583d, etc.; ἃ ὠδυνήθην the pains I suffered, Ar.Ach.3, cf.9; Ion.pres. ὀδυνέομαι Aret.SD 2.4.

German (Pape)

[Seite 294] Schmerz verursachen, betrüben; Eur. Hipp. 247; Ar. Lys. 164. – Häufiger im pass. u. med., bei Aesch. Ch. 368 zw. Conj.; ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη, betrübt, Soph. El. 794; Ar. Vesp. 283 u. öfter; u. in Prosa, οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, Plat. Phaedr. 251 d; καὶ ἀγανακτεῖν, Rep. VII, 515 e.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὀδυνήσω, ao. ὠδύνησα, pf. inus.
Pass. f. ὀδυνηθήσομαι, ao. ὠδυνήθην, pf. inus.
causer de la douleur, affliger, acc. ; Pass. (plus souv.) éprouver de la douleur physique ou morale, être affligé.
Étymologie: ὀδύνη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδῠνάω: ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., ἀλλά, ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, θλίβω, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., αἰσθάνομαι, ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.

English (Strong)

from ὀδύνη; to grieve: sorrow, torment.

English (Thayer)

ὀδύνω: present indicative passive ὀδυνῶμαι; present indicative middle 2nd person singular ὀδυνᾶσαι (see κατακαυχάομαι), participle ὀδυνωμενος; (ὀδύνη); to cause intense pain; passive to be in anguish, be tormented: to torment or distress oneself (A. V. to sorrow), ἐπί τίνι, Aristophanes, Sophocles, Euripides, Plato, others; the Sept..)

Greek Monotonic

ὀδῠνάω: μέλ. -ήσω — Παθ., βʹ ενικ. ὀδυνᾶσαι, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ ὠδυνήθηνπροκαλώ σε κάποιον οδύνη ή συμφορά, στενοχωρώ, σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., αισθάνομαι πόνο, υποφέρω από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· ἃ ὠδυνήθην, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀδυνάω: причинять страдание, удручать, огорчать Eur., Arph.; pass. мучиться, страдать (ἐπὶ λόγῳ τινί NT): ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη Soph. охваченная болью и мукой.

Middle Liddell

ὀδῠνάω, fut. -ήσω [Pass., 2nd sg. ὀδυνᾶσαι in NTest.]
to cause one pain or suffering, to distress, Eur., etc.:—Pass. to feel pain, suffer pain, Soph., Ar.; ἃ ὠδυνήθην the pains I suffered, Ar. ὀδύνη

Chinese

原文音譯:Ñdun£w 哦低那哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(成為)痛苦
字義溯源:傷心,受痛苦,痛苦;源自(ὀδύνη)=傷痛);而 (ὀδύνη)出自(δύνω)=落下), (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。參讀 (θρηνέω)同義字
出現次數:總共(4);路(3);徒(1)
譯字彙編
1) 他們⋯傷心的(1) 徒20:38;
2) 我⋯受痛苦(1) 路16:24;
3) 受痛苦(1) 路16:25;
4) 傷心的(1) 路2:48