ἀτάσθαλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Übermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, [[ἀνήρ]] Od. 8, 166; [[ὕβρις]] 16, 86; [[μένος]] Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Übermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, [[ἀνήρ]] Od. 8, 166; [[ὕβρις]] 16, 86; [[μένος]] Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]] et pê *σθάλ-ος = <i>lat.</i> stol-idus, stul-tus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτάσθᾰλος''': [ᾰτ], ον: κακός, [[μοχθηρός]], [[αὐθάδης]], [[ὑβριστής]], [[ἀνόσιος]], [[ἄφρων]], [[ἀκόλαστος]], [[θρασύς]], «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ [[ἀτάσθαλος]] 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· [[λίην]] γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· [[πρῆγμα]] ἀτ. ποιήσαντες [[αὐτόθι]] 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 [[ὡσαύτως]] ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
|lstext='''ἀτάσθᾰλος''': [ᾰτ], ον: κακός, [[μοχθηρός]], [[αὐθάδης]], [[ὑβριστής]], [[ἀνόσιος]], [[ἄφρων]], [[ἀκόλαστος]], [[θρασύς]], «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ [[ἀτάσθαλος]] 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· [[λίην]] γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· [[πρῆγμα]] ἀτ. ποιήσαντες [[αὐτόθι]] 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 [[ὡσαύτως]] ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]] et pê *σθάλ-ος = <i>lat.</i> stol-idus, stul-tus.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτάσθᾰλος Medium diacritics: ἀτάσθαλος Low diacritics: ατάσθαλος Capitals: ΑΤΑΣΘΑΛΟΣ
Transliteration A: atásthalos Transliteration B: atasthalos Transliteration C: atasthalos Beta Code: a)ta/sqalos

English (LSJ)

[ᾰτ], ον, A reckless, presumptuous, wicked, of men, ἀνέρα . . ἀ. ὀβριμοεργόν Il.22.418; ἀ. ἀνδρὶ ἔοικας Od.8.166, etc.; so in Hdt., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀ. 8.109; ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀ. 9.116, cf. Him.Ecl.13.28, al. 2 of men's acts, words, etc., Τρωσὶν τῶν μένος αἰὲν ἀ. Il.13.634; λίην γὰρ ἀ. ὕβριν ἔχουσιν Od.16.86; ἄνδρες δραῖσιν ἀτάσθαλα Alc.Supp.27.11; λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀ. Hdt.7.35; ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀ. Id.3.80; πρῆγμα ἀ. ποιήσαντες ib.49; ἀ. οὐδὲν ἔρεξας Theoc.22.131.—Ep., Aeol., and Ion. word, used for comic effect by Strato Com.1.38; also in later Prose, Luc.Cont.3, Arr.An.6.27.4, etc.—In EM261.56 also ἀτασθάλεος, ον.

Spanish (DGE)

(ἀτάσθᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 insolente, violento, que trae el mal consigo de pers. y personif. ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν Il.22.418, ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Od.8.166, πατρὸς ἀτασθάλου Hes.Th.164, (Ἔρωτες) ὑβρισταὶ καὶ ἀτασθάλου Anacr.127, cf. Hp.Ep.17 (p.370), ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀ. Thgn.749, ἄνδρα ... ἔοντα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον Hdt.8.109, cf. Alc.76.11, B.18.24, Hdt.9.116, Strato Com.1.38, A.R.1.815, Orph.Fr.83, Luc.Cont.3, Hld.2.16.3, Him.12.28
de sus acciones, palabras, etc. μένος Il.13.634, ὕβρις Od.16.86, Nonn.D.5.478, ἀτάσθαλα μηχανάαται Hes.Op.241, λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Hdt.7.35, πρῆγμα ἀτάσθαλον ποιήσαντες Hdt.3.49, cf. 3.80, Theoc.22.131, Arr.An.6.27.4, Ind.13.12
neutr. plu. como adv. violentamente ζήλῳ μαργαίνουσαν ἀτάσθαλα Opp.H.3.491, ἀτάσθαλα λωβήσαιτο Orph.Fr.135.3.
2 de concr. criminal φάρμακα Orph.L.588, ἔδνον Nonn.D.16.61.
3 de un caballo indómito Them.Or.1.13c.
• Etimología: Etim. desc. Se ha intentado derivarlo de ἄτας θάλλων y de ἄτας *θάλος pero ἄτη tiene ᾱ, lo cual dificulta la hipótesis.

German (Pape)

[Seite 384] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Übermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, ἀνήρ Od. 8, 166; ὕβρις 16, 86; μένος Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.
Étymologie: ἄτη et pê *σθάλ-ος = lat. stol-idus, stul-tus.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτάσθᾰλος: [ᾰτ], ον: κακός, μοχθηρός, αὐθάδης, ὑβριστής, ἀνόσιος, ἄφρων, ἀκόλαστος, θρασύς, «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀτάσθαλος 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· λίην γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· πρῆγμα ἀτ. ποιήσαντες αὐτόθι 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 ὡσαύτως ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).

English (Autenrieth)

(cf. ἄτη): wicked, wanton, Il. 22.418; mostly of actions, Od. 22.314; especially in plural, ἀτάσθαλα ῥέζειν, μηχανᾶσθαι, Od. 3.207.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτάσθαλος, -ον)
απρεπής, ακόλαστος
αρχ.
αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση: ατάσθαλος < γεν. άτας + επίθ. θάλος, που συνδέεται με γοτθ. dwals «μωρός». Η παρουσία όμως μακρού α στο άτη δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η μαρτυρία της λ. άτη με α βραχύ στον Αρχίλοχο είναι μάλλον εσφαλμένη ή υστερογενής διόρθωση. Υπάρχει ακόμη η εξίσου αμφίβολη άποψη πως η λ. προέρχεται από άτασθος + (κατάλ.) -αλος, με μετάθεση της δασύτητας αντί ά-θαρστος (πρβλ. αρχ. ινδ. άdhţsta- «ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος»), που συνδέεται με τα θάρσος, θρασύς κ.ά.].

Greek Monotonic

ἀτάσθᾰλος: [ᾰτ], -ον (ἄτη, παρόλο που το α δεν συμφωνεί στην ποσότητα), αλαζόνας, απερίσκεπτος, υπερόπτης, σε Όμηρ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτάσθᾰλος: (ᾰτᾰ) нечестивый, преступный, беззаконный Hom., Hes., Her., Theocr., Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: reckless, wicked (Il., Aeol.).
Derivatives: ἀτασθαλίαι pl. (Il.); ἀτασθάλλω (Od.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Frisk, Eranos 31, 21ff., from *ἄ-θαρστος = Skt. á-dhr̥ṣta- irresistable, to θάρσος. - Not to ἄτη, which has a long ἀ- (Hesychios, Schwyzer); s. Frisk, Leumann Hom. Wörter 215 n. 10 (with other proposals); also Fur. 379.

Middle Liddell

[ἄτη, though α does not agree in quantity
presumptuous, reckless, arrogant, Hom., Hdt.

Frisk Etymology German

ἀτάσθαλος: {atásthalos}
Meaning: unbesonnen, übermutig, frevelhaft, verblendet (äol. und ion. seit Il., auch späte Prosa).
Derivative: Davon ἀτασθαλίαι pl. (so immer Hom.), sg. -ίη, -ία (Hes., Hdt., Pi. usw.) und ἀτασθάλλω (nur Präs. Ptz., σ 57, τ 88).
Etymology: Unerklärt. Hypothese bei Frisk Eranos 31, 21ff.: Ableitung auf -αλος von *ἄτασθος mit Hauchversetzung für *ἄθαρστος = ai. á-dhr̥ṣta- unwiderstehlich, zu θάρσος, θρασύς, vgl. ἀτάσθαλα ἐθρασύνετο (Ael.). — Oft, aber mit Unrecht, zu ἄτη gezogen (Hesychios, Schwyzer, Lagercrantz, Pisani); dagegen Frisk a. a. O. und Leumann Hom. Wörter 215 A. 10, wo auch andere Vorschläge besprochen werden. — Unhaltbar Pisani IF 54, 295ff.
Page 1,177