ἕκηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tranquille, paisible, sans crainte ; <i>adv.</i> • ἕκηλα, tranquillement;<br /><b>2</b> inactif, oisif.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝέκηλος ; cf. [[ἑκών]], [[ἕκητι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tranquille, paisible, sans crainte ; <i>adv.</i> • ἕκηλα, tranquillement;<br /><b>2</b> inactif, oisif.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝέκηλος ; cf. [[ἑκών]], [[ἕκητι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκηλος:''' дор. тж. [[ἕκαλος|ἕκᾱλος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[спокойный]], [[безмятежный]]: ἕ. ἐρρέτω Hom. пусть он уходит с миром; [[ἐᾶν]] ἕκηλόν τινα Soph. оставлять кого-л. в покое;<br /><b class="num">2)</b> [[бездеятельный]]: [[οὔτις]] ἕ. εἱστήκει Theocr. никто не стоял без дела: [[οὖθαρ]] ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH кормилица-пашня лежала без всходов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕκηλος:''' Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = [[εὔκηλος]], [[ήσυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[ηρεμία]], σε [[γαλήνη]], Λατ. [[securus]], λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν [[κάτι]] για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· <i>ἕκηλοι συλήσετε</i>, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. [[χωρίς]] [[κώλυμα]] ή [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἕκ. εὕδειν</i>, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.
|lsmtext='''ἕκηλος:''' Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = [[εὔκηλος]], [[ήσυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[ηρεμία]], σε [[γαλήνη]], Λατ. [[securus]], λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν [[κάτι]] για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· <i>ἕκηλοι συλήσετε</i>, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. [[χωρίς]] [[κώλυμα]] ή [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἕκ. εὕδειν</i>, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκηλος:''' дор. тж. [[ἕκαλος|ἕκᾱλος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[спокойный]], [[безмятежный]]: ἕ. ἐρρέτω Hom. пусть он уходит с миром; [[ἐᾶν]] ἕκηλόν τινα Soph. оставлять кого-л. в покое;<br /><b class="num">2)</b> [[бездеятельный]]: [[οὔτις]] ἕ. εἱστήκει Theocr. никто не стоял без дела: [[οὖθαρ]] ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH кормилица-пашня лежала без всходов.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκηλος Medium diacritics: ἕκηλος Low diacritics: έκηλος Capitals: ΕΚΗΛΟΣ
Transliteration A: hékēlos Transliteration B: hekēlos Transliteration C: ekilos Beta Code: e(/khlos

English (LSJ)

Dor. ἕκαλος, ον, at rest, at one's ease, in Hom. especially of persons feasting and enjoying themselves, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται Il. 5.759; ἕκηλος πῖνε Od.21.309; ἕκηλοι νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε ye will plunder them at your ease, i.e. without let or without hindrance, Il.6.70; ἕκηλος ἐρρέτω = let him be off in peace, 9.376; of mere inaction, quiet, only twice in Hom., ἔσθἰ ἕκηλος Od.17.478; ἕκηλοι κάτθετε 21.259, cf. Theoc.25.100; ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pi.I.7(6).41; ἕ. εὕδειν S.Ph. 769; ἐᾶν ἕκηλόν τινα ib.826: neut. as adverb, ἕκηλα ἡμερεύειν Id.El. 786: metaph. of a field, lying at rest or fallow, h.Cer.451; of trees, unmoved, A.R.3.969.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. ἕκᾱλος Pi.O.9.58, I.7.41
I de pers.
1 gener. tranquilo, con calma ἔπειτα ... ἕκηλοι νεκροὺς ... συλήσετε después despojareís con tranquilidad a los (enemigos) muertos, Il.6.70, cf. 8.512, 11.75, 17.340, ἕ. ... μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ Il.15.194, cf. Od.21.259, A.R.3.176, S.OC 1039, ἀλλὰ ἕ. ἐρρέτω váyase tranquilo en mala hora, Il.9.376, ἕ. ἔπειμι γῆρας Pi.I.7.41, ταῦτ' ἐφορῶντες κρύπτουσιν ἕκηλοι aunque asisten a estos hechos, los ocultan sin inmutarse S.El.826, ἡμὶν οὔτε θυμάτων παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν S.Ph.9, cf. Fr.89, λαοὶ δ' ἔργα περιστέλλουσιν ἕκηλοι el pueblo se dedica tranquilo a sus quehaceres Theoc.17.97
silencioso, cauto λύκος ... βαίνει ... ἕ. ὑπὲρ ποιμνήιον ἕρκος Q.S.13.48
ocioso οὔτις ἕ. ... εἱστήκει παρὰ βουσίν Theoc.25.100
neutr. como adv. ἕκηλα ... ἡμερεύσομεν viviremos con tranquilidad S.El.786, ἕκηλα φίλων ἐπεμαίετο λουτρῶν se dirigió tranquilamente a sus baños preferidos Theoc.23.57.
2 en cont. de fiestas, comida, bebida y otros placeres plácido, despreocupado ἕκηλοι τέρπονται Il.5.759, δαίνυσθαί μιν ἄνωγον ... ἕκηλον le exhorté a que participase del banquete a su sabor, Il.5.805, cf. Od.2.311, 21.289, Q.S.2.149, ἕκηλοι ἐσθίετε βρώμην Od.12.301, cf. 14.91, 17.478, ἕ. πῖνε Od.14.167, ἕ. μίχθη se unió a placer Pi.O.9.58, ἐάσωμεν ... ἕκηλον αὐτόν S.Ph.826, cf. 769.
II no de pers.
1 ref. a árboles inmóvil (δρύες) αἵ τε ... ἕκηλοι ἐν οὔρεσιν ἐρρίζωνται νηνεμίῃ A.R.3.969.
2 de la tierra que no produce, estéril οὖθαρ ἀρούρης ... ἕκηλον ἑστήκει πανάφυλλον h.Cer.451.
• Etimología: Prob. de *u̯ekālo-, cf. Hsch. γέκαλον, formación c. suf. -ᾱλος sobre el tema que da lugar a ἑκάεργος, ἑκών qq.u.

German (Pape)

[Seite 759] ον (vgl. ἑκών, ἕκητι, nicht von κηλέω, vgl. Buttm. Lezil. I p. 140 ff.), ruhig, ungestört, sorglos, behaglich; οὔ τιν' ἔχει πόνον, ἀλλὰ ἕκηλος ἧσται Od. 13, 423; ἕκηλοι τέρπονται Il. 5, 759; ἕκηλοι συλήσετε, ihr werdet ungestört plündern, Il. 6, 70; ἕκηλος ἐῤῥέτω, ungehindert packe er sich, 9, 376; τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pind. I. 6, 41; ἕκηλος ἴσθι μ ηδ' ἄγαν ὑπερφοβοῦ Aesch. Spt. 220; ἕκηλον εὕδειν Soph. Phil. 758 O. C. 1042 u. öfter; ἐάσωμεν ἕκηλον αὐτόν Phil. 815; Sp., wie Ap. Rh. 3, 969, von ruhigen, nicht vom Sturm bewegten Bäumen. – Gänzliche Unthätigkeit bezeichnet es Theocr. 25, 100, wie von einem brachliegenden Acker, H. h. Cer. 451; = stillschweigend, Od. 17, 478.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tranquille, paisible, sans crainte ; adv. • ἕκηλα, tranquillement;
2 inactif, oisif.
Étymologie: p. *Ϝέκηλος ; cf. ἑκών, ἕκητι.

Russian (Dvoretsky)

ἕκηλος: дор. тж. ἕκᾱλος 2
1) спокойный, безмятежный: ἕ. ἐρρέτω Hom. пусть он уходит с миром; ἐᾶν ἕκηλόν τινα Soph. оставлять кого-л. в покое;
2) бездеятельный: οὔτις ἕ. εἱστήκει Theocr. никто не стоял без дела: οὖθαρ ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH кормилица-пашня лежала без всходов.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκηλος: Δωρ. ἕκᾱλος, ον, (ἴδε περὶ τὸ τέλος), ἥσυχος. Λατ. securus, παρ’ Ὁμ. κυρίως ἐπὶ εὐωχουμένων, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται, ἥσυχοι, ἐν ἀναπαύσει, ἐν ἀνέσει, Ἰλ. Ε. 759· ἕκηλος πῖνε Ὀδ. Φ. 309· ἕκηλοι νεκροὺς ἄμ πεδίον συλήσετε Ἰλ. Ζ. 70· ἀλλὰ ἕκηλος ἐρρέτω, «ἀλλ’ ἥσυχος καὶ χωρὶς ἐμοῦ φθειρέσθω» (Θ. Γαζῆς), Ι. 376: ― ἁπλῶς ἐπὶ ἀπραξίας, ἥσυχος, μόνον δὶς παρ’ Ὁμ., ἔσθιἕκηλος Ὀδ. Ρ. 478· ἕκηλοι κάτθετε Φ. 259, πρβλ. Θεόκρ. 25. 100· οὕτως, ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Πινδ. Ἰ.-7 (6), 57· ἕκ. ἴσθι Αἰσχύλ. Θήβ. 238· ἕκ. εὕδειν Σοφ. Φ. 769· ἐᾶν ἕκηλόν τινα αὐτόθι 825· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἕκηλα ἡμερεύειν ὁ αὐτ. Ἠλ. 786: ― μεταφ., ἐπὶ ἀγροῦ μένοντος ἀργοῦ ἤτοι χέρσου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 451. (Ἐκ τῆς √ϜΕΚ παράγονται ὡσαύτως τὰ ἑκών, ἀέκων ὅ ἐστι ἀϝέκων, ἕκητι, εὔκηλος, ὅ ἐστιν ἐϝέκηλος: πρβλ. Σανσκρ. vaç, vaçmi (βούλομαι), a-vaças (ἀέκων)· Λατ. in-vitus, δηλ. in-vic-itus).

English (Autenrieth)

(ϝεκ.) and εὔκηλος: of good cheer, free from care, at ease; often negatively, ‘undisturbed,’ ‘unmolested,’ Il. 6.70, Il. 17.340; iron., ἕκηλος ἐρρέτω, ‘let him go to perdition at his leisure,’ Il. 9.376.

Greek Monolingual

ἕκηλος, -ον, δωρ. τ. ἕκαλος, -ον (Α)
1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος
2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος
3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἕκηλα
ήσυχα, ατάραχα.

Greek Monotonic

ἕκηλος: Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = εὔκηλος, ήσυχος, αυτός που βρίσκεται σε ηρεμία, σε γαλήνη, Λατ. securus, λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν κάτι για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· ἕκηλοι συλήσετε, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. χωρίς κώλυμα ή εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκ. εὕδειν, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: careless, at will, quiet,
Other forms: Dor. ἕκαλος
Derivatives: Also εὔκηλος, εὔκαλος (Il.). From it ἑκηλία φιλοτησία, εὑκαλία ἡσυχία, εὑκαλεῖ ἀτρεμίζει H.
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯eḱ- will want
Etymology: Uncertain. Best with Buttmann Lexilogus 1, 141 as *Ϝέκαλος (= γέκαλον ἥσυχον H.; on the digamma also Chantraine Gramm. hom. 1, 129f.) to *Ϝέκα in ἑκά-εργος (s. v.) a. o. with suffixal -αλος, -ηλος (Chantr. Form. 241f., Schwyzer 484), so prop. "at will". εὔκηλος just after the many compounds with εὑ-; after it δύσκηλος, s. v. - The semantically attractive connection with Skt. úc-yati find pleasure, be used to, ókas- n. usual stay, house etc. (Persson Studien 7) does not explain the form ἕκηλος. - Wrong Bechtel Lex. s. v. - Fraenkel Lexis 3, 64ff. thinks ἕκηλος and εὔκηλος are two different words.

Middle Liddell

ἕκᾱλος, ον = εὔκηλος,]
at rest, at one's ease, Lat. securus, of persons enjoying themselves, Hom.; ἕκηλοι συλήσετε ye will plunder them at your ease, i. e. without let or hindrance, Il.; ἕκ. εὕδειν Soph.; neut. as adv., Soph.

Frisk Etymology German

ἕκηλος: {hékēlos}
Forms: dor. ἕκαλος
Meaning: sorglos, nach Herzenslust, unbehelligt, ruhig,
Derivative: daneben in derselben Bedeutung εὔκηλος, εὔκαλος (beide ep. poet. seit Il.). Davon ἑκηλία· φιλοτησία, εὐκαλία· ἡσυχία, εὐκαλεῖ· ἀτρεμίζει H.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Am ehesten mit Buttmann Lexilogus 1, 141 als *ϝέκαλος (= γέκαλον· ἥσυχον H.; zum Digamma auch Chantraine Gramm. hom. 1, 129f.) zu *ϝέκα in ἑκάεργος (s. d.) u. a. mit suffixalem -αλος, -ηλος (Chantraine Formation 241f., Schwyzer 484), somit eig. "nach Wunsch". In εὔκηλος steckt gewiß keine schwache Nebenform (für *ὑκ- wie εὐρύς neben aind. urú- u. a.), sondern einfach eine volksetymologische Umbildung nach den vielen Komposita mit εὐ-; danach δύσκηλος, s. d. — Die semantisch ansprechende Anknüpfung an aind. úc-yati Gefallen finden, gewohnt sein, ókas- n. gewohnter Aufenthalt, Behausung usw. (Persson Studien 7) erklärt die Form ἕκηλος nicht; ein zweisilbiges eu̯eq- ist eine leere Konstruktion. — Unrichtige "Wurzel"-Analyse bei Bechtel Lex. s. v. — Nach Fraenkel Lexis 3, 64ff. (wo weitere Lit.) sind ἕκηλος und εὔκηλος zwei verschiedene Wörter.
Page 1,477

English (Woodhouse)

good-tempered, untroubled, at ease, easy in one's mind, free from care, free from fear, in peace

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)