πτοέω: Difference between revisions
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':ptošw 普拖誒哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':喪膽 相當於: ([[חָתַת]]‎) ([[יָרֵא]]‎)<br />'''字義溯源''':驚慌*,驚惶,驚恐,駭怕,驚動;或出自( ([[πίπτω]] / [[συμπίπτω]])=落下*)<br />'''同源字''':1) ([[πτοέω]])驚慌 2) ([[πτόησις]])恐懼 3) ([[πτύρω]])恐嚇<br />'''出現次數''':總共(2);路(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他們⋯驚慌(1) 路24:37;<br />2) 驚惶(1) 路21:9 | |sngr='''原文音譯''':ptošw 普拖誒哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':喪膽 相當於: ([[חָתַת]]‎) ([[יָרֵא]]‎)<br />'''字義溯源''':驚慌*,驚惶,驚恐,駭怕,驚動;或出自( ([[πίπτω]] / [[συμπίπτω]])=落下*)<br />'''同源字''':1) ([[πτοέω]])驚慌 2) ([[πτόησις]])恐懼 3) ([[πτύρω]])恐嚇<br />'''出現次數''':總共(2);路(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他們⋯驚慌(1) 路24:37;<br />2) 驚惶(1) 路21:9 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῶ (=[[φοβίζω]], ταράζω). Ἀπό ρίζα πτα- (=κινοῦμαι πρός τά [[κάτω]]) ἴδια μέ τό [[πτήσσω]]. Τό [[ρῆμα]] ἀπό τό οὐσ. [[πτόα]] ἤ [[πτοία]] (=[[φόβος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[πτόησις]] ἤ [[πτοίησις]] (=[[ταραχή]]), [[πτοητός]] ἤ πτοιητός, [[ἀπτόητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 14 October 2022
English (LSJ)
and πτοιέω, fut. A -ήσω AP7.214 (Arch.): Ep. aor. ἐπτοίησα, Aeol. ἐπτόαισα (v. infr.):—Pass., Ep. aor. ἐπτοιήθην Call.Dian.191: pf. ἐπτόημαι, Ep. ἐπτοίημαι (v. infr.):—terrify, scare, AP l.c.:—Pass., to be scared, dismayed, φρένες ἐπτοίηθεν Od.22.298; ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη A.Ch.535; ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν by serpents, E.El. 1255 (s. v.l.); ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας Id.Tr.559 (lyr.); πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Plb.31.11.4, cf. LXX Ex.19.16, al., Ev.Luc.21.9, 24.37; περὶ ὃ ἂν τύχῃ Polystr.p.29 W.; of animals, Q.S.11.48, 13.457. II metaph., flutter, excite by any passion, τό μοι καρδίαν . . ἐπτόαισεν Sapph.2.6, cf. eand.Supp.14.6; τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις A.R.1.1232; Κύπρις ἐπ' Αἰακίδῃ κούρῃ φρένας ἐπτοίησεν Poet. ap.Parth.21.2:—Pass., to be passionately excited, Mimn.5.2 (= Thgn. 1018); ἐπτοημένοι φρένας A.Pr.856; ὡς ἐπτόηται E.Ba.214, cf. IA 1029; ἔρωτι ἐπτοάθης ib.586 (lyr.); πτοιηθεὶς ὑπ' ἔρωτι Call.l.c.; τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Pl.Phd.68c, cf. R.439d, Epicur.Fr. 465; περὶ τὴν ὀχείαν Arist.HA614a26, cf. 571b10; περὶ τὰ ὄψα Plu. 2.1128b; περὶ τὸ κέρδος Onos.1.20; ἐς γυναῖκας Luc.Am.5; ἐπὶ τὸ νέον ib.23; ἐπὶ γυναικί Parth.4.2; πρὸς τὰς αἶγας Plu.2.989a; τῇ γνώμῃ πρὸς τὸν πόλεμον Id.Sull.7; to be distraught, μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται he gapes like one distraught after his fellows, Hes.Op.447; τὸ πτοηθέν distraction, E.Ba.1268. (πτοι- only in dactylic verse, perhaps metri gr.; the -άω inflection only in Thgn. l.c., E.IA586 (lyr.); Lesb. -αις (ε) may have -αι- for -η- as αἰμίονος, etc.)
German (Pape)
[Seite 810] auch πτοιέω u. πτοιάω, scheuchen, in Furcht u. Schrecken setzen, und dadurch zum Fliehen bringen, fortjagen, pass. sich fürchten, ängstigen, φρένες ἐπτοίηθεν, Od. 22, 298; ἐπτοημένοι φρένας, Aesch. Prom. 858, vgl. Ch. 528; πτοιοῦμαι ὑπέρ τινος, Philet. 13; εἵρξει νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκο υσιν, Eur. El. 1255, u. öfter; ἔρωτι αὐτὸς ἐπτοάθης, I. A. 586; bes. = von einer Leidenschaft hingerissen werden, z. B. von leidenschaftlicher Liebe, Theogn. 1012; Mimn. 3, 2, Bach; vgl. μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται, er gafft unruhig, unstät nach andern Gleichalterigen, Hes. O. 449; im perf. gefesselt sein, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι, Plat. Phaed. 68 c, vgl. 108 a Rep. IV, 439 d; Folgde; εἰς γυναῖκας ἐπτόητο, Luc. amor. 5; πρός τι, Plut. Sull. 7; περὶ τὰ ὄψα, de occulte viv. i. A.; πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις, Pol. 31, 19, 4, in Furcht gesetzt; ἐπτοημένος καὶ πλήρης ἀγωνίας, im Ggstz von περιχαρής, 8, 21, 2; Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 frapper d'effroi, terrifier ; Pass. être frappé d'effroi;
2 frapper d'un transport de passion ; Pass. être saisi d'un transport de passion.
Étymologie: *πτόα (πτοία) ; cf. πτήσσω, πτώσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτοέω, ep. en poët. πτοιέω, aor. poët. ἐπτοίησα, Aeol. 3 sing. ἐπτόαισεν; ep. aor. pass. 3 plur. ἐπτοιήθεν; perf. med.-pass. poët. ἐπτοίημαι, 3 sing. ἐπτοίηται en ἐπτόηται met acc. verwarren, verbijsteren:. τό μ ( ε )... καρδίαν... ἐπτόαισεν dat heeft mijn hart in verwarring gebracht Sapph. 31.6. meestal pass. verbijsterd zijn:; τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν hun geest was verbijsterd Od. 22.298; ptc. subst..; τὸ πτοηθέν verbijstering Eur. Ba. 1268; perf. pass. in de war zijn:; μεθ’ ὁμήλικας ἐπτοίηται temidden van zijn leeftijdgenoten is hij van slag Hes. Op. 447; opgewonden raken, van slag raken:; ἔρωτι... αὐτὸς ἐπτοήθης en je raakte zelf van slag van liefde Eur. IA 586; subst. inf. perf. pass.. τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι niet van slag zijn als er verlangens spelen Plat. Phaed. 68c.
Russian (Dvoretsky)
πτοέω: эп. πτοιέω
1) приводить в ужас, устрашать, пугать (ἀγέλας Anth.); med.-pass. приходить в ужас, пугаться Aesch., NT: τῶνδε φρένες ἐπτοίηθεν Hom. их ум помутился от страха;
2) возбуждать, волновать, увлекать (καρδίαν τινί Sappho); pass. быть охваченным страстью, быть увлеченным (μετά τινα Hes., περί τι Arst., Plut., εἴς и ἐπί τι Luc. и πρός τι Plut.): ἐπτοημένοι φρένας Aesch. охваченные страстью; ἔρωτι δ᾽ αὐτὸς ἐπτοάθης (aor. pass.) Eur. ты сам загорелся любовью; τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Plat. бесстрастие, невозмутимость; τὸ πτοηθέν Eur. волнение или увлечение.
English (Strong)
probably akin to the alternate of πίπτω (through the idea of causing to fall) or to πέτομαι (through that of causing to fly away); to scare: frighten.
English (Thayer)
πτόω: 1st aorist passive ἐπτοήθην; (πτόα terror); from Homer down; to terrify; passive, to be terrified (the Sept. chiefly for חָתַת): Tr marginal reading WH marginal reading θροηθεντες. Synonym: see φοβέω, at the end.)
Greek Monotonic
πτοέω: Επικ. πτοιέω, μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ ἐπτοίησα· — Παθ., Επικ. αορ. αʹ ἐπτοιήθην, παρακ. ἐπτοίημαι·
I. φοβίζω, τρομάζω, σε Ανθ. — Παθ. είμαι τρομαγμένος, τρομοκρατημένος, φρένες ἐπτοίηθεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπτοημένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μεταφ., κινώ, πάλλω, συγκινώ μέσω κάποιου συναισθήματος, τόμοι καρδίαν ἐπτόασεν, σε Σαπφώ — Παθ., είμαι σε αναστάτωση, είμαι παράφορα συνεπαρμένος, ταραγμένος, σε Θέογν.· ἐπτοημένοι φρένας, σε Αισχύλ.· ὡς ἐπτόηται, σε Ευρ.· γενικά, μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται, σε Ησίοδ.· τὸ πτοηθέν, αναστάτωση, σύγχυση φρενών, διατάραξη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πτοέω: ὡσαύτως πτοιέω· μέλλ. ήσω· Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοίησα· - Παθ., Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοιήθην· πρκμ. ἐπτόημαι, Ἐπικ. ἐπτοίημαι. Τρόμον ἐμποιῶ, ἐκφοβῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 191, Ἀνθ. Π. 7. 214· - Παθ. φοβοῦμαι, τρομάζω, φρένες ἐπτοίηθεν Ὀδ. Χ. 298· ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη Αἰσχύλ. Χο. 535· ἐπτοημένας δεινοῖς δάκρυσιν, ὑπὸ ὄφεων, Εὐρ. Ἠλ. 1255· ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 559· ἐπτ. ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Πολύβ. 31. 19, 4. ΙΙ. μεταφορ., κινῶ, ταράττω, συγκινῶ αἰφνιδίως διά τινος πάθους, τό μοι καρδίαν... ἐπτόασεν Σαπφὼ 2. 6· τῆς δὲ φρένας ἐπτοίασεν Κύπρις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1232, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Παρθεν. 21. - Παθ., ταράσσομαι, πτοιῶμαι δ’ εἰσορῶν ἄνθος ὁμηλικίης κτλ. Θέογν. 1012, ἢ μᾶλλον Μίμνερμ. 5. 2 (ἔνθα συμπαρομαρτεῖ καὶ ἔννοιά τις φόβου), πρβλ. Merrick. εἰς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ.) 361· ἐπτοημένοι φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 856· ὡς ἐπτόηται Εὐρ. Βάκχ. 214, πρβλ. Ι. Α. 1029· κυριεύομαι ὑπὸ πάθους τινὸς ἢ ἐπιθυμίας, ἐπτοάθης ἔρωτι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 587· πτοιηθεὶς ἔρωτι Καλλ. Ἄρτ. 191· τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Πλάτ. Φαίδων 68C, πρβλ. Πολ. 439D· περὶ τὴν ὀχείαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 11, πρβλ. 6. 18, 2· περὶ τὰ ὄψα Πλούτ. 2. 1128Β· εἰς γυναῖκας Λουκ. Ἔρωτ. 5· ἐπὶ τὸν νέον αὐτόθι 23· ἐπὶ γυναικὶ Παρθέν. 4· πρὸς τὰς αἶγας Πλούτ. 2. 989Α· τὴν γνώμην πρὸς τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7· - καθόλου, γίνομαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ, κουρότερος γὰρ ἀνὴρ μεθ’ ὁμήλικας ἐπτοίαται, χάσκει πρὸς τοὺς ὁμήλικας ὥς τις ἐκτὸς ἑαυτοῦ, «ὡσανεὶ ῥέμβεται ὁ νοῦς τοῦ τοιούτου ἐπὶ τοὺς ὁμήλικας» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449· τὸ πτοηθέν, πτόησις διατάραξις, Εὐρ. Βάκχ. 1269. (Ἴσως ὡς ἡ √ΠΤΑ γίνεται ΠΤΑΚ (ἰδὲ ἐν λ. πτήσσω), οὕτως ἡ √ΠΤΟ ἐν τῷ πτοέω γίνεται ΠΤΩΚ ἐν τῷ πτώσσω).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to frighten, scare, pass. to become shy, scared, passionately excited (Thgn.).
Other forms: ep. πτοιέω (s.bel.; πτοιῶμαι Thgn. 1018), fut. πτοιήσω (AP), aor. πτο(ι)ῆσαι (σ 340; ἐπτόαισ' Sapph. 22, 14, ἐπτόασεν 31,6 codd.; cf. Hamm Gramm. $ 49 b 3), mostly pass. πτο(ι)ηθῆναι (χ 298; ἐπτοάθης E. IA 586 [lyr.]), perf. ἐπτο(ί)ημαι (Hes. Op. 447).
Compounds: Also w. prefix, e.g. δια-, ἐκ-.
Derivatives: 1. πτο(ί)η-σις f. excitement, passion (Pl., Ph., NT); 2. πτο-ία, ep. -ίη, rarely -η, -α f. fright, passion (hell.) with πτοι-ώδης (Hp.), -αλέος (Opp.) scared, frightened.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Secondary formation, prob. iterative-intensive to the in κατα-πτή-την, πε-πτη-ώς retained primary verb (s. πτήσσω); so πτο-έω prob. for *πτω-έω (cf. πτώ-ξ). From πτοέω with metr. lengthening πτοιέω etc. (cf. e.g. ὀλοιός and πνοιή). Beside πτοέω rarely πτοάω (s. ab.) as e.g. πονάω beside πονέω (s. πένομαι). -- The old combination with Lat. paveō tremble (Froehde KZ 22, 259 ff.) is by Merlingen Μνήμης χάριν 2, 56 accepted from a new starting point (IE *tpou̯-).
Middle Liddell
I. to terrify, scare, Anth.:—Pass. to be scared, dismayed, φρένες ἐπτοίηθεν Od.; ἐπτοημένος Aesch., Eur.
II. metaph. to flutter, excite by any passion, τό μοι καρδίαν ἐπτόασεν Sapph.:—Pass. to be in a flutter, be passionately excited, Theogn.; ἐπτοημένοι φρένας Aesch.; ὡς ἐπτόηται Eur.:—generally, μέθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται he gapes like one distraught after his fellows, Hes.; τὸ πτοηθέν distraction, Eur.
Frisk Etymology German
πτοέω: {ptoéō}
Forms: ep. πτοιέω (s.u.; πτοιῶμαι Thgn. 1018), Fut. πτοιήσω (AP), Aor. πτο(ι)ῆσαι (seit σ 340; ἐπτόαισ’ Sapph. 22, 14, ἐπτόασεν 31,6 codd.; vgl. Hamm Gramm. ̨ 49 b 3), meist Pass. πτο(ι)ηθῆναι (seit χ 298; ἐπτοάθης E. IA 586 [lyr.]), Perf. ἐπτο(ί)ημαι (seit Hes. Op. 447),
Grammar: v.
Meaning: scheuchen, in Furcht setzen, ängstigen, Pass. scheu, erschreckt, leidenschaftlich erregt werden.
Composita: auch m. Präfix, z.B. δια-, ἐκ-,
Derivative: Davon 1. πτο(ί)ησις f. Erregung, Leidenschaft (Pl., Ph., NT u.a.); 2. πτοία, ep. -ίη, selten -η, -α f. Furcht, Leidenschaft (hell. u. sp.) mit πτοιώδης (Hp. u.a.), -αλέος (Opp.) erschreckt, ängstlich.
Etymology: Sekundärbildung, wahrscheinlich iterativintensiv zu dem in καταπτήτην, πεπτηώς erhaltenen primären Verb (s. πτήσσω); πτοέω wohl somit für *πτωέω (vgl. πτώξ). Aus πτοέω mit metrischer Dehnung πτοιέω usw. (vgl. z.B. ὀλοιός und πνοιή). Neben πτοέω ganz vereinzelt πτοάω (s. ob.) wie z.B. πονάω neben πονέω (s. πένομαι). — Die alte Kombination mit lat. paveō zittern, beben (Froehde KZ 22, 259 usw.) wird von Merlingen Μνήμης χάριν 2, 56 von einem neuen Ausgangspunkt (idg. tpou̯-) aufgenommen.
Page 2,615
Chinese
原文音譯:ptošw 普拖誒哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:喪膽 相當於: (חָתַת) (יָרֵא)
字義溯源:驚慌*,驚惶,驚恐,駭怕,驚動;或出自( (πίπτω / συμπίπτω)=落下*)
同源字:1) (πτοέω)驚慌 2) (πτόησις)恐懼 3) (πτύρω)恐嚇
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 他們⋯驚慌(1) 路24:37;
2) 驚惶(1) 路21:9
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=φοβίζω, ταράζω). Ἀπό ρίζα πτα- (=κινοῦμαι πρός τά κάτω) ἴδια μέ τό πτήσσω. Τό ρῆμα ἀπό τό οὐσ. πτόα ἤ πτοία (=φόβος).
Παράγωγα: πτόησις ἤ πτοίησις (=ταραχή), πτοητός ἤ πτοιητός, ἀπτόητος.