ἀντιπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀντιπράξω;<br /><b>1</b> agir à l'encontre de, τινι;<br /><b>2</b> s'opposer à;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιπράσσομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πράσσω]].
|btext=<i>f.</i> ἀντιπράξω;<br /><b>1</b> agir à l'encontre de, τινι;<br /><b>2</b> s'opposer à;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντιπράσσο]]μαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πράσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:51, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπράσσω Medium diacritics: ἀντιπράσσω Low diacritics: αντιπράσσω Capitals: ΑΝΤΙΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: antiprássō Transliteration B: antiprassō Transliteration C: antiprasso Beta Code: a)ntipra/ssw

English (LSJ)

Att. ἀντιπράττω, Ion. ἀντιπρήσσω, A act against, seek to counteract, τινί X.Ath.2.17, Alex.264 (Med.); πρός τι Arist.Pol.1320a6, etc. 2 abs., act in opposition, D.32.14; ὁ ἀντιπρήσσων, = ἀντιστασιώτης, Hdt.1.92; ἀ. τι oppose in any way, X.HG2.3.14; ἐάν τε ἀντιπράττῃ τις ἐάν τε μὴ συμπράττῃ Arist.Rh.1379a13; conflict with, tell against a theory, Demetr.Lac.Herc.1055.20:—Med., X. Hier.2.17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω X.Ath.2.17, Plb.18.39.7; jón. -πρήσσω Hdt.1.92
oponerse a c. dat. αὐτῷ X.l.c., τῇ διαλύσει Plb.l.c., τῇ τῆς ἀρετῆς ἀναλήψει S.E.P.1.73, τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν M.Ant.2.1, cf. Plu.2.407a, Philostr.Im.2.8, PThead.15.14 (III d.C.), PSI 686.5 (VI d.C.)
c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Arist.Pol.1320a6, πρὸς τὰς τῶν ὑπάτων ἐπιβολάς Plb.6.17.9
abs. oponerse τὸν ἀντιπρήσσοντα ... διέφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.R.440b, X.Hier.2.17, D.6.9, 32.14, Arist.Rh.1379a13, Demetr.Lac.79
c. ac. int. ἀντιπράττειν τι poner obstáculo, realizar una acción contraria X.HG 2.3.14, τι ταύταις ἀντιπράττεσθ' realizar una acción contraria contra ellos (lo que los pelos de la barba significan), Alex.264.8.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιπράξω;
1 agir à l'encontre de, τινι;
2 s'opposer à;
Moy. ἀντιπράσσομαι m. sign.
Étymologie: ἀντί, πράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπράσσω: атт. ἀντιπράττω, ион. ἀντιπρήσσω (реже med.) противодействовать, оказывать сопротивление, противиться (Dem., Plut.; τινι Xen. и πρός τι Arst., Polyb.): ὁ ἀντιπρήσσων Her. и ἀντιπραττόμενος Xen. противник.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπράσσω: Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., πράττω κατά τινος, ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = ἀντιστασιώτης, Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51.

Greek Monolingual

ἀντιπράσσω κ. (αττ. τ.) -ττω κ. ιων. τ. -πρήσσω (Α)
1. ενεργώ εναντίον κάποιου
2. ενεργώ διαφορετικά
3. εναντιώνομαι σε κάτι, αντικρούω κάτι
4. (η μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντιπρήσσων
ο αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀντιπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω· μέλ. -ξω· ενεργώ ενάντια, αντενεργώ, αντιπράττω, τινί, σε Ξεν.· απόλ., ενεργώ κατά αντίθεση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.

Middle Liddell


to act against, seek to counteract, τινί Xen.:— absol. to act in opposition, Hdt., etc.; so in Mid., Xen.