ἐπαναίρω: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=lever, élever;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=lever, élever;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπαναίρο]]μαι (<i>ao.</i> ἐπανηράμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], ἀναίρω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:52, 28 November 2022
English (LSJ)
lift up, raise high, τὰς κεφαλάς X.Cyn.6.23:—Med., κἀπαναίρονται δόρυ (Herm. for κἀπαναιροῦνται) raise the spear one against the other, S.OC 424; but ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν raised his staff against him, Th.8.84, cf. Hsch. s.v. ἐπανήραντο:—Pass., rise up, ἀλλ' ἐπαναίρου Ar.Eq. 784.
German (Pape)
[Seite 900] (s. αἴρω), in die Höhe, aufheben; τὰς κεφαλάς Xen. Cyn. 6, 23; im med., κἀπαναίρονται δόρυ Soph. O. C. 425; ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν τινί, seinen Stab gegen Einen, Thuc. 8, 84; – sich erheben, Gegensatz καθίζεσθαι, Ar. Equ. 781.
French (Bailly abrégé)
lever, élever;
Moy. ἐπαναίρομαι (ao. ἐπανηράμην) m. sign.
Étymologie: ἐπί, ἀναίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναίρω:
1 поднимать (τὰς κεφαλάς Xen.; med.: δόρυ Soph.; τὴν βακτηρίαν τινί Thuc.);
2 med. подниматься, вставать: ἀλλ᾽ ἐπαναίρου! Arph. вставай же!
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναίρω: ἀνυψῶ, ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλὰς Ξεν. Κυν. 6, 23: - Μέσ. κἀπαναίρονται δόρυ (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ κἀπαναιροῦνται), ἐγείρουσι τὰ δόρατα ὁ εἷς κατὰ τοῦ ἄλλου, Σοφ. Ο. Κ. 424· ἀλλ’, ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν, «ἐπανετείνατο πλήξων» (Σχόλ.), Θουκ. 8. 84: - Παθ., ἀνεγείρομαι, ἀλλ’ ἐπαναίρου, κᾆτα καθίζου μαλακῶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 784.
Greek Monolingual
(Α)
1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω («ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλάς», Ξεν.)
2. μέσ. υψώνω πάνω, σηκώνω ψηλά (κυρίως για να χτυπήσω).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν-αίρω «σηκώνω ψηλά»].
ἐπαναιρῶ, -έω (AM)
μέσ. επανεκλέγω ή απλώς εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω από τη μέση, σκοτώνω κάποιον ή κάτι
2. σκοτώνω κάποιον μαζί ή μετά από άλλον
3. μέσ. αναλαμβάνω, αποδέχομαι («βαρὺν πόλεμον καὶ ἄσπονδον ἐπανηρημένος», Πλούτ.)
4. αφαιρώ, σηκώνω
5. επιχειρώ
6. μέσ. κυριεύω
7. μέσ. ανακαλώ, αποσύρω («τὸν μὲν φιλάνθρωπον ἐπανείλετο νόμον», Πλούτ.)
8. αποκτώ, κερδίζω
9. (για ιατρική θεραπεία) χρησιμεύω, κάνω χρήση, χρησιμοποιούμαι
10. μέσ. προκαλώ (κακό) στον εαυτό μου
11. δέχομαι, παίρνω ως μερίδιο από τη διανομή κληρονομιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν-αιρώ «καταστρέφω»].
Greek Monotonic
ἐπαναίρω: σηκώνω, υψώνω, σε Ξεν. — Μέσ., εξεγείρω τον ένα κατά του άλλου, σε Σοφ., Θουκ. — Παθ., σηκώνομαι, εγείρομαι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to lift up, Xen.:—Mid. to raise one against another, Soph., Thuc.:—Pass. to rise up, Ar.