στονόεις: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stonoeis
|Transliteration C=stonoeis
|Beta Code=stono/eis
|Beta Code=stono/eis
|Definition=εσσα, εν, (στόνος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[causing groans]] or [[sighs]], βέλεα <span class="bibl">Il.8.159</span>; <b class="b3">στονόεσσαν ἀϋτήν</b> (war-cry) <span class="bibl">Od.11.383</span>; στονόϝεσσαν ἀϝυτάν <span class="title">IG</span>9(1).868 (Corc., vi B.C.); ὅμαδος <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).25</span>; ὀϊστοί <span class="bibl">Od.21.60</span>; κήδεα <span class="bibl">9.12</span>; εὐνή <span class="bibl">17.102</span>; ἄεθλοι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>127</span>; πλαγά <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>1053</span> (lyr.); σίδαρος <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>886</span> (lyr.); ἄλγη <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>199</span>; τύμβος <span class="title">IG</span>3.1354. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[full of moaning]], ἀοιδή <span class="bibl">Il.24.721</span>; γῆρυς <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>187</span> (lyr.); <b class="b3">ἁ σ. ὄρνις</b>, of the nightingale, <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>147</span> (lyr.); <b class="b3">στονόεντα πορθμόν</b> the [[moaning]] sea, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>1145</span> (lyr.): neut. as adverb, στονόεν λέλακε χώρα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>407</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.213</span>.</span>
|Definition=στονόεσσα, στονόεν, ([[στόνος]])<br><span class="bld">A</span> [[causing groans]] or [[sighs]], βέλεα Il.8.159; <b class="b3">στονόεσσαν ἀϋτήν</b> (war-cry) Od.11.383; στονόϝεσσαν ἀϝυτάν ''IG''9(1).868 (Corc., vi B.C.); ὅμαδος Pi.''I.''8(7).25; ὀϊστοί Od.21.60; κήδεα 9.12; εὐνή 17.102; ἄεθλοι Hes.''Sc.''127; πλαγά A.''Pers.''1053 (lyr.); σίδαρος S.''Tr.''886 (lyr.); ἄλγη Tim.''Pers.''199; τύμβος ''IG''3.1354.<br><span class="bld">2</span> [[full of moaning]], ἀοιδή Il.24.721; γῆρυς S.''OT''187 (lyr.); <b class="b3">ἁ σ. ὄρνις</b>, of the nightingale, Id.''El.''147 (lyr.); <b class="b3">στονόεντα πορθμόν</b> the [[moaning]] sea, Id.''Ant.''1145 (lyr.): neut. as adverb, στονόεν λέλακε χώρα A.''Pr.''407 (lyr.), cf. Opp.''C.''3.213.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στονόεις -εσσα -εν [στόνος] vol van gejammer zuchtend, jammerend: adv..; στονόεν (op) jammerend(e wijze) Aeschl. PV 407; σ. ὄρνις de jammerende vogel (nachtegaal) Soph. El. 147; overdr. luidruchtig, bruisend (van de zee). Soph. Ant. 1145. alg. droevig, verdrietig, triest:. σ. ἀοιδή klaagzang Il. 24.721. gejammer veroorzakend, verschrikkelijk (van wapens).
|elnltext=στονόεις -εσσα -εν [στόνος] vol van gejammer zuchtend, jammerend: adv..; στονόεν (op) jammerend(e wijze) Aeschl. PV 407; σ. ὄρνις de jammerende vogel (nachtegaal) Soph. El. 147; overdr. luidruchtig, bruisend (van de zee). Soph. Ant. 1145. alg. droevig, verdrietig, triest:. σ. ἀοιδή klaagzang Il. 24.721. gejammer veroorzakend, verschrikkelijk (van wapens).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στονόεις Medium diacritics: στονόεις Low diacritics: στονόεις Capitals: ΣΤΟΝΟΕΙΣ
Transliteration A: stonóeis Transliteration B: stonoeis Transliteration C: stonoeis Beta Code: stono/eis

English (LSJ)

στονόεσσα, στονόεν, (στόνος)
A causing groans or sighs, βέλεα Il.8.159; στονόεσσαν ἀϋτήν (war-cry) Od.11.383; στονόϝεσσαν ἀϝυτάν IG9(1).868 (Corc., vi B.C.); ὅμαδος Pi.I.8(7).25; ὀϊστοί Od.21.60; κήδεα 9.12; εὐνή 17.102; ἄεθλοι Hes.Sc.127; πλαγά A.Pers.1053 (lyr.); σίδαρος S.Tr.886 (lyr.); ἄλγη Tim.Pers.199; τύμβος IG3.1354.
2 full of moaning, ἀοιδή Il.24.721; γῆρυς S.OT187 (lyr.); ἁ σ. ὄρνις, of the nightingale, Id.El.147 (lyr.); στονόεντα πορθμόν the moaning sea, Id.Ant.1145 (lyr.): neut. as adverb, στονόεν λέλακε χώρα A.Pr.407 (lyr.), cf. Opp.C.3.213.

German (Pape)

[Seite 948] εσσα, εν, seufzerreich, viel Seufzen und Stöhnen verursachend; βέλεα, Il. 8, 159. 15, 590 u. öfter; ὀϊστοί, Od. 21, 60, wie σίδηρος Soph. Trach. 882; ἀϋτή, Od. 11, 383; auch εὐνή, 17, 102, welches viele Seufzer vernimmt, wo viel geseufzt wird; ἀοιδή, traurig, klagend, Il. 24, 721; ὅμαδος, Pind. l. 7, 25; κήδεα, Archil. 48, wie Od. 9, 12; πλαγά, Aesch. Pers. 1010, klagend; auch πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, Prom. 405; γῆρυς, Soph. O. R. 187; ὄρνις, El. 144; vom Meere, brausend, Ant. 1131.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 gémissant;
2 qui fait gémir, funeste.
Étymologie: στόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στονόεις -εσσα -εν [στόνος] vol van gejammer zuchtend, jammerend: adv..; στονόεν (op) jammerend(e wijze) Aeschl. PV 407; σ. ὄρνις de jammerende vogel (nachtegaal) Soph. El. 147; overdr. luidruchtig, bruisend (van de zee). Soph. Ant. 1145. alg. droevig, verdrietig, triest:. σ. ἀοιδή klaagzang Il. 24.721. gejammer veroorzakend, verschrikkelijk (van wapens).

Russian (Dvoretsky)

στονόεις: όεσσα, όεν
1 стонущий, рыдающий (ἀοιδή Hom.; γῆρυς Soph.);
2 печальный, безотрадный (εὐνή Hom.);
3 исторгающий стоны (ἀϋτή, ὀϊστοί Hom.; πλαγά Aesch.; σίδηρος Soph.).

English (Autenrieth)

εσσα, εν: full of, or causing sighs and groans, mournful, grievous, ἀοιδή, βέλεα, Ω, Il. 8.159.

English (Slater)

στονόεις dolorous ἀρίστευον παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (στονόεντά τ codd.) (I. 8.25)

Greek Monolingual

και στενόεις -εσσα, -εν, Α
1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ.
β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ.
γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.)
2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε γῆρυς ὅμαυλος», Σοφ.
β. «ἀοιδοὺς οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν οἱ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) στονόεν
με θρήνους, με στεναγμούς («πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «στονόεσσα ὄρνις» — το αηδόνι (Σοφ.)
β) «στονόεις πορθμός» — θορυβώδης πορθμός, εκεί όπου βουίζει η θάλασσα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόνος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

στονόεις: -εσσα, -εν (στόνος),
1. αυτός που προκαλεί γογγυσμούς ή στεναγμούς, λυπηρός, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. γενικά, θλιμμένος, λυπημένος, εξαθλιωμένος, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στονόεις: εσσα, εν, (στόνος) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· σίδαρος Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) καθόλου, τεθλιμμένος, μελαγχολικός, ἄθλιος, ἐλεεινός, ἀϋτή, εὐνή Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· ὅμαδος Πινδ. Ι. 8 (7). 55· γῆρυς Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. ὄρνις, ἡ ἀηδών, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε χώρα Αἰσχύλ. Πρ. 406.

Middle Liddell

στονόεις, εσσα, εν στόνος
1. causing groans or sighs, Hom., Aesch., etc.
2. generally, mournful, sad, wretched, Hom., Soph.; neut. as adv., Aesch.