συμμετρία: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[réduction à une commune mesure]];<br /><b>2</b> [[juste proportion]], [[symétrie]] ; [[αἱ]] συμμετρίαι les proportions.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμετρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[réduction à une commune mesure]];<br /><b>2</b> [[juste proportion]], [[symétrie]] ; αἱ συμμετρίαι les proportions.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμετρος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 09:51, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετρία Medium diacritics: συμμετρία Low diacritics: συμμετρία Capitals: ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: symmetría Transliteration B: symmetria Transliteration C: symmetria Beta Code: summetri/a

English (LSJ)

ἡ, A commensurability, opp. ἀσυμμετρία, Arist.Metaph.1061b1, cf. 1004b11, EN1133b18; πρὸς τὴν σ. τῶν καθ' ἡμᾶς ἀνθρώπων in comparison with, measured by the standard of... PMonac.6.39 (vi A.D.). II symmetry, due proportion, one of the characteristics of beauty and goodness, βίου συμμετρίῃ by harmony of life, Democr. 191, cf. Pl.Phlb.64e sq.; ἡ νυκτὸς πρὸς ἡμέραν σ. Id.R.530a; ἡ πρὸς ἄλληλα σ. Id.Sph.228c; of exercise to food, Hp.Vict.1.2; τροφῆς καὶ ἀέρος Thphr.CP2.9.13; σ. τῶν λαμβανομένων Sor.1.94; σιτίων τε καὶ πομάτων Gal.6.7; τῶν φαρμάκων Id.13.988; κατὰ μίαν σ. in a fixed proportion, Id.6.272; παρὰ τὴν σ. out of proportion, Arist.Pol.1308b12; but σ. πρός τι, also, proportion calculated to produce . ., Pl.Ti.66d; ἡ τῶν καλῶν σ. Id.Sph.235e; ὑγίειαν ἐν . . σ. θερμῶν καὶ ψυχρῶν τίθεμεν Arist.Ph.246b5, cf. Gal.6.13,15, al.; ἡ τοῦ τῶν γάμων χρόνου σ. suitability, Pl.Lg.925a: pl., αἱ σ. the proportions, Id.Ti.87d, Sph. 235d, 236a. b suitable relation, convenient size, πόρων Epicur. Ep.2p.49U.: pl., σ. καὶ ἁρμονίαι τῶν . . πόρων Id.Fr.250. 2 a woman's robe without a train, PSI4.341.7 (iii B.C.), Poll.7.54, Hsch.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, Ebenmaaß, Gleichmaaß, richtiges Verhältniß; ἡ πρὸς ἄλληλα, Plat. Soph. 228 c; ἡ νυκτὸς πρὸς ἡμέραν ξυμμετρία, Rep. VII, 530 a; Gegensatz ἀμετρία, Legg. XI, 925 a, u. öfter; ein wahrnehmbares Verhältniß, Xen. Mem. 3, 10, 3; Sp., κλιμάκων Pol. 9, 19, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 réduction à une commune mesure;
2 juste proportion, symétrie ; αἱ συμμετρίαι les proportions.
Étymologie: σύμμετρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμετρία -ας, ἡ, Att. ook ξυμμετρία [συμμετρέω] de juiste verhouding, evenredigheid, proportie, symmetrie; met πρός + acc. met iets; met gen. en πρός + acc.:; νυκτὸς πρὸς ἡμέραν σ. de symmetrie tussen dag en nacht Plat. Resp. 530a; αἱ συμμετρίαι de juiste verhoudingen Plat. Sph. 228c; παρὰ τὴν συμμετρίαν buiten proportie Aristot. Pol. 1308b12; overdr.. βίου de harmonie van het leven Democr. B 191. geschiktheid, passendheid, juistheid:. τῶν γάμων χρόνου σ. het juiste moment om te trouwen Plat. Lg. 925a.

Russian (Dvoretsky)

συμμετρία:
1 соразмерность, правильное соотношение (νυκτὸς πρὸς τὴν ἡμέραν Plat.; θερμῶν καὶ ψυχρῶν Arst.);
2 сообразность, пригодность: ἡ τοῦ χρόνου σ. Plat. своевременность;
3 измерение (τῶν κλιμάκων Polyb.);
4 соизмеримость Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετρία: ἡ, ἡ ἀναγωγὴ εἰς κοινόν τι μέτρον, τὸ νὰ δύναταί τι νὰ ἀναχθῇ εἰς κοινόν τι μέτρον, ἀντίθετον τῷ ἀσυμμετρία, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 3, 7, πρβλ. 3. 2, 18, Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 14. ΙΙ. ἡ προσήκουσα ἀναλογία, ἀντίθετον τῷ ἀμετρία, εἷς τῶν χαρακτήρων τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ, Πλάτ. Φίληβ. 6 Ε κἑξ.· ἡ νυκτὸς πρὸς τὴν ἡμέραν ξ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 530Α· ἡ πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 228C· παρὰ τὴν σ., ἐκτὸς ἀναλογίας, χωρὶς ἀναλογίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12· ἀλλά, ξ. πρός τι, ὡσαύτως, ἀναλογία ἁρμόζουσα ὅπως παραχθῇ τι, Πλάτ. Τίμ. 66D· ξ. τῶν καλῶν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 235Ε· ὑγίειαν ἐν... σ. θερμῶν καὶ ψυχρῶν τίθεμεν Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 7· τὴν δὲ τοῦ τῶν γάμων χρόνου συμμετρίαν τε καὶ ἀμετρίαν ὁ δικαστὴς σκοπῶν κρινέτω, τὴν καταλληλότητα τῆς ἡλικίας, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 925Α· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ ξ., αἱ ἀναλογίαι, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 87D, Σοφιστ. 235D, 236Α. 2) ἐπὶ γυναικείας ἐσθῆτος ἄνευ οὐρᾶς, «ἡ δὲ συμμετρία χιτών ἐστι ποδήρης, ἔστε πρὸς τοὺς ἀστραγάλους καθήκων» Πολυδ. Ζ΄, 54. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συμμετρία· ἔνδυμα γυνακεῖον ποδῆρος οὐκ ἔχον σύρμα».

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμετρία Α σύμμετρος
η ιδιότητα του σύμμετρου ή του συμμετρικού, αρμονία που προκύπτει από την ύπαρξη ή την επικράτηση σωστών, κανονικών αναλογιών και η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν χαρακτηριστικό του καλού και του αγαθού
νεοελλ.
1. βιολ. η αντιστοιχία σε μέγεθος, σχήμα και θέση τών οργάνων ή τών τμημάτων, αρθρωτών και μη, του σώματος ως προς άξονα, επίπεδο ή σημείο
2. (κρυσταλλ.) θεμελιώδης ιδιότητα τών κανονικών διατάξεων τών ατόμων που απαντούν στα κρυσταλλικά στερεά, της οποίας τα στοιχεία σε καθένα από αυτά καθορίζουν το σχήμα του και επηρεάζουν τις φυσικές του ιδιότητες
3. μαθ. μετασχηματισμός σημείων του χώρου ή του επιπέδου που διατηρεί τις αποστάσεις μεταξύ τών σημείων και αντιστρέφει τον προσανατολισμό τών ευθύγραμμων τμημάτων, πράγμα που έχει ως συνέπεια να διατηρούνται τα μήκη, τα μέτρα τών γωνιών και τα εμβαδά (α. «συμμετρία ως προς σημείο» β. «συμμετρία ως προς ευθεία» γ. «συμμετρία ως προς επίπεδο»)
4. φυσ. αρχή σύμφωνα με την οποία ορισμένες κατηγορίες μετασχηματισμών αφήνουν αμετάβλητους τους φυσικούς νόμους
5. φρ. α) «αμφίπλευρη συμμετρία»
(θιολ.) συμμετρία στα κινητά όντα κατά την οποία το οβελιαίο επίπεδο διαχωρίζει την αριστερή και τη δεξιά πλευρά
β) «δισακτινωτή συμμετρία»
βιολ. i) (στους αχινούς) συνύπαρξη αμφίπλευρης συμμετρίας με μια βασική πεντακτινωτή συμμετρία
ii) (στα γαστερόποδα μαλάκια) συνύπαρξη αμφίπλευρης συμμετρίας με μια σπειροειδή συμμετρία
γ) «άξονας συμμετρίας»
(κρυσταλλ.) αντιπροσωπευτική ευθεία από ένα σύνολο ευθειών που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την κανονική διάταξη τών ατόμων σε ένα κρυσταλλικό στερεό
αρχ.
1. αναγωγή σε κοινό μέτρο
2. σωστή αναλογία στη λήψη τροφής («τροφῆς καὶ ἀέρος συμμετρία», Θεόφρ.)
3. κατάλληλη σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα («συμμετρία πόρων», Επίκ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) μακρύ γυναικείο ένδυμα
5. επάρκεια
6. στον πληθ. αἱ συμμετρίαι
οι αναλογίες
7. φρ. α) «κατὰ μίαν συμμετρίαν» — σύμφωνα με μία αρμονική αναλογία (Γαλ.)
β) «παρὰ τὴν συμμετρίαν» — χωρίς αναλογία (Αριστοτ.)
γ) «συμμετρία πρός τι» — η αναλογία που πρέπει να τηρηθεί προκειμένου να παραχθεί κάτι (Πλάτ.)
δ) «ἡ συμμετρία τοῦ χρόνου τῶν γάμων» — η κατάλληλη ηλικία για τη σύναψη γάμου (Πλάτ.).

Greek Monotonic

συμμετρία: ἡ,
I. το να μπορεί κάτι να αναχθεί σ' ένα κοινό μέτρο υπολογισμού, σε Αριστ.
II. συμμετρία, κατάλλληλη αναλογία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

συμμετρία, ἡ, [from συμμετρέω
I. commensurability, Arist.
II. symmetry, due proportion, Plat., etc.

English (Woodhouse)

harmony, symmetry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)