θάρρος: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> [[confiance]], [[résolution]], [[assurance]], [[hardiesse]] :<br /><b>1</b> <i>en b. part</i> [[θάρσος]] ἐμπνεῖν OD inspirer de la | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> [[confiance]], [[résolution]], [[assurance]], [[hardiesse]] :<br /><b>1</b> <i>en b. part</i> [[θάρσος]] [[ἐμπνεῖν]] OD [[inspirer]] de la [[hardiesse]] ; [[ἐν]] κραδίῃ [[θάρσος]] βάλλειν IL jeter de la hardiesse dans le cœur ; ἐνὶ φρεσὶ [[θάρσος]] θῆκε OD <i>ou</i> ἐνὶ [[στήθεσσιν]] ἐνῆκεν IL il (ou elle) jeta dans son âme l'audace ; [[θάρρος]] ἐμποιεῖν XÉN <i>ou</i> παρασχεῖν τινι THC donner bon courage à qqn, inspirer de la confiance à qqn ; [[θάρσος]] λαμβάνει τινά THC, ἐγγίγνεται, ἐμφύεται <i>ou</i> ἐμπίπτει τινί XÉN la confiance s'empare de qqn;<br /><b>2</b> <i>rar. en mauv. part</i> [[hardiesse]], [[audace]];<br /><b>II.</b> [[ce qui donne confiance]] <i>ou</i> [[ce qui donne bon courage]].<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> dharshas « audace ». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:13, 24 October 2023
English (LSJ)
Attic for θάρσος.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. confiance, résolution, assurance, hardiesse :
1 en b. part θάρσος ἐμπνεῖν OD inspirer de la hardiesse ; ἐν κραδίῃ θάρσος βάλλειν IL jeter de la hardiesse dans le cœur ; ἐνὶ φρεσὶ θάρσος θῆκε OD ou ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν IL il (ou elle) jeta dans son âme l'audace ; θάρρος ἐμποιεῖν XÉN ou παρασχεῖν τινι THC donner bon courage à qqn, inspirer de la confiance à qqn ; θάρσος λαμβάνει τινά THC, ἐγγίγνεται, ἐμφύεται ou ἐμπίπτει τινί XÉN la confiance s'empare de qqn;
2 rar. en mauv. part hardiesse, audace;
II. ce qui donne confiance ou ce qui donne bon courage.
Étymologie: cf. skr. dharshas « audace ».
Greek Monolingual
το (AM θάρσος, Α νεώτ. αττ. τ. θάρρος, αιολ. τ. θέρσος, Μ και θάρρος και θάρρο, το, και θάρρος, ό)
1. τόλμη, αφοβία, ψυχικό σθένος (α. «επέδειξε μεγάλο θάρρος κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή» β. «προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», Νικ.Χων.)
2. καθετί που προσδίδει τόλμη και αφοβία, η ελπίδα, η πεποίθηση, το στήριγμα
3. θράσος, απρεπής τόλμη, αυθάδεια, αναίδεια
νεοελλ.
1. οικειότητα λόγω στενής σχέσης («έχει το θάρρος με τον υπουργό»)
2. ελπίδα
3. εμπιστοσύνη
4. καλή πίστη
5. αυτοπεποίθηση
6. αλαζονεία
7. ανάπαυλα, άνεση χρόνου
8. φρ. α) (τυπική δικαιολογία) «λαμβάνω το θάρρος» — τολμώ
β) «παίρνω θάρρος» — ενθαρρύνομαι
μσν.
φρ. α) «της καρδιάς τα θάρρη» — γενναιότητα
β) «έχω το θάρρος μου εις κάποιον»
i) εμπιστεύομαι κάποιον
ii) ελπίζω σε κάποιον, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
γ) «είς το θάρρος κάποιου» — υπό την προστασία κάποιου
δ) «εἰς θάρρος» — το πιο πολύ
αρχ.
1. τόλμη για κάποια πράξη («θάρσος τῶνδε», Αισχύλ.)
2. θάρρος εναντίον κάποιου («θάρσος πολεμίων», Πλάτ.)
3. πληθ. τά θάρση
αίτια θάρρους («θάρση βροτοῖς θεσφάτων ἀοιδαῖς», Ευρ.)
4. φρ. «μυίης θάρσος» — η απερίσκεπτη τόλμη του Έκτορος (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θάρσος].
Mantoulidis Etymological
τό (=τόλμη, μέ κακή σημασία αὐθάδεια). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: θαρσέω -ῶ, θαρσαλέος καί θαρραλέος, θάρσησις, θαρσητέον, θαρσητικός, θαρσούντως καί θαρρούντως, θάρσυνος, θαρσύνω καί θρασύνω, θρασύς, θρασύτης, Θερσίτης.
German (Pape)
ion. und altatt. = θάρσος.
Translations
impudence
Bulgarian: нахалство, дъ́рзост, безочие; Catalan: impudència; Czech: drzost, nestydatost; Dutch: onbeschoftheid, onbeschaamdheid,; Finnish: röyhkeys, häpeämättömyys, julkeus; French: impudence; Galician: impudencia; German: Flegelei, Frechheit, Unverschämtheit, Vermessenheit; Greek: θράσος; Ancient Greek: ἀδιατρεψία, ἀναιδεία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναιδία, ἀναισχυντία, ἀσχημοσύνη, αὐθάδεια, αὐθαδία, βδελυρία, θάρρος, θέρσος, θράσος, λαμυρία, μοθωνία, παρρησία, τὸ ἀδυσώπητον, τὸ ἀναιδές; Hebrew: עזות-מצח; Interlingua: impudentia; Irish: brusaireacht, gearr-aighneas, dailtíneacht; Italian: impudenza, sfrontatezza; Norwegian Bokmål: frekkhet, uforskammethet; Persian: بیادبی; Polish: arogancja, bezczelność, bezwstydność, hucpiarstwo, impertynenckość, zuchwalstwo, zuchwałość; Portuguese: impudência; Romanian: obrăznicie, impudoare, impudență; Russian: наглость, дерзость, нахальство; Scottish Gaelic: sgimilearachd; Spanish: impudencia, descaro, desenvoltura; Turkish: arsızlık