καῦμα: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kayma
|Transliteration C=kayma
|Beta Code=kau=ma
|Beta Code=kau=ma
|Definition=καύματος, τό, ([[καίω]])<br><span class="bld">A</span> [[burning heat]], especially of the [[sun]], [[καύματος ἔξ]] after [[sun-heat]], Il.5.865, cf. Hes.''Op.''415,588, Alc.39, S.''Ant.''417, Epinic.1.10, etc.; [[πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλθῃ]] = till the [[heat of the day]] is past, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 242a, cf. ''Ti.''70d; ἐὰν ᾖ κ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''342b10: freq. in plural, ἡλίου τε καύμασιν S.''OC''350, cf. [[Herodotus|Hdt.]]3.104, X.''Cyn.''5.9, etc.; [τόποι] ὑπὸ καυμάτων διαφθειρόμενοι Isoc.11.12; καύματα καὶ χειμῶνες Phld.''Piet.''87: in plural, also of [[frost]], Ath.3.98b, Luc.''Lex.''2.<br><span class="bld">2</span> [[fever heat]], Th.2.49; of [[inflamed]] conditions, Hp.''VM''19, ''Aph.''7.13: metaph., of [[love]], κ. ἀρσενικόν ''AP''12.87.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[καύματα]] = [[holes burnt by cautery]], Hp.''Art.''11, Arist.''Pr.''863a31.<br><span class="bld">III</span> [[brand]] on [[cattle]], ''IG''7.3171.44 (Orchom. Boeot.).<br><span class="bld">IV</span> [[embers]] of [[sacrifice]]s, Pl.''Criti.''12od.<br><span class="bld">V</span> [[firewood]], PLond.3.1166.6, al. (i A.D.).
|Definition=καύματος, τό, ([[καίω]])<br><span class="bld">A</span> [[burning heat]], especially of the [[sun]], [[καύματος ἔξ]] after [[sun-heat]], Il.5.865, cf. Hes.''Op.''415,588, Alc.39, S.''Ant.''417, Epinic.1.10, etc.; [[πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλθῃ]] = till the [[heat of the day]] is past, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 242a, cf. ''Ti.''70d; ἐὰν ᾖ κ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''342b10: freq. in plural, ἡλίου τε καύμασιν [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''350, cf. [[Herodotus|Hdt.]]3.104, X.''Cyn.''5.9, etc.; [τόποι] ὑπὸ καυμάτων διαφθειρόμενοι Isoc.11.12; καύματα καὶ χειμῶνες Phld.''Piet.''87: in plural, also of [[frost]], Ath.3.98b, Luc.''Lex.''2.<br><span class="bld">2</span> [[fever heat]], Th.2.49; of [[inflamed]] conditions, Hp.''VM''19, ''Aph.''7.13: metaph., of [[love]], κ. ἀρσενικόν ''AP''12.87.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[καύματα]] = [[holes burnt by cautery]], Hp.''Art.''11, Arist.''Pr.''863a31.<br><span class="bld">III</span> [[brand]] on [[cattle]], ''IG''7.3171.44 (Orchom. Boeot.).<br><span class="bld">IV</span> [[embers]] of [[sacrifice]]s, Pl.''Criti.''12od.<br><span class="bld">V</span> [[firewood]], PLond.3.1166.6, al. (i A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:46, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καῦμα Medium diacritics: καῦμα Low diacritics: καύμα Capitals: ΚΑΥΜΑ
Transliteration A: kaûma Transliteration B: kauma Transliteration C: kayma Beta Code: kau=ma

English (LSJ)

καύματος, τό, (καίω)
A burning heat, especially of the sun, καύματος ἔξ after sun-heat, Il.5.865, cf. Hes.Op.415,588, Alc.39, S.Ant.417, Epinic.1.10, etc.; πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλθῃ = till the heat of the day is past, Pl.Phdr. 242a, cf. Ti.70d; ἐὰν ᾖ κ. Arist.Mete.342b10: freq. in plural, ἡλίου τε καύμασιν S.OC350, cf. Hdt.3.104, X.Cyn.5.9, etc.; [τόποι] ὑπὸ καυμάτων διαφθειρόμενοι Isoc.11.12; καύματα καὶ χειμῶνες Phld.Piet.87: in plural, also of frost, Ath.3.98b, Luc.Lex.2.
2 fever heat, Th.2.49; of inflamed conditions, Hp.VM19, Aph.7.13: metaph., of love, κ. ἀρσενικόν AP12.87.
II in plural, καύματα = holes burnt by cautery, Hp.Art.11, Arist.Pr.863a31.
III brand on cattle, IG7.3171.44 (Orchom. Boeot.).
IV embers of sacrifices, Pl.Criti.12od.
V firewood, PLond.3.1166.6, al. (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1408] τό, Brand, bes. Sonnenbrand, Sommerhitze, Il. 5, 865; ἦμος δὴ λήγει μένος ὀξέος ἠελίοιο καύματος ἰδαλίμου Hes. O. 413, vgl. 586; so auch Soph. Ant. 417; Plat. Phaedr. 242 a u. Folgde; oft im plur., ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Soph. O. C. 350; πρὸς χειμῶνας καὶ καύματα Plat. Polit. 279 d; τόπους ὑπὸ καυμάτων διαφθειρομένους Isocr. 11, 12; Sp.; Fieberhitze, Plut. Alex. 66; Liebesglut, ἀρσενικόν Ep. ad. 8 (XII, 87). Von heftiger Kälte, Frostbrand, Ath. III, 98 b Luc. Lexiph. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. brûlure, particul.
1 brûlure par le soleil, chaleur ardente;
2 brûlure par le froid;
II. p. anal. chaleur de la fièvre ; fièvre ardente.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καῦμα -τος, τό [καίω] hitte, gloed; koorts:; διεφθείροντο... ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος zij bezweken aan de brandende hitte in hun lichaam Thuc. 2.49.6; ontsteking; Hp.; overdr.: passie:. στεροπὴ καύματος ἀρσενικου bliksem van mannelijke passie AP 12.87.2. brandwond; (ook als bevriezingsverschijnsel). warme as van offers.

Russian (Dvoretsky)

καῦμα: ατος τό тж. pl.
1 жар, зной Hom. etc.: κ. ἔθαλπε Soph. было знойно; ἡλίου καύματα Soph. и ἥλιος καὶ κ. NT солнечный зной; τὰ πρὸς χειμῶνας καὶ καύματα ἀλεξητήρια Plat. средства защиты от холода и зноя;
2 сильный мороз Luc.;
3 мед. высокая температура, жар (τὸ ἐντὸς κ. Thuc.; τὸ διὰ νόσον κ. Arst.);
4 перен. любовный пыл (τὸ κ. ἀρσενικόν Anth.);
5 ожог (τὰ διὰ χαλκοῦ καύματα Arst.).

English (Autenrieth)

ατος (καίω): burning heat, Il. 5.865†.

English (Strong)

from καίω; properly, a burn (concretely), but used (abstractly) of a glow: heat.

English (Thayer)

καύματος, τό (καίω), heat: of painful and burning heat, Sept.; in Greek writings from Homer down.)

Greek Monolingual

και κάμα (ΑΜ καῡμα, -ατος) καίω
1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας του ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ.
β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.)
2. έγκαυμα
μσν.
θυσία
μσν.-αρχ.
μτφ. ψυχικός πόνος, καημός
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ καύματα
α) το καλοκαίρι, σε αντιδιαστολή με τον χειμώνα
β) σφοδρό ψύχος
2. η θερμότητα του πυρετού («τοῖς σφόδρα πυρέττουσιν, ἐάν τε ἕν ἱμάτιον, ἐάν τε πολλὰ περιβεβλημένοι τυγχάνωσι, ταυτὸ καῡμα καὶ παραπλήσιον», Πλούτ.)
3. στιγματισμός τών ζώων με κάψιμο
4. η ασβόλη τών θυσιών, τα αποκαΐδια που έμεναν από τη θυσία («ἐπὶ τὰ τῶν ὁρκωμοσίων καύματα χαμαὶ καθίζοντες», Πλάτ.)
5. ξύλο για κάψιμο, καυσόξυλο.

Greek Monotonic

καῦμα: -ατος, τό (καίω),
1. θερμότητα που καίει, ιδίως, λέγεται για τον ήλιο, καύματος, στην ζέστη του ήλιου, σε Ομήρ. Ιλ.· καῦμ' ἔθαλπε, σε Σοφ.
2. θερμότητα του πυρετού, σε Θουκ.· μεταφ., λέγεται για τον έρωτα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καῦμα: τό, (καίω), καίουσα θερμότης, ἰδίως τοῦ ἡλίου, ὁ καύσων, ἡ ὑπερβολικὴ ζέστη, ἡ βλαβερῶς ἐπιδρῶσα εἰς τὴν ὀργανικὴν ὕλην, καύματος, τῆς ἐκ τοῦ ἡλίου θερμότητος, Ἰλ. Ε. 865, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, 586, Σοφ. Ἀντ. 417, κτλ.· πρὶν ἂν τὸ κ. περέλθῃ, ἡ θερμότης, ὁ καύσων τῆς ἡμέρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α ῥᾳστήνην ἐν τῷ κ. παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 70D· ἐὰν ᾖ κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2· συχν. ἐν τῷ πληθ., τὸ θέρος ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸν χειμῶνα, ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Σοφ. Ο. Κ. 350, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 104, Ξεν. Κυν. 5. 9, κτλ.· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως ἐπὶ πάγου, Ἀθήν. 98Β, Λουκ. Λεξιφ. 2. 2) πυρετοῦ θερμότης, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Τιμ. 70D· ἐντεῦθεν, καυστικὸς πυρετός, Ἱππ. Ἀφ. 1258·- μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 12. 87. ΙΙ. ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἐπὶ ὀπῶν ἃς ἤνοιξε τὸ καυτήριον, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 36.

Middle Liddell

καῦμα, ατος, τό, καίω
1. burning heat, especially of the sun, καύματος in the sun-heat, Il.; καῦμ' ἔθαλπε Soph.
2. fever-heat, Thuc.:—metaph. of love, Anth.

English (Woodhouse)

heat, burning heat, fever-heat

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Chinese

原文音譯:kaàma 考馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:燃燒(果效) 相當於: (חֹרֶב‎) (חָוַר‎ / חָרָה‎ / חָרַר‎)
字義溯源:燒傷,熱,炎熱;源自(καίω)*=燒)。參讀 (καίω)同源字參讀 (θέρμη)同義字
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編
1) 熱(1) 啓16:9;
2) 炎熱(1) 啓7:16

Translations

fever

Afrikaans: koors; Albanian: ethe; Amharic: ትኩሳት; Arabic: حُمَّة, حُمَّى; Egyptian Arabic: سخنية; Hijazi Arabic: حرارة; Moroccan Arabic: سخانة; Armenian: տենդ, տաքություն, ջերմություն, կրակ; Aromanian: heavrã; Assamese: জ্বৰ; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܡܚܲܡܬܵܐ; Asturian: fiebre; Azerbaijani: qızdırma; Bashkir: биҙгәк; Basque: sukar; Belarusian: тэмпература, гарачка, жар, ліхаманка; Bengali: জ্বর; Berber Tashelhit: ⵜⴰⵡⵍⴰ; Bikol Central: kalentura; Bulgarian: температура, треска; Burmese: အဖျား; Catalan: febre; Cebuano: hilanat, kalentura; Chakma: 𑄎𑄧𑄢𑄴; Chamicuro: alijkwa'takochi; Chinese Mandarin: 發熱, 发热, 發燒, 发烧, 熱病, 热病, 熱病, 热病; Classical Nahuatl: tletl; Czech: horečka, teplota; Danish: feber; Dutch: verhoging, koorts; Esperanto: febro; Estonian: palavik; Faroese: fepur; Finnish: kuume; French: fièvre; Friulian: fiere; Galician: febre, quentura; Georgian: სიცხე, ციებ-ცხელება, ტემპერატურა; German: Fieber, Temperaturerhöhung; Gothic: 𐌱𐍂𐌹𐌽𐌽𐍉, 𐌷𐌴𐌹𐍄𐍉; Greek: πυρετός; Ancient Greek: βρύχετος, εἶρος, ἐκπύρωσις, θέρμη, καῦμα, καυμός, κραῦρα; Guaraní: akãnundu; Gujarati: તાવ; Hebrew: קַדַּחַת; Hiligaynon: hilanat; Hindi: बुख़ार, ज्वर; Hungarian: láz, hőemelkedés; Icelandic: hiti, hitasótt; Ilocano: gurigor; Indonesian: demam; Ingrian: žaaru, varitauti; Interlingua: febre; Iquito: ípanaca; Irish: fiabhras; Isnag: daxang; Italian: febbre; Japanese: 熱, 発熱; Kapampangan: lagnat; Kazakh: қызба; Khmer: គ្រុន; Korean: 열(熱), 열병(熱病), 발열(發熱); Kurdish Central Kurdish: تا; Northern Kurdish: ta, tasar, tagerm; Kyrgyz: калтыратма, безгек; Ladin: fiëura; Lao: ໄຂ້; Latin: febris; Latvian: drudzis; Lithuanian: karščiavimas; Lü: ᦺᦃᧉ; Macedonian: треска; Malagasy: fanaviana; Malay: demam; Maore Comorian: ɓuhuo; Navajo: tahoniigááh; Nepali: ज्वरो; Norman: fièvre; Norwegian Bokmål: feber; Occitan: fèbre; Old English: hriþ; Pali: pariḷāha, jararoga; Pangasinan: puetang; Pashto: تبه; Persian: تب; Plautdietsch: Feeba, Braunt; Polish: gorączka, temperatura; Portuguese: febre; Punjabi: ਤਾਪ, ਬੁਖ਼ਾਰ; Quechua: rupha; Romagnol: favarsena; Romanian: temperatură, febră; Romansch: fevra, feavra, feivra; Russian: температура, лихорадка, горячка, жар; Sanskrit: ज्वर; Sardinian: calentura, callantura; Scottish Gaelic: fiabhras; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̀зница; Roman: gròznica; Sicilian: frevi; Slovak: horúčka; Slovene: vročina; Somali: qandho; Sorbian Lower Sorbian: zymnica; Spanish: fiebre, calentura; Sumerian: 𒌓; Swahili: homa, harara; Swedish: feber; Tagalog: lagnat; Tajik: таб, табларза; Tamil: காய்ச்சல், ஜுரம், ஜ்வரம்; Tatar: бизгәк; Tausug: hinglaw; Telugu: జ్వరము, వేకి, పులకరము; Thai: ไข้; Tigrinya: ምርባጽ; Turkish: ateş; Turkmen: gyzzyrma; Ukrainian: гарячка, лихоманка, температура, жар, пропáсниця; Urdu: بُخار; Uyghur: قىزىتما; Uzbek: isitma, bezgak; Venetan: fevra, féra; Vietnamese: sốt; Volapük: fif; Walloon: five; Welsh: twymyn, achre; Yakan: lemmun; Yiddish: פֿיבער