χρηστός: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(Bailly1_5) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> dont on peut se servir, <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> de bonne qualité;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> honnête, honorable, brave, vertueux : τὰ χρηστά ATT les choses bonnes, honorables;<br /><b>3</b> noble ; [[οἱ]] χρηστοί XÉN les principaux citoyens, les grands;<br /><b>4</b> heureux : χρηστὴ [[τελευτή]] HDT fin heureuse ; τὰ χρηστά ESCHL événements heureux;<br /><b>5</b> bénin : [[τραῦμα]] LUC une blessure légère, bénigne ; [[δῆγμα]] LUC morsure légère;<br /><b>II.</b> qui rend service :<br /><b>1</b> bon, dévoué, serviable, obligeant, empressé : τινι, [[περί]] τινα, à l’égard de qqn ; <i>particul.</i> bon citoyen, citoyen utile ; <i>ironiq.</i> débonnaire, simple, crédule, niais ; <i>en apostrophe</i> : ὦ χρηστέ DÉM mon bon !;<br /><b>2</b> bienfaisant, secourable ; τὰ χρηστὰ ἔς τινα HDT les bienfaits à l’égard de qqn ; χρηστὰ [[τῶν]] νεύρων ÉL remèdes bons pour les nerfs ; χρηστοὶ θεοί HDT dieux secourables ; ἱρὰ χρηστά HDT sacrifices favorables, qui portent bonheur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[χράομαι]]. | |btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> dont on peut se servir, <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> de bonne qualité;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> honnête, honorable, brave, vertueux : τὰ χρηστά ATT les choses bonnes, honorables;<br /><b>3</b> noble ; [[οἱ]] χρηστοί XÉN les principaux citoyens, les grands;<br /><b>4</b> heureux : χρηστὴ [[τελευτή]] HDT fin heureuse ; τὰ χρηστά ESCHL événements heureux;<br /><b>5</b> bénin : [[τραῦμα]] LUC une blessure légère, bénigne ; [[δῆγμα]] LUC morsure légère;<br /><b>II.</b> qui rend service :<br /><b>1</b> bon, dévoué, serviable, obligeant, empressé : τινι, [[περί]] τινα, à l’égard de qqn ; <i>particul.</i> bon citoyen, citoyen utile ; <i>ironiq.</i> débonnaire, simple, crédule, niais ; <i>en apostrophe</i> : ὦ χρηστέ DÉM mon bon !;<br /><b>2</b> bienfaisant, secourable ; τὰ χρηστὰ ἔς τινα HDT les bienfaits à l’égard de qqn ; χρηστὰ [[τῶν]] νεύρων ÉL remèdes bons pour les nerfs ; χρηστοὶ θεοί HDT dieux secourables ; ἱρὰ χρηστά HDT sacrifices favorables, qui portent bonheur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[χράομαι]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[χράομαι]]; employed, i.e. (by [[implication]]) [[useful]] (in [[manner]] or [[morals]]): [[better]], [[easy]], [[good]](-ness), [[gracious]], [[kind]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:46, 25 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (χράομαι) of things,
A like χρήσιμος, useful, good of its kind, serviceable, [τόξα] χρηστὰ οὐδέν Hdt.3.78; [ἀτραπὸς] οὐδὲν χ. τισι Id.7.215; χ. ἐπίπλοα Id.1.94; [γῆ] E.Hec.594; οἰκία, opp. μοχθηρά, Pl.Grg.504a; ἡ χ. μέλιττα, opp. οἱ κηφῆνες, Arist.HA 624b23: freq. of wholesome food, μελίτωμα Batr.39; ποτόν, σῖτος, Pl.R.438a; περὶ τὸ σῶμα Pl.Prt.313d: c. gen., for a thing, νεύρων for the sinews, Ael.NA14.21; ῥάφανος Alex.15.8; ὄψον Antiph.242, etc. (but pleasant to taste, nice, Thphr.Char.2.10): generally, πολιτεία Isoc.12.135; βίος Aeschin.1.179; of victims and omens, auspicious, ἱρά, σφάγια, Hdt.5.44, 9.61,62; τελευτὴ χ. a happy end or issue, Id.7.157; εἰ . . τοῦτό γε δοκέει ὑμῖν εἶναι χρηστόν Id.5.92.ά: pl., τὰ χ., as Subst., benefits, kindnesses, Id.1.41, 42; χρηστὰ φέρειν Id.4.139; χρηστόν τι συμβουλεύειν, χρηστὰ ἐπιτηδεύειν, Ar.Nu.793, Antipho 3.3.9; χρηστὰ λέγειν, πράττειν, etc., Men. 725,787, etc.: but τὰ χ. also, happy event, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χ. A.Pers. 228 (troch.); prosperity, success, τὰ χ. δ' αὔθ' ἕκαστ' ἔχει φίλους E.Hec.1227. 2 in moral sense, opp. κακός, Eup. in PSI11.1213.2; opp. πονηρός, Pl.Prt.313d; τὸ χ., opp. τὸ αἰσχρόν, S.Ph. 476; χρηστός, opp. λυπρός, E.Med.601: but λῦπαι χρησταί if working for good, Pl.Grg.499e. 3 good for its purpose, effective (even for evil), τραῦμα, δῆγμα, Luc.Symp.44, Alex.55. 4 Gramm., in use, current, ποιηταῖς χρηστά Eust.215.8. II of persons, good, esp. in war, valiant, true, Hdt.5.109, 6.13, S.Ph.437, etc.: generally, good, honest, worthy, Id.OT610; οἰκέται X.Oec.9.5; of women, ἐρεῖ τις ὡς Κλυταιμνήστρα κακή· Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστήν Eub. 117.11, cf. Men.Mon.634; of good citizens, useful, deserving, D.20.7: c. acc. cogn., ἃ χρηστοὶ ἐγένεσθε Th.3.64; χ. περὶ τὴν πόλιν γεγενημένος Lys.14.31; χ. καὶ φιλόπολις Ar.Pl.900; collectively, ὀλίγον τὸ χ. Id.Ra.783; but also ironically, ὁ χ. οὑτοσί Id.Nu. 8; οἱ χ. πρέσβεις οὗτοι D.18.30, cf. 89; ἐκλελάκτικεν ὁ χ. ἡμῖν μοιχός Men.16. b freq. on Epitaphs, IG3.3149,3155, al. c c. inf., ὅσοι προβατεύειν χ. Him.Or.14.32. 2 οἱ χρηστοί, like οἱ ἀγαθοί, those of good family, X.Ath.1.4,6. 3 of the gods, propitious, merciful, bestowing health or wealth, θεῶν χρηστῶν ἥκειν εὖ Hdt.8.111, cf. M.Ant.9.11. 4 of men, good, kindly, δούλῳ . . χ. γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς Antiph.265; ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν Men.Mon.556, cf. Philem.227; ὁ χ., ὡς ἔοικε, καὶ χρηστοὺς ποιεῖ Men.203b, cf. Plu.Phoc.10; χ. περί τινα D.59.2; ἐπί τινας Ev.Luc.6.35; εἰς ἀλλήλους Ep.Eph.4.32. b sts. simple, silly, like εὐήθης, χρηστὸς εἶ ὅτι ἡγῇ... you're a nice fellow, to think that... Pl.Phdr.264b, cf. Tht.161a; ὦ χρηστέ D.18.318. 5 of a man, strong, able in body for sexual intercourse, = γυναικὶ χρῆσθαι δυνάμενος, Hp.Genit.2. 6 of the dead, whence χρηστὸν ποιεῖν = ἀποκτιννύναι, in a treaty between the Spartans and Tegea, Arist.Fr. 592. III Adv. -τῶς well, properly, Hdt.4.117, Hp.Art.32; χ. ἔχειν Ar.Ec.219; σκευάσαι χ. τοὖψον Alex.149.6.: ironically, χ. τὴν πατρίδα ἐπετρόπευσας Hdt.3.36.
German (Pape)
[Seite 1376] adj. verb. von χράομαι, 1) brauchbar, nützlich, tauglich, Her., übh. gut in seiner Art, seiner Bestimmung entsprechend, τινί, bequem wozu zu gebrauchen, 7, 215; τὰ χρηστά, nützliche Dienste, Wohlthaten, ἔς τινα, 1, 41. 42; übh. gut, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά Aesch. Pers. 224; Soph. öfter, z. B. φρένες χρησταί, γνώμας ἔχων χρηστάς, Ant. 299. 632; oft bei Eur.; χρηστόν τι πράττων Ar. Plut. 341; Ggstz von μοχθηρός, z. B. οἰκία Plat. Gorg. 504 b; ὅ τι χρηστὸν ἢ πονηρὸν περὶ τὸ σῶμα Prot. 313 d, u. sonst; – heil- oder glückbringend, θεοί Her. 8, 111; dah. auch τελευτὴ χρηστή, ein glückliches Ende, 8, 157; von Opfern u. Vorbedeutungen, Glück verheißend, ἱρά, σφάγια χρηστά, 5, 44. 9, 61. 62; – heilsam für Etwas, τινός, z. B. χρηστὰ τῶν νεύρων, heilsam für die Sehnen, Ael. – Bei den Gramm. = gebräuchlich, üblich, Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 360. – 2) vom Menschen gut, brav, bieder; Ggstz von πονηρός Soph. Phil. 435, wo der Nebenbegriff »tapfer« ist; von κακός O. R. 610 Ant. 516; ὁ ἐσθλὸς χρηστός ἐστ' ἀεί Eur. Hec. 598; treu-, gutherzig, einfach, Plat. öfter; einfältig, im guten u. im schlimmen Sinne, dumm, gemein, wie εὐήθης, Plat. Theaet. 161 a, öfter, u. Folgde. – Wie χρήσιμος von Staatsbürgern = um den Staat verdient, verdienstvoll, Dem. Lpt. 7; – οἱ χρηστοί, die ersten, vornehmsten Familien im Staate, optimates. – Vom Manne = tüchtig zum Beischlaf, od. der eine Frau gebrauchen kann, Hippocr. – Adv., χρηστῶς ἔχειν Ar. Eccl. 219.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χράομαι· - ἐπὶ πραγμάτων ὡς τὸ χρήσιμος, ὁ χρησιμεύων εἴς τι, ὠφέλιμος, τινι Ἡρόδ. 7. 215., 3. 78· χρ. ἐπίπλοα ὁ αὐτ. 1. 94· γῆ Εὐρ. Ἑκ. 594· αἱ χρ. μέλιτται, ἀντίθετον τῷ οἱ κηφῆνες, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 21· - συχνάκις ἐπὶ καλῆς ἢ ὑγιεινῆς τροφῆς, μελίτωμα Βατραχομ. 39· ποτόν, σῖτος Πλάτ. Πολ. 438Α· χρηστή ... ῥάφανος Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 8· ὄψον Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 28· κτλ.· - καθόλου, πολιτεία Ἰσοκρ. 260D· βίος Αἰσχίνης 25. 32· ἐπὶ θυμάτων καὶ οἰωνῶν, προμηνύων ἀγαθόν, αἴσιος, εὔτυχής, ἱρά, σφάγια Ἡρόδ. 5. 44., 9. 61, 62· τελευτὴ χρηστή, εὐτυχὲς τέλος, ὁ αὐτ. 7. 157· εἰ ... τοῦτό γε δοκέειμ ἡμῖν εἶναι χρηστὸν ὁ αὐτ. 5. 92, 1· - τὰ χρηστά, ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτ. 1. 41, 42· χρηστὰ φέρειν ὁ αὐτ. 4. 139· χρηστὰ συμβουλεύειν, ἐπιτηδεύειν Ἀριστοφ. Νεφ. 793, Ἀντιφῶν 123. 23· χρηστὰ λέγειν, πράττειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 186, 246, κλπ.· ἀλλά, τὰ χρηστά, ὡσαύτως, = εὐτυχὲς ἀποτέλεσμα, εὐχάριστον τέλος, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 228· ὡσαύτως, res secundae, Εὐριπ. Ἑκάβ. 1227. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἀντίθετον τῷ μοχθηρός, πονηρός, Πλάτ. Γοργ. 504Α, Πρωταγ. 313D· τὸ χρηστόν, ἀντίθετον τῷ τὸ αἰσχρόν, Σοφ. Φιλ. 476· χρηστός, ἀντίθετον τῷ λυπρός, Εὐρ. Μήδ. 601· - ἀλλά, λῦπαι χρησταὶ, αἱ ἔχουσαι καλὸν ἀποτέλεσμα, Πλάτ. Γοργ. 499Ε. 3) καλός, ὑγιεινός, ὠφέλιμος, τῶν νεύρων, διὰ τοὺς τένοντας, ὡς το ἀγαθός, Αἰλ. π. Ζ. 14. 21. 4) καλὸς εἰς τὸ ἔργον του, ἀποτελεσματικὸς (ἔτι καὶ πρὸς κακόν), τραῦμα, δῆγμα Λουκ. Λαπίθ. 44, Ἀλέξανδρ. 55. 5) παρὰ τοις γραμματ., ὁ ἐν χρήσει ὤν, συνήθης, Schäf. Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 360, πρβλ. 21. 8. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀγαθός, ἱκανός, μάλιστα ἐν πολέμῳ, ἀνδρεῖος, γενναῖος, Ἡρόδ. 5. 109., 6. 13, Σοφ. Φιλ. 437, κλπ.· καθόλου, καλός, τίμιος, ἀξιόπιστος, Σοφ. Ο. Τ. 610· οἰκέται Ξεν. Οἰκ. 9. 5· ἐπὶ γυναικῶν, ἐρεῖ τις ὡς Κλυταιμνήστρα κακή, Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστὴν Εὔβουλος ἐν «Χρυσίλλῃ» 1. 10, κἑξ.· πρβλ. Μενάνδρου Μονόστ. 634· - ὡσαύτως ὡς τὸ χρήσιμος, ἐπὶ ἀγαθῶν, χρησίμων πολιτῶν, πιστὸς καὶ ἐπρωφελὴς τῇ πατρίδι, Θουκ. 3. 64, Δημ. 459. 10· χρ. περὶ πόλιν Λυσί. 142. 34· χρ. καὶ διλόπολις Ἀριστοφ. Πλ 900· περιληπτικῶς, ὀλίγον τὸ χρ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 783· - εἰρωνικῶς, οἱ χρ. πρέσβεις οὕτοι Δημ. 235. 23· - χρηστὴ μέλιττα, ἡ ἐργάτις, ἡ ἐργατικὴ μέλισσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 21· - συχνάκις ἐπὶ ἐπιταφίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 968, κ. ἀλλ.· - χρηστὸς πρός τι αὐτόθι 6324. 2) οἱ χρηστοί, ὡς οἱ ἀγαθοί, οἱ ἐκ καλῆς οἰκογενείας, εὐπατρίδαι, λατ. optimates, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 4 κἑξ.· πρβλ. ἀγαθός Ι. 1. 3) ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀγαθός, εὔνους, εὐμενής, ἐλεήμων, οἰκτίρμων, ἐπιδαψιλεύων ὑγείαν ἢ πλοῦτον, χρηστῶν θεῶν ἥκειν εὖ Ἡρόδ. 8. 111. 4) ἐπὶ ἀνθώπων, ἀγαθός, πρᾶος, ἤπιος, δούλῳ ... χρ. γενόμεός ἐστι δεσπότης πατρὶς Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 50· ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν Μενάνδρου Μονόστ. 556, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63b· ὁ χρηστός, ὡς ἔοικε, καὶ χρηστοὺς ποιεῖ Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 3, πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 10, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. δ΄, 32· ἐντεῦθεν, β) ἐνίοτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀνόητος, μωρός, ὡς τὸ εὐήθης· ὁ χρ. οὑτοσί, εἰρωνικῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 8· χρηστὸς εἶ ὅτι ἡγεῖ.., ἔξυπνος εἶσαι νὰ νομίζῃς ὅτι.., Πλάτων ἐν Φαίδρῳ 264Β, πρβλ. Θεαίτ. 161Α· ὦ χρηστὲ Δημ. 330, 27, πρβλ. 255. 13· ἐκλελάκτικεν ὁ χρ. ἡμῖν μοιχὸς Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10 (ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ἀντάλλαγον) ἴδε ἡδὺς ΙΙ, γλυκὺς 2. 2) ἐπὶ ἀνδρός, ἰσχυρὸς τὸ σῶμα, ἔχων σωματικὰς δυνάμεις ἱκανὰς πρὸς συνουσίαν, = γυναικὶ χρῆσθαι δυνάμενος, Ἱππ. 232 ἴδε Foës. Oec. -Πρβλ. χράω (Γ) Γ. ΙΙΙ. 2. καὶ χρῆσις. 6) κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπ. 550), οἱ Ἀρκάδες καὶ Σπαρτιᾶται ἐχρῶντο τῇ φράσει χρηστὸν ποιεῖν = ἀποκτείνειν· πρβλ. μάκαρ ΙΙΙ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, καλῶς, προσηκόντως, Ἡρόδ. 4. 117, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830· εἰρωνικῶς, χρ. ἐπετρόπευσας τὴν πατρίδα Ἡρόδ. 3. 36· χρ. ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 219· τὸν ὀψοποιὸν σκευάσαι χρηστῶς μόνον δεῖ τοὖψον Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 6.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
I. dont on peut se servir, p. suite :
1 de bonne qualité;
2 au mor. honnête, honorable, brave, vertueux : τὰ χρηστά ATT les choses bonnes, honorables;
3 noble ; οἱ χρηστοί XÉN les principaux citoyens, les grands;
4 heureux : χρηστὴ τελευτή HDT fin heureuse ; τὰ χρηστά ESCHL événements heureux;
5 bénin : τραῦμα LUC une blessure légère, bénigne ; δῆγμα LUC morsure légère;
II. qui rend service :
1 bon, dévoué, serviable, obligeant, empressé : τινι, περί τινα, à l’égard de qqn ; particul. bon citoyen, citoyen utile ; ironiq. débonnaire, simple, crédule, niais ; en apostrophe : ὦ χρηστέ DÉM mon bon !;
2 bienfaisant, secourable ; τὰ χρηστὰ ἔς τινα HDT les bienfaits à l’égard de qqn ; χρηστὰ τῶν νεύρων ÉL remèdes bons pour les nerfs ; χρηστοὶ θεοί HDT dieux secourables ; ἱρὰ χρηστά HDT sacrifices favorables, qui portent bonheur.
Étymologie: adj. verb. de χράομαι.
English (Strong)
from χράομαι; employed, i.e. (by implication) useful (in manner or morals): better, easy, good(-ness), gracious, kind.