ἔρρω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(Autenrieth)
(14)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ϝέρρω): go [[with]] [[pain]] or [[difficulty]], Od. 4.367; of the [[lame]] [[Hephaestus]], Il. 18.421; esp. imp. as [[imprecation]], ἔρρε, ἔρρετε, [[begone]]! Il. 8.164, Od. 10.72, , Il. 24.239; ἐρρέτω, ‘[[off]] [[with]] him!’ Od. 5.139; ‘[[let]] him go to Perdition!’ Il. 9.377; [[similarly]] the [[part]]., [[ἐνθάδε]] ϝέρρων, ‘[[coming]] [[hither]], to my [[ruin]],’ Il. 8.239, Il. 9.364.
|auten=(ϝέρρω): go [[with]] [[pain]] or [[difficulty]], Od. 4.367; of the [[lame]] [[Hephaestus]], Il. 18.421; esp. imp. as [[imprecation]], ἔρρε, ἔρρετε, [[begone]]! Il. 8.164, Od. 10.72, , Il. 24.239; ἐρρέτω, ‘[[off]] [[with]] him!’ Od. 5.139; ‘[[let]] him go to Perdition!’ Il. 9.377; [[similarly]] the [[part]]., [[ἐνθάδε]] ϝέρρων, ‘[[coming]] [[hither]], to my [[ruin]],’ Il. 8.239, Il. 9.364.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔρρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] ή [[βαδίζω]] [[αργά]] και με κόπο, [[ιδίως]] για τον Ήφαιστο που ήταν [[χωλός]] («αὐτὰρ ὁ ἔρρων [[πλησίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι [[μόνος]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]], [[μεταβαίνω]] [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]] στην [[καταστροφή]], στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ [[νηός]]» — πέφτοντας από το [[πλοίο]])<br /><b>4.</b> (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ [[ανάθεμα]] («ἐρρέτω Ἴλιον», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς [[κόρακας]]» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, [[φεύγα]], γκρεμοτσακίσου)<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) [[χάνομαι]], καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει [[δῆμος]] [[πανώλης]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔρρει τὰ θεῑα» — χάθηκε ο [[σεβασμός]] στους θεούς).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fέρσψω</i>, [[οπότε]] συνδέεται με το λατ. <i>verr</i><i>ō</i> «[[σαρώνω]], [[σκουπίζω]]» και τα αρχ. σλαβ. <i>vĭrxu</i>, <i>vr</i><i>ě</i><i>šti</i> «[[αλωνίζω]]». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή το διπλό -<i>ρρ</i>- ανάγεται σε -<i>ρσ</i>- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά [[κείμενα]], όπου όμως εμφανίζεται [[επίσης]] διπλό -<i>ρρ</i>-. Εν συνθέσει <b>αρχ.</b> απαντά μόνο στον τύπο της προστακτικής ενεστ. <i>ερρέτω</i> με τα προθήματα <i>αν</i>-, <i>απ</i>-, <i>εισ</i>-, <i>εξ</i>-, <i>περι</i>-].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρρω Medium diacritics: ἔρρω Low diacritics: έρρω Capitals: ΕΡΡΩ
Transliteration A: érrō Transliteration B: errō Transliteration C: erro Beta Code: e)/rrw

English (LSJ)

(A), Locr. ϝέρρω (v. infr.), fut.

   A ἐρρήσω h.Merc.259, Ar. (v. infr.): aor. 1 ἤρρησα Id.Ra.1192 : pf. ἤρρηκα (εἰσ-) Id.Th.1075:— go slowly : ἔρρων limping, of Hephaestus, Il.18.421 ; ἥ μ' οἴῳ ἔρροντι συνήντετο met me wandering alone, Od.4.367.    II go or come to one's own harm, ἐνθάδε ἔρρων Il.8.239,9.364 ; ὑπὸ γαίῃ ἐρρήσεις h.Merc. l.c.; ἄτιμος ἔρρειν A.Eu.884 ; ὡς Πόλυβον ἤρρησεν he went with a murrain to Polybus, Ar.Ra.1192, cf.Lys.336 (lyr.).    2 mostly in imper., ἔρρε away ! begone ! Il.8.164, Thgn.601 ; ἔρρ' οὕτως Il.22.498 : pl., ἔρρετε 24.239, A.R.3.562 : 3sg., ἐρρέτω away with him, let him go to ruin, Il.20.349, Od.5.139 ; ἀσπὶς ἐκείνη ἐρρέτω Archil.6.4 ; in a legal formula, αὐτὸς μὲν ϝερρέτω Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B. C.), cf.Schwyzer 415 (Elis, v B. C.); ϝάρρην ib.409; ἐρρέτω Ἴλιον perish Troy ! S.Ph.1200 (anap.) : with a Prep., ἔρρ' ἐκ νήσου θᾶσσον Od.10.72 ; ἔρρ' ἀπ' ἐμεῖο Theoc.20.2 ; ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59 ; in Att. strengthd., ἔρρ' ἐς κόρακας go hang! Ar.Pl.604 (anap.), Pherecr.70.5, etc.; ἐς κόρακας ἔρρειν φασὶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alex.94.5 ; ἔρρε εἰς ὄλεθρόν τε καὶ Ἄβυδον Lys.Fr.5a : opt. ἔρροις AP5.2 (Antip. Thess.): part., ἔρρων νυν αὐτὸς χἡ ξυνοικήσασά σοι.. γηράσκετ' E.Alc. 734 : fut., οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; Ar.Lys.1240, Pax 500 ; εἰ μὴ 'ρρήσεθ' Id.V.1329 (lyr.).    3 of persons and things, to be clean gone, perish, disappear, ἔρρων ἐκ ναός A.Pers.964 (lyr.); ἔρρει πανώλης ib.732 (troch.); ἄφαντος ἔρρει S.OT560, cf.Pl.Lg.677c; ἔρρει ταῦτα ἐκ τῆς αὑτῶν χώρας Id.Phlb.24d ; ἔρρειν ἐκ τῆς τοῦ εἶναι ἕδρας Plot.3.7.4 ; ἔρρει τὰ κᾶλα the ships are lost, Hippocr. ap. X.HG1.1.23 (prob.) ; ἔρρει πᾶσ' Ἀφροδίτα A.Ag.419 (lyr.) ; ἔρρει τὰ θεῖα the honour due to the gods is gone, S.OT910 (lyr.) ; ἔρρει δέμας φλογιστόν Id.El.57 ; ἔρρεις μάτην E.Hel.1220 ; θανόντας ἔρρειν Id.Supp. 1113 ; ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις from what fortunes hast thou fallen, Id.IT379 ; ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα X.Smp.1.15, cf. Cyr.6.1.3.
ἔρρω (B), Aeol. for ἔρω, EM90.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρρω: μέλλ. ἐρρήσω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259, Ἀριστοφ. (ἴδε κατωτ.): ἀόριστ. ἤρρησα, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1192 (πρβλ. ἀν-, εἰσέρρω): πρκμ. ἤρρηκα (εἰσ-), ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1075. (Ἐκ τῆς √FΕΡΡ, ἴδε Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. ἀπόFερσε). Πορεύομαι βραδέως καὶ μετὰ κόπου, μόλις δύναμαι νὰ περιπατήσω διὰ χωλότητα, ὅθεν καὶ περὶ τοῦ Ἡφαίστου λέγει ὁ Ὅμ. αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον, ἔνθα Θέτις περ, ἐπὶ θρόνου ἷζε φαεινοῦ Ἰλ. Σ. 421· ἥ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο, μὲ συνήντησε πλανώμενον μόνον, Ὀδ. Δ. 367, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259. 2) ἁπλῶς, πορεύομαι, ὑπάγω, ἐς τὰς ἑορτὰς Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 76, πρβλ. 2556. 39. ΙΙ. κατὰ κακὴν μου τύχην ἢ πρὸς ἐμὴν βλάβην ἔρχομαιὑπάγω που ὅπου κάλλιον νὰ ἔσπανε τὸ πόδι μου παρὰ νὰ ἐπήγαινα, ἐνθάδε ἔρρων, «ἐπὶ φθορὰν παραγενόμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 239, Ι. 364, συχν. παρ’ Ἀττ., Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας ἐπ’ ἀκταῖς Σαλαμινιάσι, πίπτοντας ἐκ τῆς Τυρίας νεώς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 963, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 379, Πλάτ. Φίλ. 24D· ἄτιμος ἔρρειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 884· ὡς Πόλυβον ἤρρησεν, ἦλθε πρὸς αὐτόν, ἐπὶ λύμῃ, ὅπου εἴθε νὰ μὴ μετέβαινεν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1192, πρβλ. Λυσ. 336. 2) τὸ πλεῖστον κατὰ προστ. ἔρρε, abi in malam rem, «κρημνίσου!» «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», Ἰλ. Θ. 164, Θέογν. 601· ἔρρ’ οὕτως Ἰλ. Χ. 498· προσέτι, ἔρροις Εὐρ. Ἄλκ. 734, Ἀνθ. Π. 5. 3· ὡσαύτως κατὰ πληθ., ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες Ἰλ. Ω. 239, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 562· καὶ ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ἐρρέτω, ἂς ὑπάγῃ εἰς τὸν κόρακα, ἐρρέτω, οὒ οἱ θυμὸς ἐμεῦ ἔτι πειρηθῆναι ἔσσεται Ἰλ. Υ. 349. Ὀδ. Ε. 139· ἀσπὶς ἐκείνη ἐρρέτω Ἀρχίλ. 5· ἐρρέτω Ἴλιον, ἀπόλοιτο, Σοφ. Φιλ. 1200· μετὰ προθ., ἔρρ’ ἐκ νήσου θᾶσσον, Λατ. aufer te hinc ocius, Ὀδ. Κ. 72· ἔρρ’ ἐκ προσώπου Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 41 (ἔκδ. Crusii)· ἔρρ’ ἀπ’ ἐμεῖο Θεόκρ. 20. 2· παρ’ Ἀττ. μετὰ προσθήκης καὶ ἄλλης λέξεως πρὸς ἐπίστασιν, ἔρρ’ ἐς κόρακας, Λατ. pasce corvos, «πήγαινε ’ς τὸν διάβολον», Ἀριστοφ. Πλ. 604· ἔρρ’ ἐς κόρακας... ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ»1· οὕτως οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; δὲν θὰ ξεκκουμβισθῆτε ’ς τὸν διάβολον; Ἀριστοφ. Λυσ. 1240, Εἰρ. 500· εἰ μὴ ’ρρήσετ’ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320. 3)παρ’ Ἀττ., χάνομαι, ἀπόλλυμαι, ἐξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, ὡς τὸ οἴχομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· ἔρρει πανώλης ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· ἄφαντος ἔρρει Σοφ. Ο. Κ. 560· ἔρρει τὰ θεῖα, ἐχάθη ἡ εἰς τοὺς θεοὺς ὀφειλομένη τιμή, αὐτόθι 910· ἔρρει δέμας φλογιστὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 57· ἔρρει μάτην Εὐρ. Ἑλ. 1220· θανόντας ἔρρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1113· ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις, ἐκ τίνων εὐτυχιῶν ἔχεις ἐκπέσει, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 389· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. acrum est de me! Ξεν.· Συμπ. 1. 15, πρβλ. Κύρ. 6. 1, 3. Πλάτ. Νόμ. 677 C· ἔρρει τὰ καλά, ἡ εὐτυχία παρῆλθεν, Ἱπποκρ. ἐπιστολεὺς τοῦ Μινδάρου παρὰ Ξεν. ἐν τοῖς Ἑλλ. 1. 1, 23, ἔνθα αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν ἔρρει τὰ κᾶλα (Bergk), δηλ. τὰ πλοῖα κατεστράφησαν, ἴδε τὴν λέξιν κᾶλον.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., f. ἐρρήσω, ao. ἤρρησα;
1 aller lentement, particul. aller péniblement, errer tristement;
2 p. ext. aller sous de mauvais auspices, aller à sa perte : ἔρρ’ ἐς κόρακας AR va-t’en aux corbeaux càd au diable ; ἐρρέτω SOPH qu’il périsse ! ἔρρετε IL puissiez-vous périr ! ἔρροις EUR puisses-tu périr !;
3 tomber en ruines, déchoir, périr : Βακτρίων δ’ ἔρρει πανώλης δῆμος ESCHL le peuple des Bactriens s’en est allé entièrement détruit ; ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα XÉN mes affaires vont mal, c’en est fait de moi, je suis perdu.
Étymologie: p. Ϝέρρω, de la R. Ϝερσ, aller, cf. lat. errare.

English (Autenrieth)

(ϝέρρω): go with pain or difficulty, Od. 4.367; of the lame Hephaestus, Il. 18.421; esp. imp. as imprecation, ἔρρε, ἔρρετε, begone! Il. 8.164, Od. 10.72, , Il. 24.239; ἐρρέτω, ‘off with him!’ Od. 5.139; ‘let him go to Perdition!’ Il. 9.377; similarly the part., ἐνθάδε ϝέρρων, ‘coming hither, to my ruin,’ Il. 8.239, Il. 9.364.

Greek Monolingual

ἔρρω (Α)
1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.)
και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.)
2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου
3. βαδίζω στην καταστροφή, στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ νηός» — πέφτοντας από το πλοίο)
4. (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ ανάθεμα («ἐρρέτω Ἴλιον», Σοφ.)
β) φρ. «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς κόρακας» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, φεύγα, γκρεμοτσακίσου)
5. (για πρόσωπα και πράγματα) χάνομαι, καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει δῆμος πανώλης», Αισχύλ.
β. «ἔρρει τὰ θεῑα» — χάθηκε ο σεβασμός στους θεούς).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη ανάγεται σε αρχικό τ. Fέρσψω, οπότε συνδέεται με το λατ. verrō «σαρώνω, σκουπίζω» και τα αρχ. σλαβ. vĭrxu, vrěšti «αλωνίζω». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την άποψη αυτή το διπλό -ρρ- ανάγεται σε -ρσ- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά κείμενα, όπου όμως εμφανίζεται επίσης διπλό -ρρ-. Εν συνθέσει αρχ. απαντά μόνο στον τύπο της προστακτικής ενεστ. ερρέτω με τα προθήματα αν-, απ-, εισ-, εξ-, περι-].