destruir: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐξαϊστόω]], [[ἀθετέω]], [[ἀπαλοάω]], [[ἀναβοθρεύω]], [[ἐκριζόω]], [[ἀντανάητω]], [[ἑλκύω]], [[ἀποκρούω]], [[ἐκτραχηλιάζω]], [[διαπράσσω]], [[ἐξαλείφω]], [[ἐξαλαόω]], [[ἐκτυφλόω]], [[διασήπω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἐκθερίζω]], [[δηλέομαι]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀποποιέω]], [[διεργάζομαι]], [[διασκεδάζω]], [[διαρπάζω]], [[διαφθορέω]], [[διαπολλύω]], [[διακνημόομαι]], [[ἐκκνημόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποθεμελιόω]], [[διαρραίω]], [[ἀνταπόλλυμι]], [[διαλωβάομαι]], [[ἀπόλλω]], [[διαφθείρω]], [[διαπορθέω]], [[ἀποκατασπάω]], [[διόλλυμι]], [[ἐξαλαπάζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασκίδνημι]], [[ἀνοικίζω]], [[ἐκπετάννυμι]], [[δαπανάω]], [[ἀφανίζω]], [[ἀνταναιρέω]], [[ἀναστατόω]], [[αἴρω]], [[ἐναίρω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[δῃόω]], [[ἀποτυμπανίζω]], [[ἀμαυρόω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἐκπορθέω]], [[ἀπογεννάω]], [[ἀπονεκρόω]], [[δαΐζω]], [[ἀνύω]], [[ἀμαθύνω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἀποτινάσσω]], [[ἐκπέρθω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀλαπάζω]] | |sltx=[[ἐξαϊστόω]], [[ἀθετέω]], [[ἀπαλοάω]], [[ἀναβοθρεύω]], [[ἐκριζόω]], [[ἀντανάητω]], [[ἑλκύω]], [[ἀποκρούω]], [[ἐκτραχηλιάζω]], [[διαπράσσω]], [[ἐξαλείφω]], [[ἐξαλαόω]], [[ἐκτυφλόω]], [[διασήπω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἐκθερίζω]], [[δηλέομαι]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀποποιέω]], [[διεργάζομαι]], [[διασκεδάζω]], [[διαρπάζω]], [[διαφθορέω]], [[διαπολλύω]], [[διακνημόομαι]], [[ἐκκνημόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποθεμελιόω]], [[διαρραίω]], [[ἀνταπόλλυμι]], [[διαλωβάομαι]], [[ἀπόλλω]], [[διαμαθύνω]], [[διαφθείρω]], [[διαπορθέω]], [[ἀποκατασπάω]], [[διόλλυμι]], [[ἐξαλαπάζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασκίδνημι]], [[ἀνοικίζω]], [[ἐκπετάννυμι]], [[δαπανάω]], [[ἀφανίζω]], [[ἀνταναιρέω]], [[ἀναστατόω]], [[αἴρω]], [[ἐναίρω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[δῃόω]], [[ἀποτυμπανίζω]], [[ἀμαυρόω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἐκπορθέω]], [[ἀπογεννάω]], [[ἀπονεκρόω]], [[δαΐζω]], [[ἀνύω]], [[ἀμαθύνω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἀποτινάσσω]], [[ἐκπέρθω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀλαπάζω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:38, 14 May 2022
Spanish > Greek
ἐξαϊστόω, ἀθετέω, ἀπαλοάω, ἀναβοθρεύω, ἐκριζόω, ἀντανάητω, ἑλκύω, ἀποκρούω, ἐκτραχηλιάζω, διαπράσσω, ἐξαλείφω, ἐξαλαόω, ἐκτυφλόω, διασήπω, ἀποκείρω, ἀποθερίζω, ἐκθερίζω, δηλέομαι, ἀνατρέπω, ἀποποιέω, διεργάζομαι, διασκεδάζω, διαρπάζω, διαφθορέω, διαπολλύω, διακνημόομαι, ἐκκνημόω, ἀποφθείρω, ἀποθεμελιόω, διαρραίω, ἀνταπόλλυμι, διαλωβάομαι, ἀπόλλω, διαμαθύνω, διαφθείρω, διαπορθέω, ἀποκατασπάω, διόλλυμι, ἐξαλαπάζω, διασκορπίζω, διασκίδνημι, ἀνοικίζω, ἐκπετάννυμι, δαπανάω, ἀφανίζω, ἀνταναιρέω, ἀναστατόω, αἴρω, ἐναίρω, ἀναλίσκω, ἀπόλλυμι, δῃόω, ἀποτυμπανίζω, ἀμαυρόω, ἀποφθίνω, ἐκπορθέω, ἀπογεννάω, ἀπονεκρόω, δαΐζω, ἀνύω, ἀμαθύνω, ἐκκόπτω, ἀποτινάσσω, ἐκπέρθω, ἀναχράομαι, ἀπαναλίσκω, ἀλαπάζω