rechazar: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(3)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀμύνω]], [[ἀκυρόω]], [[ἀθετέω]], [[ἀπεῖπον]], [[ἐκνεύω]], [[ἐκβάλλω]], [[ἀποκρούω]], [[ἀμέργω]], [[ἀπελαύνω]], [[ἀποδιοπομπέομαι]], [[ἀποκόπτω]], [[ἀπολακτίζω]], [[ἀπαναίνομαι]], [[ἀποστέργω]], [[ἀποπέμπω]], [[διαφορίζω]], [[ἀνακόπτω]], [[ἀποτρίβω]], [[ἀποποιέω]], [[ἀπομύσσω]], [[ἀπείργω]], [[ἀπωθέω]], [[ἀνανεύω]], [[ἀνωθέω]], [[ἀλλοτριόω]], [[ἀποσκορακίζω]], [[ἐκκρίνω]], [[ἀπολέγω]], [[διαπτύω]], [[ἀποσοβέω]], [[ἐκδιώκω]], [[ἐξαπωθέω]], [[διανεύω]], [[ἀποστρέφω]], [[ἀποφεύγω]], [[διωθέω]], [[ἀπόμνυμι]], [[ἀναζεύγνυμι]], [[διαμάχομαι]], [[διώκω]], [[διαγογγύζω]], [[ἐξαρνέομαι]], [[ἀρνέομαι]], [[ἀποπροάγω]], [[ἐγκακέω]], [[ἀπομάχομαι]], [[ἀντιλέγω]], [[διαβάλλω]], [[δίεμαι]], [[ἐλέγχω]], [[ἀποπλήσσομαι]], [[ἀπαγορεύω]], [[ἐκδύω]], [[ἀπερητύω]], [[διεξωθέω]], [[ἀποδοκιμάω]], [[ἀνταναβάλλω]], [[ἀνυπερθετέω]], [[ἀπαμύνω]], [[ἀνειλέω]], [[ἀποσκυβαλίζω]], [[ἀποπροσποιέομαι]], [[διανωθέω]], [[ἀποδοκιμάζω]], [[ἀναίνομαι]], [[ἀποφιμόω]], [[ἀποψηφίζομαι]], [[ἀπεύχομαι]], [[ἀπογιγνώσκω]], [[ἀποστερέω]], [[ἐκκόπτω]], [[διακρούω]], [[ἀποσείω]], [[ἀναστέλλω]], [[ἀποβάλλω]], [[ἀπορρίπτω]]
|sltx=[[ἀμύνω]], [[ἀκυρόω]], [[ἀθετέω]], [[ἀπεῖπον]], [[ἐκνεύω]], [[ἐκβάλλω]], [[ἀποκρούω]], [[ἀμέργω]], [[ἀπελαύνω]], [[ἀποδιοπομπέομαι]], [[ἀποκόπτω]], [[ἀπολακτίζω]], [[ἀπαναίνομαι]], [[ἀποστέργω]], [[ἀποπέμπω]], [[διαφορίζω]], [[ἀνακόπτω]], [[ἀποτρίβομαι]], [[ἀποτρίβεσθαι]], [[ἀποποιέω]], [[ἀπομύσσω]], [[ἀπείργω]], [[ἀπωθέω]], [[ἀνανεύω]], [[ἀνωθέω]], [[ἀλλοτριόω]], [[ἀποσκορακίζω]], [[ἐκκρίνω]], [[ἀπολέγω]], [[διαπτύω]], [[ἀποσοβέω]], [[ἐκδιώκω]], [[ἐξαπωθέω]], [[διανεύω]], [[ἀποστρέφω]], [[ἀποφεύγω]], [[διωθέω]], [[ἀπόμνυμι]], [[ἀναζεύγνυμι]], [[διαμάχομαι]], [[διώκω]], [[διαγογγύζω]], [[ἐξαρνέομαι]], [[ἀρνέομαι]], [[ἀποπροάγω]], [[ἐγκακέω]], [[ἀπομάχομαι]], [[ἀντιλέγω]], [[διαβάλλω]], [[δίεμαι]], [[ἐλέγχω]], [[ἀποπλήσσομαι]], [[ἀπαγορεύω]], [[ἐκδύω]], [[ἀπερητύω]], [[διεξωθέω]], [[ἀποδοκιμάω]], [[ἀνταναβάλλω]], [[ἀνυπερθετέω]], [[ἀπαμύνω]], [[ἀνειλέω]], [[ἀποσκυβαλίζω]], [[ἀποπροσποιέομαι]], [[διανωθέω]], [[ἀποδοκιμάζω]], [[ἀναίνομαι]], [[ἀποφιμόω]], [[ἀποψηφίζομαι]], [[ἀπεύχομαι]], [[ἀπογιγνώσκω]], [[ἀποστερέω]], [[ἐκκόπτω]], [[διακρούω]], [[ἀποσείω]], [[ἀναστέλλω]], [[ἀποβάλλω]], [[ἀπορρίπτω]]
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 22 November 2024

Spanish > Greek

ἀμύνω, ἀκυρόω, ἀθετέω, ἀπεῖπον, ἐκνεύω, ἐκβάλλω, ἀποκρούω, ἀμέργω, ἀπελαύνω, ἀποδιοπομπέομαι, ἀποκόπτω, ἀπολακτίζω, ἀπαναίνομαι, ἀποστέργω, ἀποπέμπω, διαφορίζω, ἀνακόπτω, ἀποτρίβομαι, ἀποτρίβεσθαι, ἀποποιέω, ἀπομύσσω, ἀπείργω, ἀπωθέω, ἀνανεύω, ἀνωθέω, ἀλλοτριόω, ἀποσκορακίζω, ἐκκρίνω, ἀπολέγω, διαπτύω, ἀποσοβέω, ἐκδιώκω, ἐξαπωθέω, διανεύω, ἀποστρέφω, ἀποφεύγω, διωθέω, ἀπόμνυμι, ἀναζεύγνυμι, διαμάχομαι, διώκω, διαγογγύζω, ἐξαρνέομαι, ἀρνέομαι, ἀποπροάγω, ἐγκακέω, ἀπομάχομαι, ἀντιλέγω, διαβάλλω, δίεμαι, ἐλέγχω, ἀποπλήσσομαι, ἀπαγορεύω, ἐκδύω, ἀπερητύω, διεξωθέω, ἀποδοκιμάω, ἀνταναβάλλω, ἀνυπερθετέω, ἀπαμύνω, ἀνειλέω, ἀποσκυβαλίζω, ἀποπροσποιέομαι, διανωθέω, ἀποδοκιμάζω, ἀναίνομαι, ἀποφιμόω, ἀποψηφίζομαι, ἀπεύχομαι, ἀπογιγνώσκω, ἀποστερέω, ἐκκόπτω, διακρούω, ἀποσείω, ἀναστέλλω, ἀποβάλλω, ἀπορρίπτω