περιρρήγνυμι: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(T22) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(L T Tr WH περιρήγνυμι, [[with]] [[one]] rho ῥ; [[see]] the [[preceding]] [[word]]): 1st aorist participle plural περιρρήξαντες; ([[περί]] and ῤήγνυμι); to [[break]] [[off]] on [[all]] sides, [[break]] [[off]] [[all]] [[round]] (cf. [[περί]], III:1): τό [[ἱμάτιον]], to [[rend]] or [[tear]] [[off]] [[all]] [[around]], [[Aeschylus]] sept. 329; [[Demosthenes]], p. 403,3; [[Polybius]] 15,33, 4; Diodorus 17,35. | |txtha=(L T Tr WH περιρήγνυμι, [[with]] [[one]] rho ῥ; [[see]] the [[preceding]] [[word]]): 1st aorist participle plural περιρρήξαντες; ([[περί]] and ῤήγνυμι); to [[break]] [[off]] on [[all]] sides, [[break]] [[off]] [[all]] [[round]] (cf. [[περί]], III:1): τό [[ἱμάτιον]], to [[rend]] or [[tear]] [[off]] [[all]] [[around]], [[Aeschylus]] sept. 329; [[Demosthenes]], p. 403,3; [[Polybius]] 15,33, 4; Diodorus 17,35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και περιρρηγνύω Α [[ρήγνυμι]] / [[ρηγνύω]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]], [[διασπώ]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[ξεσχίζω]] και [[αφαιρώ]] από κάποιον, [[αποσπώ]] («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>4.</b> [[διαρρηγνύω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρήγνυμαι</i><br />(για [[κέλυφος]] ή υμένα που [[μέσα]] βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι [[ολόγυρα]] («περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νεκρή [[σάρκα]]) ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]]<br /><b>7.</b> [[στρέφω]], [[εκτρέπω]] την [[κοίτη]] ποταμού για να διασχίσει κάποιο [[μέρος]] («τὸν Νεῑλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε [[πολλά]] κομμάτια («τοῡ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῑλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι [[γύρω]] από έναν [[τόπο]] («βρονταὶ περιερρήγνυντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσαράζω]] [[πλοίο]], το [[σπάζω]] ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... [[σκόπελον]] περιρρήξαντες τὸ... [[σκαφίδιον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)<br /><b>12.</b> (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) [[ξεσχίζω]] τα ρούχα μου, [[είμαι]] με σχισμένα ρούχα, [[είμαι]] [[γυμνός]] (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.<br />β. «[γυναῑκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄρος]] περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο [[γύρω]] [[γύρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
and περιρρηγνύω (Plu.Publ.6),
A break off all round, τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.Criti.113d : freq. of clothes, rend and tear off, τὸν χιτωνίσκον D.19.197 ; τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4 : also c. acc. pers., strip, Parth. 15.3 :—Med., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off her own garments, Plu.Ant.77, cf. Ph.2.44 : abs., J.AJ9.7.3, Arr.An.7.24.3, D.Chr.35.9 ; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12 :—Pass., with aor. 2 -ερράγην, intr. pf. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.Th.328 (lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish, περιρρήγνυται τὸ κέλυφος Arist.HA551a23, cf. 552a6 ; περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον ib. 601a13 (so in Act., ἡ σχάδων . . τὸν ὑμένα περιρρήξας (sic) ἐκπέταται ib. 554a30.—Med., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα ib.552a9); πέτρα περιρραγεῖσα ib.578b22 ; of dead flesh, break away, Hp.Fract. 26. II cause a stream to break or divide round a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31 :—Pass., τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος Hdt.2.16, cf. Ael.NA7.24 ; βρονταὶ περιερρήγνυντο kept breaking round a place, Plu.Crass. 19. III break a thing round or on another, wreck, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.Merc.Cond.2, cf. Poll.1.114 ; ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61. IV ὄρος περιερρωγός broken all round, i.e. precipitous, Nic.Dam.1 J.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρήγνῡμι: καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· συχν. ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζω ὁλόγυρα, σχίζω καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ οἰκέτης Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ ἑαυτοῦ ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ ὄστρακον αὐτόθι 8. 17, 10· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας [[[οὕτως]]] ἐκπέταται αὐτόθι 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα αὐτόθι 5. 19, 17)· ὡσαύτως, πέτρα περιρραγεῖσα αὐτόθι 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, καταρρέω, ἐκπίπτω, Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. κάμνω ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D οὕτως ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος, διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο περί τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε περισχίζω. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι περί τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61.
French (Bailly abrégé)
f. περιρρήξω, ao. περιέρρηξα, pf.2 au sens intr. περιέρρωγα;
briser ou déchirer autour : σκαφίδιον πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, càd séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; en parl. de vêtements déchirer, acc.;
Moy. περιρρήγνυμμαι;
1 tr. déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;
2 intr. se briser autour ; éclater autour ; en parl. d’un fleuve se diviser en deux ou plusieurs branches.
Étymologie: περί, ῥήγνυμι.
English (Thayer)
(L T Tr WH περιρήγνυμι, with one rho ῥ; see the preceding word): 1st aorist participle plural περιρρήξαντες; (περί and ῤήγνυμι); to break off on all sides, break off all round (cf. περί, III:1): τό ἱμάτιον, to rend or tear off all around, Aeschylus sept. 329; Demosthenes, p. 403,3; Polybius 15,33, 4; Diodorus 17,35.
Greek Monolingual
και περιρρηγνύω Α ρήγνυμι / ρηγνύω
1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.)
2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)
3. απογυμνώνω
4. διαρρηγνύω γύρω γύρω κάτι («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», Αριστοτ.)
5. παθ. περιρρήγνυμαι
(για κέλυφος ή υμένα που μέσα βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι ολόγυρα («περιρρήγνυται τὸ κέλυφος καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», Αριστοτ.)
6. (για νεκρή σάρκα) ξηραίνομαι, αδυνατίζω, χωνεύω
7. στρέφω, εκτρέπω την κοίτη ποταμού για να διασχίσει κάποιο μέρος («τὸν Νεῑλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)
8. παθ. α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε πολλά κομμάτια («τοῡ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῑλος», Ηρόδ.)
β) ξεσπώ, εκρήγνυμαι γύρω από έναν τόπο («βρονταὶ περιερρήγνυντο», Πλούτ.)
10. προσαράζω πλοίο, το σπάζω ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... σκόπελον περιρρήξαντες τὸ... σκαφίδιον», Λουκιαν.)
11. πετώ, ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)
12. (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) ξεσχίζω τα ρούχα μου, είμαι με σχισμένα ρούχα, είμαι γυμνός (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.
β. «[γυναῑκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)
13. φρ. «ὄρος περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο γύρω γύρω.