ἕξις: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(T22) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἕξεως, ἡ ([[ἔχω]], [[future]] [[ἕξω]]), a [[habit]], [[whether]] of [[body]] or of [[mind]] ([[Xenophon]], [[Plato]], [[Aristotle]], others); a [[power]] [[acquired]] by [[custom]], [[practice]], [[use]] ("firma quaedam facilitas, quae apud Graecos [[ἕξις]] nominatur," Quintilian 10,1at the [[beginning]]); so ἐν [[τούτοις]] ἱκανήν ἕξιν περιποιησάμενος, Sir. prol. 7; ἕξιν ἔχειν γραμματικης, [[Polybius]] 10,47, 7; ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 21,7, 3; ἐν [[ἀστρολογία]] μεγίστην, Diodorus 2,31; λογικήν ἕξιν περιποιουμενος, [[Philo]], aleg. legg. 1,4). | |txtha=ἕξεως, ἡ ([[ἔχω]], [[future]] [[ἕξω]]), a [[habit]], [[whether]] of [[body]] or of [[mind]] ([[Xenophon]], [[Plato]], [[Aristotle]], others); a [[power]] [[acquired]] by [[custom]], [[practice]], [[use]] ("firma quaedam facilitas, quae apud Graecos [[ἕξις]] nominatur," Quintilian 10,1at the [[beginning]]); so ἐν [[τούτοις]] ἱκανήν ἕξιν περιποιησάμενος, Sir. prol. 7; ἕξιν ἔχειν γραμματικης, [[Polybius]] 10,47, 7; ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 21,7, 3; ἐν [[ἀστρολογία]] μεγίστην, Diodorus 2,31; λογικήν ἕξιν περιποιουμενος, [[Philo]], aleg. legg. 1,4). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἕξις:''' -εως, ἡ ([[ἔξω]], μέλ. του [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κτήση]], [[κατοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]] του σώματος, [[ιδίως]], λέγεται για [[καλή]] [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> νοητική [[κατάσταση]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἔχω): I (ἔχω trans.) having, being in possession of, possession, ἐπιστήμης ἕ., opp. κτῆσις, Pl.Tht.197b; νοῦ Id.Cra. 414b; ἡ τῶν ὅπλων Id.Lg.625c, cf. R.433e, Sph.247a, al., Arist. Metaph.1022b4; opp. στέρησις, ib.1055b13, S.E.P.3.49. 2 in surgery, posture, Hp.Off.3; ἕ. ἢ θέσις ib.15. II (ἔχω intr.) a being in a certain state, a permanent condition as produced by practice (πρᾶξις), diff. from σχέσις (which is alterable) (v. infr.): 1 state or habit of body, Id.Aph.2.34, cf. Pl.Tht.153b; ἕ. ὑγιεινή (so also X.Mem.1.2.4), opp. διάθεσις ἀθλητική, Hp.Alim.34; σχέσις καὶ ἕ. καὶ ἡλικίη Id.Mochl.41; ἡ φύσις καὶ ἡ ἕ. Id.Acut.43: pl., Thphr. Sens.69: generally, condition, ἐν ἕξει τοῦ δρᾶν D.H.Comp. 25; ἕ. λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος Hp.Art.12; τῷ θερμὴν ἕ. ἔχοντι Polystr. p.26W.; outward appearance, ἡ ἕ. τοῦ σώματος κρείσσων LXXDa. 1.15, cf. 1 Ki.16.7, Sm.La.4.7; habit of a vine, Thphr.CP3.14.5; of material objects, ὑπὸ μιᾶς ἕξεως συνέχεσθαι S.E.M.7.102, cf. Ph.2.511, Stoic.2.124,al. b medic., the system, Ath.2.45e, Mnesith. ib.54b, Paul.Aeg.3.59. 2 state or habit of mind, ἕ. κακίης Democr. 184; τὰς φύσεις τε καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Pl.Lg.650b, etc.; ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕ., opp. ἡ τῶν σωμάτων ἕ., Id.Tht.l.c.; πονηρᾶς ψυχῆς ἕξει ib.167b; λαμβάνειν ἕξιν τιμιωτέραν Id.R.591b. b esp. acquired habit, opp. ἐνέργεια, Arist.EN1098b33,al. 3 trained habit, skill, Pl.Phdr. 268e, Arist.Pr.955b1, Plb.10.47.7, D.S.2.29; τέχνη defined as ἕ. ἢ διάθεσις ἀπὸ παρατηρήσεως Phld.Rh.1.69S.; ἄκρα ἕ. D.H.Comp.11: c. gen., τὴν τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων ἕξιν Aristeas 121; ἕ. πολιτικῶν λόγων Phld.Rh.2.35 S. (Almost confined to Prose, but cf. Orph.A. 391.)
German (Pape)
[Seite 882] ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ παρουσία δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von στέρησις, S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c διάθεσις ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. πάθη, ἕξεις δὲ λέγω, καθ' ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen πρᾶξις u. ἐνέργεια, ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet ἕξις von φύσις u. ψυχή. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.
Greek (Liddell-Scott)
ἕξις: -εως, ἡ, (ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω). Ι. (ἔχω μεταβ.) τὸ ἔχειν ἢ κατέχειν τι, ἐπιστήμης ἕξις, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κτῆσις, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· νοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414Β· ἡ τῶν ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 625C· πρβλ. Πολ. 433Ε, Σοφιστ. 247Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20, 1 ΙΙ. (ἔχω ἀμεταβ.) τὸ εὑρίσκεσθαι ἔν τινι καταστάσει, διαρκὴς κατάστασις προκύπτουσα ἕνεκα συνηθείας ἢ ἀσκήσεως (πράξεως) διαφέρουσα τῆς σχέσεως (ἥτις μεταβάλλεται). 1) κατάστασις ἢ διάθεσις τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1245· ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος ὁ αὐτὸς π. Ἄρθρ. 789· ἕξις, συνήθεια, ὡς καὶ νῦν, ταύτην γὰρ τὴν ἓξιν ὑγιεινήν... ἱκανῶς εἶναι... ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. Πλάτ. 2) κατάστασις ἢ συνήθεια τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δύναμιν (φυσικὸν προσὸν), Πλάτ. Νόμοι 650Β, κτλ.· ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕξις, ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἐνυπάρχουσα κατάστασις, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 153Β πονηρᾷ ψυχῆς ἕξει αὐτόθι 167Α· ἕξιν τινὰ λαμβάνειν ὁ αὐτὸς Πολ. 591Β· - ἰδίως πρόσκτητος συνήθεια, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐνέργεια, ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 9., 2. 1, 7., 3. 7. 6, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε περιλαμβάνει τὴν ἐνέργειαν, ὁ αὐτὸς Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20. 3) ἐπιτηδειότης, ἱκανότης, ὡς ἀποτέλεσμα ἀσκήσεως ἢ πείρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Προβλ. 30. 2, κτλ.· - πρβλ. ἑκτικός.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
manière d’être, état :
1 bonne constitution du corps;
2 état ou habitude de l’esprit ou de l’âme;
3 faculté, capacité résultant de l’expérience, expérience.
Étymologie: ἔχω.
English (Strong)
from ἔχω; habit, i.e. (by implication) practice: use.
English (Thayer)
ἕξεως, ἡ (ἔχω, future ἕξω), a habit, whether of body or of mind (Xenophon, Plato, Aristotle, others); a power acquired by custom, practice, use ("firma quaedam facilitas, quae apud Graecos ἕξις nominatur," Quintilian 10,1at the beginning); so ἐν τούτοις ἱκανήν ἕξιν περιποιησάμενος, Sir. prol. 7; ἕξιν ἔχειν γραμματικης, Polybius 10,47, 7; ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 21,7, 3; ἐν ἀστρολογία μεγίστην, Diodorus 2,31; λογικήν ἕξιν περιποιουμενος, Philo, aleg. legg. 1,4).
Greek Monotonic
ἕξις: -εως, ἡ (ἔξω, μέλ. του ἔχω),·
I. μτβ., κτήση, κατοχή, σε Πλάτ.
II. 1. αμτβ., φυσική κατάσταση ή συνήθεια του σώματος, ιδίως, λέγεται για καλή φυσική κατάσταση ή συνήθεια, σε Ξεν., Πλάτ.
2. νοητική κατάσταση, στον ίδ.