κατακλύζω: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(T22) |
(19) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist [[passive]] participle κατακλυσθείς; from ([[Pindar]], [[Herodotus]]), [[Aeschylus]] [[down]]; to [[overwhelm]] [[with]] [[water]], to [[submerge]], [[deluge]], (cf. [[κατά]], III:4): Sept. [[several]] times for שָׁטַף.) | |txtha=1st aorist [[passive]] participle κατακλυσθείς; from ([[Pindar]], [[Herodotus]]), [[Aeschylus]] [[down]]; to [[overwhelm]] [[with]] [[water]], to [[submerge]], [[deluge]], (cf. [[κατά]], III:4): Sept. [[several]] times for שָׁטַף.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κατακλύζω]])<br /><b>1.</b> [[πλημμυρίζω]], [[υπερκαλύπτω]] [[έδαφος]] με [[νερό]] (α. «ο [[ποταμός]] κατέκλυσε την [[πεδιάδα]]» β. «[[ὅταν]] οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] με πολύ [[νερό]]<br /><b>3.</b> (μέσ.-παθ.) <i>κατακλύζομαι</i><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[υπερπλήρης]] από [[κάτι]] (α. «καθημερινά το [[γραφείο]] μας κατακλύζεται από κόσμο» β. «κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] με [[αφθονία]] («περιηγητές κατέκλυσαν τους χώρους αρχαιοτήτων»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[γεμίζω]] με [[νερό]] [[διαμέρισμα]] πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] με [[νερό]], [[ξεπλένω]] («ψάφον ἑλισσομέναν...κῡμα κατακλύσσει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταποντίζω]] («τοίους γὰρ κατὰ κῡμα...ἔκλυσεν», <b>Αρχίλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[πλένω]], [[καθαρίζω]] με [[νερό]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -κλύσω [ῠ], poet.
A -κλύσσω Pi.O.10(11).10: pf. κατακέκλυκα PMagd.28.10 (iii B. C.):—deluge, inundate, τὴν γῆν Hdt. 2.13 (of the Nile), cf. 99 (Pass.), Pi.O.9.50, Th.3.89, Pl.Ti.22d, OGI 90.24 (Rosetta, ii B. C.):—Pass., PPetr.2p.15[= 3 p.xv] (iii B. C.), etc.; ὑπ' ὄμβρων -κλυζόμενος Isoc.11.12; κόσμος ὕδατι -κλυσθείς 2 Ep.Pet. 3.6. 2 metaph., deluge, overwhelm, τοίους γὰρ κατὰ κῦμα . . ἔκλυσεν Archil.9.3; τὴν Φρυγῶν πόλιν . . ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν E.Tr. 995; ἅπαντα . . κατακλύσει ποιήμασιν Cratin.186; κ. ἀφθονίᾳ δίαιταν make life overflow with plenty, X.Oec.2.8; κατακλύσαι δεινῶν πόνων deluge with sufferings, E.Or.343 (lyr.); εἰ καὶ μέλλει γέλωτι . . ὥσπερ κῦμα . . κατακλύσειν Pl.R.473c:—Pass., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν -κλυσθῆναι, of a city, A.Th.1084 (anap.); -κλυσθεὶς ὑπὸ τοῦ τοιούτου ψόγου ἢ ἐπαίνου Pl.R.492c; Χρυσίῳ -κεκλυσμένος Plu.Dem.14; -κλυσθέντα πλήθει κακῶν Lib.Ep.5.1. II wash down or away, κῦμα κ. ψᾶφον ἑλισσομέναν Pi.O.10(11).10, cf. Thphr.CP3.22.3. 2 wash out, τὰ ἴχνη τοῦ λαγώ X.Cyn.5.4. III fill full of water, τὴν πύελον Ar. Pax843. IV clean out a bath, Gal.15.198.
German (Pape)
[Seite 1354] überfluthen, überschwemmen; Pind. χθόνα Ol. 9, 54; ὅπα κῦμα κατακλύσσει ῥέον 11, 10; Thuc. 3, 89; ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν ὕδασι καθαίροντες κατακλύζωσιν Plat. Tim. 22 d; ὑπ' ὄμβρων κατακλυζόμενοι Isocr. 11, 12; Sp. – Uebertr., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι τὴν πόλιν Aesch. Spt. 1070; vgl. Eur. Or. 342; τὴν Φρυγῶν πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν Troad. 995; εἰ μὴ γὰρ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα, ἅπαντα κατακλύσει ποιήμασιν Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 523; κατακλυσθεῖσαν ὑπὸ ψόγου ἢ ἐπαίνου Plat. Rep. VI, 492 c; Sp., wie χρυσίῳ κατακεκλυσμένος, bestochen, Plut. Dem. 14.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλύζω: μέλλ. -κλύσω ῠ, ποιητ. -κλύσσω, Πινδ. Ο. 10 (11). 15: πρκμ. κέκλυκα,- πλημμυρίζω, κατασκεπάζω μὲ ὕδωρ, τὴν γῆν (ἐπὶ τοῦ Νείλου) Ἡρόδ. 2. 13, πρβλ. 99, Ο. 9. 76, ἡ θάλασσα κυματωθεῖσα τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε Θουκ. 3. 89∙ ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδασι κατακλύζωσιν Πλάτ. Τίμ. 22D, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 25. 2) μεταφ., καταποντίζω, καταβάλλω τοίους γὰρ κατὰ κῦμα… ἔκλυσεν Ἀρχίλ. 8. 4. τὴν Φρυγῶν πόλιν… ἤλπισσας κατακλύσειν δαπάναις Εὐρ. Τρῳ. 995∙ ἅπαντα… κατακλύσει ποιήμασιν Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 7∙ κ. δίαιταν ἀφθονίᾳ, κάμνω ὥστε ἡ ζωὴ νὰ πλημμυρίσῃ μὲ ἀφθονίαν, Ξεν. Οἰκ. 2. 8∙ κατέκλυσε δεινῶν πόνων, ἐπλήρωσε κατεπλημμύρισε μὲ δεινὰ παθήματα, Εὐρ. Ὀρ. 243∙ εἰ καὶ μέλλει γέλως. ὥσπερ κῦμα… κατακλύσειν Πλάτ. Πολ. 473C.- Παθ., ἀλλοδαπῷ κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι (ἀόρ. ἀπαρ. κατὰ L. Dind.), περὶ πόλεως, Αἰσχύλ. Θήβ. ἐν τέλ.∙ κατακλυσθεὶς ὑπὸ τοιούτου ψόγου Πλάτ. Πολ. 492C∙ κατακεκλυσμένος χρυσίῳ, ἄφθονον χρυσίον λαβών, δωροδοκήσας, διαφθαρείς, Πλουτ. Δημοσθ. 14. ΙΙ. πλημμυρῶν καὶ καθαρίζων παρασύρω, ἐκπλύνω, κῦμα κατ. ψᾶφον ἑλισσομέναν Πινδ. Ο. 10 (11). 15. 2) ἐκπλύνω, τὰ ἴχνη τοῦ λαγὼ Ξεν. Κυν. 5, 4. ΙΙΙ. πληρῶ ὕδατος, τὴν πύελον Ἀριστοφ. Εἰρ. 843, πρβλ. Γαλην. 6. 229∙ (πρβλ. καὶ ἐπικλύζω).
French (Bailly abrégé)
1 inonder, submerger : δίαιταν ἀφθονίᾳ XÉN répandre l’abondance dans le régime de la vie ; κατακεκλυσμένος χρυσίῳ PLUT inondé d’or;
2 remplir d’eau;
3 effacer en lavant, acc..
Étymologie: κατά, κλύζω.
English (Slater)
κατακλύζω (fut. -κλύσσει: aor. -κλᾰσαισα; -κλᾰσαι: pass. aor., -κλυσθεῖσαν.)
1 flood, wash over λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος (O. 9.50) νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (O. 10.10) “πεύθομαι δ' αὐτὰν κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν” (P. 4.38) ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος (sc. ἀκτὶς ἀελίου referring to a solar eclipse) (Pae. 9.19)
English (Strong)
from κατά and the base of κλύδων; to dash (wash) down, i.e. (by implication) to deluge: overflow.
English (Thayer)
1st aorist passive participle κατακλυσθείς; from (Pindar, Herodotus), Aeschylus down; to overwhelm with water, to submerge, deluge, (cf. κατά, III:4): Sept. several times for שָׁטַף.)
Greek Monolingual
(AM κατακλύζω)
1. πλημμυρίζω, υπερκαλύπτω έδαφος με νερό (α. «ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα» β. «ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», Πλάτ.)
2. γεμίζω κάτι με πολύ νερό
3. (μέσ.-παθ.) κατακλύζομαι
είμαι ή γίνομαι υπερπλήρης από κάτι (α. «καθημερινά το γραφείο μας κατακλύζεται από κόσμο» β. «κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. γεμίζω κάτι με αφθονία («περιηγητές κατέκλυσαν τους χώρους αρχαιοτήτων»)
2. ναυτ. γεμίζω με νερό διαμέρισμα πλοίου
αρχ.
1. καθαρίζω με νερό, ξεπλένω («ψάφον ἑλισσομέναν...κῡμα κατακλύσσει», Πίνδ.)
2. καταποντίζω («τοίους γὰρ κατὰ κῡμα...ἔκλυσεν», Αρχίλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλύζω «πλένω, καθαρίζω με νερό»].