3,251,351
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> capable de persuader, persuasif :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; <i>en parl. du caractère</i> qui prévient en sa faveur, qui plaît ; <i>en mauv. part</i> insinuant, captieux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> croyable, vraisemblable ; <i>en parl. d’œuvres d’art</i> qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;<br /><b>II.</b> qui est <i>ou</i> peut être persuadé :<br /><b>1</b> crédule;<br /><b>2</b> obéissant, docile;<br /><i>Cp.</i> πιθανώτερος, <i>Sp.</i> πιθανώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> capable de persuader, persuasif :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; <i>en parl. du caractère</i> qui prévient en sa faveur, qui plaît ; <i>en mauv. part</i> insinuant, captieux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> croyable, vraisemblable ; <i>en parl. d’œuvres d’art</i> qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;<br /><b>II.</b> qui est <i>ou</i> peut être persuadé :<br /><b>1</b> crédule;<br /><b>2</b> obéissant, docile;<br /><i>Cp.</i> πιθανώτερος, <i>Sp.</i> πιθανώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πιθανός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, [[πειστικός]] («[[σφόδρα]] πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ [[Σωκράτης]] ἔλεγε λόγον» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγους, γνώμες, απόψεις) [[αληθοφανής]], όχι [[βέβαιος]] [[αλλά]] που παρουσιάζεται ως [[πιστευτός]], [[ευλογοφανής]], ενδεχόμενος (α. «πιθανή [[ερμηνεία]]» β. «[[πάνυ]] πιθανὸν τὸ τοιοῡτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πιθανόν</i><br />α) η [[πειστικότητα]]<br />β) η [[πιθανότητα]] («τὸ πιθανὸν ἰσχὺν ἔχει τῆς ἀληθείας μείζω», Μέν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] πιθανό», «πιθανόν ἐστι» — φαίνεται πιστευτό, ενδέχεται, ίσως να... («[[είναι]] πιθανό να ταξιδέψω»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πιθανή [[κρίση]]» ή «πιθανή [[πρόταση]]» — [[κρίση]] αβέβαιη, που η αντίθετή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αδύνατη ή αντιφατική, [[δηλαδή]] στην οποία οι λόγοι [[υπέρ]] της παραδοχής της [[είναι]] περισσότεροι από τους αντίθετους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις περιπτώσεις που συμβαίνει το αντίθετο, [[οπότε]] η [[κρίση]] χαρακτηρίζεται ως απίθανη, ή που οι λόγοι [[είναι]] ίσοι και ασθενείς, [[οπότε]] χαρακτηρίζεται ως αμφίβολη ή προβληματική [[κρίση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για ρήτορες) αυτός που μπορεί να πείθει, να γίνεται [[πιστευτός]] («[ὁ Κλέων] τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ πιθανώτατος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[αξιόπιστος]] ως [[προς]] [[κάτι]] («πιθανώτατος στρατηγῆσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για έργα τέχνης) αυτός που μπορεί να πιστευθεί ως [[πραγματικός]], που μοιάζει, ο [[παραπλήσιος]] («ὁμοιότερα τοῑς ἀληθινοῑς καὶ πιθανώτερα ποιεῑς φαίνεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που πείθεται εύκολα, ο [[ευκολόπιστος]] («πιθανὸς [[ἄγαν]] ὁ [[θῆλυς]] [[ὅρος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] («πιθανοί δ' [[οὕτως]] [[εἰσί]] τινες, [[ὥστε]] πρὶν [[εἰδέναι]] τὸ προσταττόμενον πρότερον πείθονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πιθανὸν [[ἦθος]]» — αυτό που πιστεύεται ως [[ορθό]], που επιδοκιμάζεται, που επικροτείται («[[οὗτος]] οὐ πιθανὸν ἔσχεν ουδὲ προσφιλὲς ὄχλῳ τὸ [[ἦθος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πιθανώς]] / <i>πιθανῶς</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο πιθανό, αληθοφανή, ενδεχόμενο, με [[πιθανότητα]], [[ενδεχομένως]], ίσως («[[πιθανώς]] να προαχθεί»)<br /><b>αρχ.</b><br />πειστικά, με [[πειθώ]], με τρόπο που πείθει («τὸ δ' ἕκαστα τούτων πιθανῶς λέγειν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πιθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>λιχ</i>-<i>ανός</i>, <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>)]. | |||
}} | }} |