στυφελίζω: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(39)
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>στῠφελίζω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[strike]] [[ὁπόταν]] θεὸς ἀνδρὶς [[χάρμα]] πέμψῃ, [[πάρος]] μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.
|sltr=<b>στῠφελίζω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[strike]] [[ὁπόταν]] θεὸς ἀνδρὶς [[χάρμα]] πέμψῃ, [[πάρος]] μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> <b>πρβλ.</b> <i>εἴκ</i>-<i>ελος</i>), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> <i>μάχ</i>-<i>λος</i>, <i>φαῦ</i>-<i>λος</i>) κατ' [[επίδραση]] του επικού ρ. [[στυφελίζω]], το οποίο [[είναι]] πιθ. σχηματισμένο [[κατά]] το [[ἐλελίζω]]. Ελάχιστα πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] της οικογένειας αυτής με το ρ. [[στύφω]], το οποίο, όμως, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του επιθ. [[στυφελός]] από τη σημ. «[[τραχύς]]» στη σημ. «[[στυφός]], όξινος»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> <b>πρβλ.</b> <i>εἴκ</i>-<i>ελος</i>), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> <i>μάχ</i>-<i>λος</i>, <i>φαῦ</i>-<i>λος</i>) κατ' [[επίδραση]] του επικού ρ. [[στυφελίζω]], το οποίο [[είναι]] πιθ. σχηματισμένο [[κατά]] το [[ἐλελίζω]]. Ελάχιστα πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] της οικογένειας αυτής με το ρ. [[στύφω]], το οποίο, όμως, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του επιθ. [[στυφελός]] από τη σημ. «[[τραχύς]]» στη σημ. «[[στυφός]], όξινος»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> <b>πρβλ.</b> <i>εἴκ</i>-<i>ελος</i>), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> <i>μάχ</i>-<i>λος</i>, <i>φαῦ</i>-<i>λος</i>) κατ' [[επίδραση]] του επικού ρ. [[στυφελίζω]], το οποίο [[είναι]] πιθ. σχηματισμένο [[κατά]] το [[ἐλελίζω]]. Ελάχιστα πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] της οικογένειας αυτής με το ρ. [[στύφω]], το οποίο, όμως, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του επιθ. [[στυφελός]] από τη σημ. «[[τραχύς]]» στη σημ. «[[στυφός]], όξινος»].
}}
}}

Revision as of 08:50, 26 October 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελίζω Medium diacritics: στυφελίζω Low diacritics: στυφελίζω Capitals: ΣΤΥΦΕΛΙΖΩ
Transliteration A: styphelízō Transliteration B: styphelizō Transliteration C: styfelizo Beta Code: stufeli/zw

English (LSJ)

   A strike hard, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε . . ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437; πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ' ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν 16.774; στυφέλιξε δέ μιν (sc. ἐγχείη) 7.261; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ drives away the clouds, 11.305; εἰ . . κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος . . ἐξ ἑδέων στυφελίξαι thrust us from our seats, 1.581; τὸν δ' . . ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Od.17.234; τινὰ κορύνῃ A.R.2.115; κῦμα . . ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα AP7.665 (Leon.); ἐκ θεμέθλων ἄνακτας ib.15.22 (Simm.); Ποσείδαν . . ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26.    2 generally, treat roughly, maltreat, Il.21.380,512, Od.18.416; τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273.—Ep. word, used by Pi.Fr.225, S.Ant.139 (lyr., abs.); also σ. τρώματα Hp.Fract.31: in late Prose, Plu.Nob.9.

German (Pape)

[Seite 959] fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; Ἀπόλλων ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; ἐγχείη στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Thaten, μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.

Greek (Liddell-Scott)

στῠφελίζω: (στυφελὸς) κτυπῶ τι ἰσχυρῶς καὶ διασείω αὐτό, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε ... ἀσπίδ’ Ἀπόλλων, «διέσεισε, διεκίνησε» (κατὰ τὸν Σχολ.), Ἰλ. Ε. 437· πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ’ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν Π. 774· στυφέλιξε δέ μιν (ἐξυπ. ἐγχείη) Η. 261· ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξη, “διασείσῃ, πλήξῃ” (Σχόλ.), Λ. 305· εἰ ... κ’ ἐθέλησιν Ὀλύμπιος ... ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, ἐκ τῆς ἕδρας ἀποκινῆσαι, ἀνατρέψαι, Α. 581· τὸν δ’ ... ἐκ δαιτύος ἐστ. Χ. 496· οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Ὀδ. Ρ. 234· τινα κορύνῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 115· κῦμα ... ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἄλα Ἀνθ. Π. 7. 665· ἄνακτας ἐκ θεμέθλων αὐτόθι 15. 22. 2) καθόλου, κακῶς μεταχειρίζομαι, Ἰλ. Φ. 380, 512, Ὀδ. Σ. 416· τινὰ ὀνείδεσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 273, Ἡσύχ. - Ἐπὶ λέξει, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 247, Σοφ. Ἀντ. 139 (ἔνθα κεῖται ἀπολ.), ὡσαύτως, στ. στρώματα Ἱππ. Ἀποσπ. 772.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
Pass., seul. prés. et impf.
I. frapper fortement, acc. ; p. suite :
1 renverser;
2 chasser ; disperser;
II. manier avec rudesse ; traiter rudement, maltraiter.
Étymologie: στυφελός.

English (Autenrieth)

aor. (ἐ)στυφέλιξα, pass. pres. part. στυφελιζομένους: smite, knock about, thrust rudely from, Il. 1.581, Il. 22.496, Od. 17.234; in general, buffet, maltreat, Od. 18.416; pass., Od. 16.108; ‘scatter’ the clouds, Il. 11.305.

English (Slater)

στῠφελίζω
   1 strike ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶς χάρμα πέμψῃ, πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.

Greek Monolingual

Α
1. χτυπώ κάτι με δύναμη και το τραντάζω
2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας steu-p- «κορμός, χτυπώ» (πρβλ. στύπος, τύπτω). Προβληματική παραμένει η σχέση τών τ. στυφελίζω, στυφελός, στύφλος. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. στυφελίζω θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. στυφ-ελός «τραχύς» (για το επίθημα -ελος πρβλ. εἴκ-ελος), μέσω μιας σημ. «είμαι ή γίνομαι σκληρός από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. στύφλος / στυφλός είναι πιθ. προϊόν συγκοπής από το στυφελός (πρβλ. πυκνός: πυκινός). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, ο τ. στυφελός έχει προέλθει από το στύφλος / στυφλός (αβέβαιου τονισμού, για το επίθημα πρβλ. μάχ-λος, φαῦ-λος) κατ' επίδραση του επικού ρ. στυφελίζω, το οποίο είναι πιθ. σχηματισμένο κατά το ἐλελίζω. Ελάχιστα πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση της οικογένειας αυτής με το ρ. στύφω, το οποίο, όμως, έχει ασκήσει επίδραση στη σημασιολογική εξέλιξη του επιθ. στυφελός από τη σημ. «τραχύς» στη σημ. «στυφός, όξινος»].