κατάγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάγνυμι]] (AM, Α και καταγνύω και [[κατάσσω]] και [[κατεάσσω]])<br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεαγώς]], -<i>υία</i> και -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />[[σπασμένος]], κομματιασμένος, συντριμμένος<br /><b>μσν.</b><br />[[οδηγώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατασυντρίβω]], [[κατακομματιάζω]] («δόρατα κατεηγότα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αδύνατο, [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[πατρίδα]] θ', ἥν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾱξαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[καταβεβλημένος]] («ἀνειμένοι τὴν δίαιτάν εἰσι καὶ κατεαγότες», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]], [[θρυμματίζω]]»].
|mltxt=[[κατάγνυμι]] (AM, Α και καταγνύω και [[κατάσσω]] και [[κατεάσσω]])<br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεαγώς]], -<i>υία</i> και -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />[[σπασμένος]], κομματιασμένος, συντριμμένος<br /><b>μσν.</b><br />[[οδηγώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατασυντρίβω]], [[κατακομματιάζω]] («δόρατα κατεηγότα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αδύνατο, [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[πατρίδα]] θ', ἥν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾱξαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[καταβεβλημένος]] («ἀνειμένοι τὴν δίαιτάν εἰσι καὶ κατεαγότες», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]], [[θρυμματίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάγνῡμι:''' απαρ. -ύναι [ῠ] ή κατα-γνύω· μέλ. [[κατάξω]], αόρ. αʹ [[κατέαξα]], μτχ. <i>κατάξας</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[κατεάγην]] [ᾱ], ευκτ. <i>κατᾱγείην</i>, παρακ. <i>κατέᾱγα</i>, Ιων. <i>κατέηγα</i> (με Παθ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b>[[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[συντρίβω]], [[ραγίζω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[συντρίβω]], [[εξασθενίζω]], [[αποκοιμίζω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με παρακ. Ενεργ., [[σπάζω]], συντρίβομαι, <i>δόρατα κατεηγότα</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατεαγέναι</i> ή <i>καταγῆναι τὴν κεφαλήν</i>, έχω το [[κεφάλι]] ραγισμένο, σπασμένο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>τῆς κεφαλῆς κατέαγε</i>, είχε [[τμήμα]] του κεφαλιού του σπασμένο, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγνῡμι Medium diacritics: κατάγνυμι Low diacritics: κατάγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katágnymi Transliteration B: katagnymi Transliteration C: katagnymi Beta Code: kata/gnumi

English (LSJ)

inf. -ύναι [ῠ] Th.4.11, Pl.Phdr.265e; καταγνύω Eub. 107.14, X.Oec.6.5; late pres. κατάσσω, κατεάσσω (qq. v.): fut.

   A κατάξω Eup.323: aor. κατέαξα Hom., etc. (v. infr.); Ion. κατῆξα Hp.Epid.5.26; 3sg. subj. κατάξει SIG38.37 (Teos, v B.C.); part. κατάξας (Dobree for κατεάξας) Lys.3.42, Plu.2.526b (v.l. κατεάξας, κατάγξας); Ep. opt. καυάξαις = καϝϝάξαις for κατ-ϝάξαις, Hes.Op. 666, 693:—Pass., κατάγνῠμαι Hp.Fract.45, Art.67, Ar.Pax703: impf. κατεάγνυτο Epicur.Nat.113G.: aor. 2 κατεάγην [prob. ᾰ] Ar. V.1428, subj. κατ-ᾱγῶ (contr. fr. κατᾰ-ϝᾰγ-) Id.Fr.604, prob. in Id.Ach.928, opt. κατᾱγείην ib.944; part. καταγείς [prob. ᾱ] IG2.1673.33, 39, al., later κατᾰγέντος APl.4.187: fut. καταγήσομαι Cat.Cod. Astr. 8(4).129: pf.κατέᾱγα, Ion. κατέηγα Hp.Art.67 (in pass. sense); part. κατεαγώς, written κατειαγώς IG22.1673.55, contr. κατηγώς Phoenix5.1: pf. Pass. κατέαγμαι Luc.Tim.10, Paus.8.46.5, Artem. 5.32: aor. 1 κατεάχθην LXXJe.31(48).25; inf. καταχθῆναι Arist.PA 640a22; part. καταχθείς Anon.Lond.26.52, D.Chr.11.82.--The forms κατέαξα, κατεάγην led the copyists to insert the ε in unaugmented forms, as κατεάξας Lys. l.c., κατεαγῇ Hp.Art.50, κατεαγῆναι Pl.Grg.469d, and such forms were in use in later Gr., as κατεάξει Ev.Matt.12.20, κατεαγῶσιν Ev.Jo.19.31, κατέαξαν BGU908.25 (ii A.D.):— break in pieces, shatter, κατά θ' ἅρματα ἄξω Il.8.403; ἄξονα Hes.Op. 693; τὸ (sc. ἔγχος) γὰρ κατεάξαμεν Il.13.257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od.9.283, cf. Hes.Op.666; εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς Lys.3.42; κατάξειέ τις αὐτοῦ μεθύων τὴν κεφαλήν Ar.Ach.1166 cod. R (v.l. τῆς κεφαλῆς, cf. οὐ γὰρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα Eup.323, κατῆξε τῶν πλευρέων Hp.Epid. 5.26, v. sub fin.); κατάξω τὴν κεφαλήν, ἄνθρωπέ, σου Men.Sam.173; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar.V.1436; Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phryn. Com.68; τὰς ἀμυγδαλᾶς . . κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ar.Fr.590: metaph., break up into species, μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετήν Pl.Men.79a.    2 weaken, enervate, πατρίδα θ', ἢν αὔξειν Χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι E.Supp.508; τὰς ψυχὰς καταγνύουσι X.Oec.6.5: abs. in pf. part. κατεαγώς effeminate, D.H.Comp.18, Ath.12.524f; αὐλητὴς τῶν κ. Plu.Dem.4; κ. μουσική S.E.M.6.14.    II Pass. with pf. Act., to be broken, δόρατα κατεηγότα Hdt.7.224; ὀστέα Hp. Fract.8; κληΐς Id.Art.14; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος S. Fr.565.3; κατέαγεν ἡ Χύτρα Ar.Th.403; esp. καταγῆναι τὴν κεφαλήν have one's head broken, And.1.61, Lys.3.14; τὴν κεφαλὴν κατεαγέναι D.54.35: Com., στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος Ar.Pl.545; τὸ κρανίον E.Cyc.684; τὸ σκάφιον Ar.Fr.604; κατεαγέναι or κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, of pugilists, Pl.Grg.515e, Prt.342b; τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67: also c. gen. partit. (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς Hdn.Philet. p.448 P.), τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθῳ πεσών Ar.Ach.1180; κατεάγη τῆς κ. Id.V.1428; τῆς κ. καταγῆναι (-εαγῆναι, -εαγέναι codd.) δεῖν Pl.Grg.469d; κατέαγα τοῦ κρανίου Luc.Tim.48: metaph., to be shattered, of an argument, Epicur. l. c.

German (Pape)

[Seite 1343] (s. ἄγνυμι), auch καταγνύω, Eubul. Ath. X, 450 a Xen. Oec. 6, 5 Arist. H. A. 9, 1, zerbrechen, zerschlagen, zerschmettern; τό (ἔγχος) νυ γὰρ κατεάξαμεν Il. 13, 257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od. 9, 283; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος Soph. frg. 147; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar. Vesp. 1436; ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phrynich. bei Ath. II, 52 c; στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, zerbrochen, Ar. Plut. 545, wie δόρατα κατεηγότα Her. 7, 224; τὰς ναῦς καταγνύναι Thuc. 4, 11; ἐπειδάν τις κατάξῃ τὴν λύραν Plat. Phaed. 86 a; οἱ μὲν ὦτα κατάγνυνται, sie haben zerschlagene Ohren, Prot. 342 b; ἂν καταγῇ ἡ κερκίς Crat. 389 a; κατεάγην τὴν κεφαλήν, mir wurde der Kopf zerschlagen, Andoc. 1, 61; Lys. 3, 14; Eur. Cycl. 680; καταγείη Ar. Ach. 908; aber auch τῆς κεφαλῆς, Vesp. 1428, vgl. Plat. Gorg. 469 d, es ist mir Etwas am Kopfe zerschlagen, so daß man nicht ὀστοῦν zu ergänzen hat; nach Moeris der attische Ausdruck für den gewöhnlichen accus., wonach Luc. Tim. 48 κατέαγα τοῦ κρανίου sagt; κατέαγμαι steht ib. 10. – Uebh. entkräften, schwächen, κατᾶξαι πατρίδα, im Ggstz von αὔξειν, Eur. Suppl. 524; – κατεαγότες ἄνθρωποι, verweichlicht, entkräftet, geschwächt, fractus, D. Hal. C. V.; Ath. XII, 524 f; ἡ κατεαγυῖα μουσική S. Emp. adv. mus. 14. – In den Modis des aor. I. findet sich öfter die v. l. κατεάξαι u. ä. (κατεάξαντες steht Lys. 3, 42 bei Bekk., der aber ib. 40 καταγείς für die vulg. κατεαγείς nach codd. geschrieben), wie bei Sp. κατεάξεις, z. B. N. T. Matth. 12, 19. – Καυάξαις bei Hes. O. 668. 695 ist alte Form für κατάξαις, aus dem diesem Verbum eigenen Digamma hervorgegangen.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγνῡμι: ἀπαρέμφ. καταγνύναι ῠ, Θουκ. 4. 11,Πλάτ., κλ.· ἢ καταγνύω, κροκοδείλων... ᾠά καταγνύει (δηλ. ὁ ἰχνεύμων) Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 14, Ξεν. Οἰκ. 6, 5 :- μέλλ. κατάξω Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 30:- ἀόρ. κατέαξα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. κατῆξα Ἱππ. 1149Ε, μετοχ. κατάξας (τὰ Ἀντίγρ. κατεάξας) Λυσ. 100. 6· ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 664, 691 ἡ ἀρχαία Ἐπικ. εὐκτ. καυάξαις κεῖται ἀντὶ τοῦ κατϝάξαις ἢ καϝϝάξαις, πρβλ. εὔαδον ἐν λ. ἁνδάνω: - Παθ., κατάγνῠμαι Ἱππ. 778Ε, 830C, Ἀριστοφ. Εἰρ. 703:- ἀόρ. β' κατεάγην ᾱ, ὑποτακτ. κατᾱγῶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502, εὐκτ. κατᾱγείην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 944, καὶ ὁ Elmsl. διορθοῖ: κατᾱγῇ φερόμενος: ἀόρ. α' κατεάχθην Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ', 25), καταχθείς Δίων Χρυσ. 11, 339: - πρκμ. κατέᾱγα, Ἰων. κατέηγα (ἐπὶ παθητ. σημασ.), μετοχ. συνῃρ. κατηγὼς Φοίνιξ παρ. Ἀθην. 495D: παθ. πρκμ. κατέαγμαι Λουκ. Τίμ. 10.- Οἱ τύποι κατέαξα, κατεάγην ἔδωκαν ἀφορμὴν εἰς τοὺς Ἀντιγραφεῖς νὰ φυλάξωσι τὸ ε καὶ εἰς τοὺς ἀναυξήτους τύπους, οἶον κατεάξω Πλάτ. Φαίδων 86Α, κατεάξαντες Λυσίας 100. 6, κατεαγείς αὐτόθι 99. 43· ἀντὶ τῶν ὀρθῶν τύπων κατάξω, κατάξας, καταγείς, ἅπερ ἤδη ἁπανταχοῦ διωρθώθησαν, πλὴν παρὰ μεταγενεστέροις, οἷον μέλλ. κατεάξει Εύαγγ. κ. Ματθ. ιβ', 20, κατεαγῶσιν Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ'. 31· ἴδε Κόβητον V. LL. 43·- παρ’ Ἱππ. 817C εὕρηται ὑποτακτ. κατεαγῇ, ἐνῷ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει καταγῇ. Καταθραύω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, «κατακομματιάζω», κατὰ θ’ ἅρματα ἄξω Ἰλ. Θ. 403,πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 691· τό (δηλ. ἔγχος) γὰρ κατεάξαμεν Ἰλ. Ν. 257· νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Ὀδ. Ι. 283, πρβλ. Ἠσ. Ἔργ. κ.Ἡμ. 664· εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλὰς Λυσ. 100. 6· κατάξειέ τις αὐτοῦ μεθύων τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1166 (οὕτω τό Ραβ. Ἀντίγραφον· διάφ. γραφ. τῆς κεφαλῆς, καὶ ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 30 ἔχει: οὐ γάρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· γυνή ποτε κατέαξ’ ἐχῖνον Ἀριστοφ. Σφ. 1436· οὐκ ἂν δυναίμην Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· τὰς ἀμυγδάλας (-λὰς κατ’ Ἀρίσταρχ.,- λᾶς δὲ κατὰ Φιλόξεν., Ἀθήν. 53Α) κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 488. 2) θραύω, συντρίβω, ἐξασθενῶ, ἐκνευρίζω, πατρίδα θ’, ἣν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι Εὐρ. Ἱκέτ. 508· μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α· τὰς ψυχὰς καταγνύουσι Ξεν. Οἰκ. 6. 5· ἀπολύτ. κατὰ μετοχ. πρκμ. κατεαγώς, ὡς τὸ Λατ. fractus, effeminate, καταβεβλημένος, ἐκτεθυλημμένος, ὡς ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18, Πλούτ. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. τύπῳ μετὰ πρκμ. ἐνεργ., θραύομαι, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα Ἡρόδ. 7. 224· ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κληΐς ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνῠται τὸ τεῦχος Σοφ. Ἀποσπ. 147· κατέαγεν ἡ χύτρα Ἀριστοφ. Θεσμ. 403· ἰδίως κατεαγέναι ἢ καταγῆναι τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Πλ. 545, Ἀνδοκ. 9. 6, Λυσ. 97. 35., 99. 43, κτλ.· τὸ κρανίον Εὐρ. Κύκλ. 684· τὸ σκάφιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502· οὕτω, κατεαγέναι ἢ κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, ἐπὶ πυγμάχων (πρβλ. ὠτοκάταξις), Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Πρωτ. 342Β· τὴν κλεῖν κατεαγὼς Δημ. 247. 11·― ἀλλ᾿ ὡσαύτως μετὰ γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθον πεσὼν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1180· κατεάγη τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1428· τῆς κεφαλῆς κατεαγέναι δεῖν Πλάτ. Γοργ. 469D· κατέαγα τοῦ κρανίου Λουκ. Τίμ. 48: ― ἐν τῇ συντάξει ὁ Ἡρῳδιαν. θεωρεῖ τὴν γενικὴν ὡς διαιρετικὴν (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς) σ. 448 Piers: πρβλ. συντρίβω ΙΙ 2.

French (Bailly abrégé)

f. κατάξω, ao. κατέαξα, pf. au sens Pass. κατέαγα;
Pass. f. καταχθήσομαι, ao. κατεάχθην > part. καταχθείς, ao.2 κατεάγην, pf. κατέαγμαι;
casser, briser, rompre ; au pf. avec sens Pass. : κατέαγα τῆς κεφαλῆς AR, τοῦ κρανίου LUC, τὴν κεφαλήν DÉM j’ai la tête cassée ; fig. κ. τὰς ψυχάς XÉN briser, càd énerver les âmes.
Étymologie: κατά, ἄγνυμι.

Spanish

romper en pedazos

English (Strong)

from κατά and the base of ῥήγνυμι; to rend in pieces, i.e. crack apart: break.

English (Thayer)

future κατεαξω; 1st aorist κατεαξα (impv. κάταξον, κατεάγην, whence subjunctive 3rd person plural κατεαγῶσιν; 1st aorist κατεαχθην in the Sept. Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 97f, cf. i., p. 323 f; Matthiae, i., p. 520f; Winer s Grammar, § 12,2; (Curtius, Das Verbum, i., p. 118; Veitch, under the word; Kuenen and Cobet, N. T., Praef., p. lxxix.)); from Homer down; to break: τί, Schmidt, chapter 115,5 and cf. ῤήγνυμι.)

Greek Monolingual

κατάγνυμι (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω)
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, -υία και -υῑα, -ός
σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος
μσν.
οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω
αρχ.
1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα κατεηγότα», Ηρόδ.)
2. κάνω κάτι αδύνατο, εξασθενίζω κάτιπατρίδα θ', ἥν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾱξαι», Ευρ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο καταβεβλημένος («ἀνειμένοι τὴν δίαιτάν εἰσι καὶ κατεαγότες», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

κατάγνῡμι: απαρ. -ύναι [ῠ] ή κατα-γνύω· μέλ. κατάξω, αόρ. αʹ κατέαξα, μτχ. κατάξας — Παθ., αόρ. βʹ κατεάγην [ᾱ], ευκτ. κατᾱγείην, παρακ. κατέᾱγα, Ιων. κατέηγα (με Παθ. σημασία
I. 1.σπάζω σε κομμάτια, κατακομματιάζω, συντρίβω, ραγίζω, σε Όμηρ., Αττ.
2. συντρίβω, εξασθενίζω, αποκοιμίζω, σε Ευρ., Πλάτ.
II. Παθ., με παρακ. Ενεργ., σπάζω, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα, σε Ηρόδ.· κατεαγέναι ή καταγῆναι τὴν κεφαλήν, έχω το κεφάλι ραγισμένο, σπασμένο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε, είχε τμήμα του κεφαλιού του σπασμένο, στον ίδ.