Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλεονεξία: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]<br />η [[ιδιότητα]] του πλεονέκτη, η [[τάση]] να αποκτήσει [[κανείς]] [[κάτι]] που δεν το δικαιούται (α. «πάντων δ' αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κέρδος]], ὁφελος («οὐδὲν γὰρ [[οὕτως]] ὑποπίπτειν τῷ διαβόλῳ ποιεῑ, ὡς τὸ τοῡ πλείονος ἐφίεσθαι καὶ πλεονεξίας ἐρᾱν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> πλεονεκτική [[θέση]], [[υπεροχή]] (α. «αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι», Ισοκρ.<br />β. «[[πλεονεξία]] ψυχής», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[επιθετικότητα]], εχθρική [[ενέργεια]] («πλεονεξίαν τὴν μοιχείαν ἐκάλεσε<br />τοῡ γὰρ μὴ προσήκοντος ἅπτεται ὁ γάμον διορύττων ἀλλότριον», Θεοδώρ.)<br /><b>4.</b> [[αφθονία]] («τούτων ἡ παρὰ φύσιν [[πλεονεξία]] καὶ [[ἔνδεια]] τῆς χώρας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπεροχή]], [[λαμπρότητα]] («[[πλεονεξία]] ψυχῆς», Πλωτίν.)<br /><b>2.</b> μεγαλύτερη [[συμμετοχή]] («...καὶ καθ' ὁτιοῡν τῶν ἀγαθῶν [[πλεονεξία]] τις τῶν πολιτικῶν δικαίων τοῑς ὑπερέχουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ πλεονεξίᾳ» — [[προς]] [[ίδιον]] όφελος, για προσωπικό [[κέρδος]] («...μὴ ἐπὶ πλεονεξίᾳ, ἀπὸ ἴσου δὲ [[μάλιστα]] ἐπιόντες», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]<br />η [[ιδιότητα]] του πλεονέκτη, η [[τάση]] να αποκτήσει [[κανείς]] [[κάτι]] που δεν το δικαιούται (α. «πάντων δ' αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κέρδος]], ὁφελος («οὐδὲν γὰρ [[οὕτως]] ὑποπίπτειν τῷ διαβόλῳ ποιεῑ, ὡς τὸ τοῡ πλείονος ἐφίεσθαι καὶ πλεονεξίας ἐρᾱν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> πλεονεκτική [[θέση]], [[υπεροχή]] (α. «αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι», Ισοκρ.<br />β. «[[πλεονεξία]] ψυχής», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[επιθετικότητα]], εχθρική [[ενέργεια]] («πλεονεξίαν τὴν μοιχείαν ἐκάλεσε<br />τοῡ γὰρ μὴ προσήκοντος ἅπτεται ὁ γάμον διορύττων ἀλλότριον», Θεοδώρ.)<br /><b>4.</b> [[αφθονία]] («τούτων ἡ παρὰ φύσιν [[πλεονεξία]] καὶ [[ἔνδεια]] τῆς χώρας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπεροχή]], [[λαμπρότητα]] («[[πλεονεξία]] ψυχῆς», Πλωτίν.)<br /><b>2.</b> μεγαλύτερη [[συμμετοχή]] («...καὶ καθ' ὁτιοῡν τῶν ἀγαθῶν [[πλεονεξία]] τις τῶν πολιτικῶν δικαίων τοῑς ὑπερέχουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ πλεονεξίᾳ» — [[προς]] [[ίδιον]] όφελος, για προσωπικό [[κέρδος]] («...μὴ ἐπὶ πλεονεξίᾳ, ἀπὸ ἴσου δὲ [[μάλιστα]] ἐπιόντες», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλεονεξία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[χαρακτήρας]] και ο [[τρόπος]] του <i>πλεονέκτου</i>, [[πλεονεξία]], [[απληστία]], [[αλαζονεία]], [[υπεροψία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απόκτημα]], [[προνόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐπὶ πλεονεξίᾳ</i>, με σκοπό το προσωπικό [[κέρδος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[υπεροχή]] [[έναντι]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., το μεγαλύτερο [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Αριστ.· [[απόκτημα]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονεξία Medium diacritics: πλεονεξία Low diacritics: πλεονεξία Capitals: ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ
Transliteration A: pleonexía Transliteration B: pleonexia Transliteration C: pleoneksia Beta Code: pleoneci/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A greediness, assumption, arrogance, τῶν Σπαρτιητέων ἡ π. Hdt.7.149, cf. And.4.13, Th.3.82, Isoc.12.240, Pl. R.359c, X.HG3.5.15; π. συγγενική wrong done to one's kin, Iamb. VP24.108.    2 assumption, αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι π. Arist.SE175a19.    II advantage, Isoc.4.183, 15.275, D.23.128: pl., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ π. Isoc.3.22, etc.; αἱ π. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι, X.Cyn.13.10; ἐπὶ πλεονεξίᾳ with a view to one's own advantage, Th.3.84, X.Mem.1.6.12; μετὰ πλεονεξίας τινὸς ἀγωνίζεσθαι πρὸς [τὰ θηρία] Id.Cyr.1.6.28; πλεονεξίαι ψυχῆς excellences, Plot.4.6.3.    2 a larger share of a thing, τῶν πολιτικῶν δικαίων Arist.Pol.1282b29.    3 gain derived from a thing, τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν D.21.28; αἱ π. τῶν πλουσίων undue gains, Arist.Pol.1297a11, cf. Pl.R.586b; π. ἔκ τινος Plb.6.56.3.    III excess, opp. ἔνδεια, Pl.Ti.82a.

German (Pape)

[Seite 630] ἡ, 1) das Mehrhaben, Ggstz ἔνδεια, Plat. Tim. 82 a; Gewinn, Vortheil, Ueberlegenheit, Eur. I. A. 509; αἱ ἐν τῷ πολέμῳ, Isocr. 3, 22; auch πλεονεξίας παρά τινος ποιεῖσθαι, 4, 67; καὶ φιλοτιμία, Thuc. 3, 82; Oberherrschaft, Plut. Timol. u. a. Sp. – 2) das Mehrhabenwollen, Habsucht, Geiz, Betrug; ἡ ἐκ τῶν ἀπειρημένων, Pol. 6, 56, 3, στασιάσαντες περὶ τὴν τῶν εἰλημμένων πλεονεξίαν, wer einen größern Antheil an. der Beute haben solle, 2, 19, 3, überh. Anmaßung. Her. 7, 149; καὶ ἀκοσμία, Plat. Conv. 188 b; ἀρχόντων, ib. 182 c; ἀσκεῖν, Gorg. 508 a, u. öfter; Dem. u. Sp.; ἀδικίαι καὶ πλεονεξίαι, Strab. 7, 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονεξία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ τρόπος τοῦ πλεονέκτου, ἀπληστία, τάσις πρὸς κτῆσιν τοῦ μὴ ἀνήκοντος, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, ἡ πλ. τῶν Σπαρτιητέων Ἡρόδ. 7. 149, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 37, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 283Α, Πλάτ. Πολ. 359C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5. 15. ΙΙ. κέρδος, ὠφέλεια, Ἰσοκρ. 75Β, Δημ. 662. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλ. Ἰσοκρ. 31Β, κτλ.· αἱ πλ. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι Ξεν. Κυν. 13. 10· αἱ πλ. τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12. 6. 2) ἐπὶ πλεονεξίᾳ, πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Θουκ. 3. 84, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 12. 3) μετὰ γεν. προσώπ., ὑπεροχὴ ὑπεράνω τινός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 28. 4) μεγαλειτέρα μετοχὴ ἔκ τινος πράγματος, τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 12, 3· κέρδος, τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν Δημ. 523. 14· πλ. ἔκ τινος Πολύβ. 6, 56, 3. ΙΙΙ. ἀφθονία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδεια, Πλάτ. Τιμ. 82Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fait d’avoir plus qu’autrui ; gain, avantage ; particul. supériorité sur qqn, prépondérance;
2 fait de désirer plus qu’on ne doit ; cupidité, esprit de convoitise, appétits insatiables.
Étymologie: πλεονέκτης.

English (Strong)

from πλεονέκτης; avarice, i.e. (by implication) fraudulency, extortion: covetous(-ness) practices, greediness.

English (Thayer)

πλεονεξίας, ἡ (πλεονέκτης, which see), greedy desire to have more, covetousness, avarice: Winer's Grammar, 120 (114)), 14; ὡς ( ὥσπερ) πλεονεξίαν (as a matter of covetousness), i. e. a gift which betrays the giver's covetousness, R. V. text extortion); plural various modes in which covetousness shows itself, covetings (cf. Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, 77 (67)), Herodotus and Thucydides down.) (Trench, N. T. Synonyms, § xxiv., and (in partial correction) Lightfoot's Commentary on Colossians 3:5.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πλεονεκτώ
η ιδιότητα του πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν το δικαιούται (α. «πάντων δ' αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ.
β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
1. κέρδος, ὁφελος («οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑποπίπτειν τῷ διαβόλῳ ποιεῑ, ὡς τὸ τοῡ πλείονος ἐφίεσθαι καὶ πλεονεξίας ἐρᾱν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. πλεονεκτική θέση, υπεροχή (α. «αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι», Ισοκρ.
β. «πλεονεξία ψυχής», Πλωτ.)
3. επιθετικότητα, εχθρική ενέργεια («πλεονεξίαν τὴν μοιχείαν ἐκάλεσε
τοῡ γὰρ μὴ προσήκοντος ἅπτεται ὁ γάμον διορύττων ἀλλότριον», Θεοδώρ.)
4. αφθονία («τούτων ἡ παρὰ φύσιν πλεονεξία καὶ ἔνδεια τῆς χώρας», Πλάτ.)
αρχ.
1. υπεροχή, λαμπρότηταπλεονεξία ψυχῆς», Πλωτίν.)
2. μεγαλύτερη συμμετοχή («...καὶ καθ' ὁτιοῡν τῶν ἀγαθῶν πλεονεξία τις τῶν πολιτικῶν δικαίων τοῑς ὑπερέχουσιν», Αριστοτ.)
3. φρ. «ἐπὶ πλεονεξίᾳ» — προς ίδιον όφελος, για προσωπικό κέρδος («...μὴ ἐπὶ πλεονεξίᾳ, ἀπὸ ἴσου δὲ μάλιστα ἐπιόντες», Θουκ.).

Greek Monotonic

πλεονεξία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. 1. ο χαρακτήρας και ο τρόπος του πλεονέκτου, πλεονεξία, απληστία, αλαζονεία, υπεροψία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. 1. απόκτημα, προνόμιο, σε Ξεν. κ.λπ.· ἐπὶ πλεονεξίᾳ, με σκοπό το προσωπικό κέρδος, σε Θουκ., Ξεν.
2. με γεν. προσ., υπεροχή έναντι κάποιου, σε Ξεν.
3. με γεν. πράγμ., το μεγαλύτερο μέρος από κάποιο πράγμα, σε Αριστ.· απόκτημα που προέρχεται από ένα πράγμα, σε Δημ.